Alfred Hitchcock, 1899-1980

«Το μήκος μιας ταινίας πρέπει να είναι ευθέως ανάλογο με την αντοχή της ανθρώπινης κύστης».

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 13 Αυγούστου 1899, γεννήθηκε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Alfred Hitchcock Presents: Ο οικιακός Χίτσκοκ

— Της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου —

«Η τηλεόραση έφερε το φόνο ξανά πίσω στο σπίτι, εκεί όπου ανήκει». — Α.Χ.

alfred-hitchcock-presents-screenshotΤο 1955, κάπου ανάμεσα στον Σιωπηλό Μάρτυρα και τον Άνθρωπο που Γνώριζε Πολλά, ο Χίτσκοκ βρήκε το χρόνο να ασχοληθεί με το νέο του παιχνίδι: την τηλεόραση. Και φυσικά, με τους δικούς του όρους. Αφού έφτιαξε δική του εταιρεία παραγωγής, τη Shamley Productions (από το όνομα της γενέτειράς του), ξεκοκάλισε μερικά από τα καλύτερα διηγήματα αγωνίας και μαύρου χιούμορ από το σύμπαν της λογοτεχνίας, τα οποία φρόντισε να γίνουν σενάρια για μια από τις πιο cult σειρές στην ιστορία της τηλεόρασης: Το Alfred Hitchcock Presents.

Ο ίδιος σκηνοθέτησε ελάχιστα από τα 25-λεπτα αυτοτελή επεισόδια της σειράς, που προβαλλόταν από το 1955 έως το 1962, και ένα μόνο από τα μονόωρα, όταν η σειρά μετονομάστηκε, το 1960, The Alfred Hitchcock Hour. Ωστόσο ήταν ποικιλοτρόπως εκεί: πρώτα, εμφανιζόταν στην οθόνη, υπό τους ήχους του περίφημου «Funeral March for a Marionette», η γνωστή τροφαντή καρικατούρα του, κι έπειτα και ο ίδιος, με το αιώνιο σοβαρό κοστούμι και το φλεγματικό του ύφος, για να προλογίσει το επεισόδιο και, στο τέλος, να το κλείσει, με έναν από τους περίφημους μονολόγους του.

hitchcockΤο χαρακτηριστικότερο ίσως στοιχείο της σειράς, πέρα από την υψηλής στάθμης απόλαυση του σασπένς, ήταν η έννοια της διακριτικής υπονόμευσης, σε κάθε επίπεδο: οι ιστορίες (πολλές από αυτές βασισμένες σε διηγήματα του Roal Dahl, του Ray Bradbury, του John Cheever, του John Collier, του Ambrose Bierce, της Patricia Highsmith, αλλά και όσες γράφτηκαν ειδικά για τη σειρά) διαθέτουν από μόνες τους την ιδιότητα να περιγελούν το «σωστό», τις καλές προθέσεις, ακόμα και την ίδια την ευφυία των ηρώων. Η κανονικότηταμας υπενθυμίζει απηνώς, δεν είναι παρά μια θλιβερά λεπτή φλύδα. Στον κόσμο του Χίτσκοκ –και στις ταινίες του αλλά και στη σειρά– δεν απαιτείται η εμπλοκή του Υπερφυσικού για να τα κάνει όλα λίμπα. Ο ίδιος ο άνθρωπος, με τις πανίσχυρες αδυναμίες του και τις ατελείς του ικανότητες, σε συνδυασμό με το timing, τα καταφέρνουν μια χαρά.
Αλλά και η ίδια η παρουσία του Χίτσκοκ είναι υπονομευτική, ακόμα και στο ίδιο το παιχνίδι της μυθοπλασίας: στην εισαγωγή του, δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι η εκπομπή έχει σπόνσορες (και, ενίοτε, να τους κάνει και λίγο πλάκα). Στο τέλος, αφού ο θεατής έχει βιώσει όλη την αγωνία και το σασπένς, ταυτιζόμενος πολύ συχά με τον «κακό», ο Χίτσκοκ έσπευδε να αποκαταστήσει την ηθική τάξη διαβεβαιώνοντας το κοινό ότι ο «δράστης» αργότερα συνελήφθη και τιμωρήθηκε, όπως πρέπει, για τις πράξεις του – μια διαβεβαίωση τόσο ελάχιστα πειστική, που στην ουσία δεν ήταν παρά μια επιπλέον κίνηση υπονόμευσης.

Αν ο Φρόιντ ζούσε τη δεκαετία του ’50-’60, θα έβρισκε σίγουρα πολύ ενδιαφέρουσα την ύπαρξη ενός ιδιαιτέρως προικισμένου «Υπερ-Εσύ», που βγαίνει στην οθόνη του σπιτιού, μιλάει με βρετανική προφορά, είναι υπέρβαρο, έχει άσχημα δόντια και παρακολουθεί με συμπάθεια αλλά και διακριτική θυμηδία τους κανονικούς ανθρώπους να θέλουν, να σχεδιάζουν, να αμφιβάλλουν – και να υποκύπτουν.

* * *

Το χιούμορ του Χίτσκοκ

— Της Μαρίας Τσάκος —

hitchcock3

Το όνομα του Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι συνώνυμο με το «σασπένς», μια λέξη που έχει ενταχθεί πλήρως στο ελληνικό λεξιλόγιο και που αν δεν την είχαμε υιοθετήσει θα έπρεπε, μάλλον, να χρησιμοποιούμε ως υποκατάστατο τη λέξη «αγωνία», καθότι δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη ελληνική με την ίδια ακριβώς έννοια. Βέβαια, οι δύο λέξεις δεν είναι ταυτόσημες. Το αγγλικό «suspense» έχει ένα συστατικό που η η ψυχική κατάσταση της αγωνίας δεν το εμπεριέχει: ένα ευχάριστο συναίσθημα εγρήγορσης και προσμονής γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει. Για να χρησιμοποιήσουμε μια παρομοίωση που άρεσε και στον Χιτσκοκ, είναι το αίσθημα που έχει κανείς όταν είναι σε τρένο του τρόμου του λούνα παρκ, σε roller-coaster: Φοβάσαι μεν, αλλά σου αρέσει, προκαλεί εκείνο το ευχάριστο γαργαλητό στο στομάχι, και σου επιτρέπει ανά πάσα στιγμή τη βεβαιότητα πως όταν τελειώσει θα είσαι σώος και αβλαβής. Ο Χίτσκοκ πίστευε πως για να το πετύχεις αυτό στο σινεμά πρέπει να εμβολιάζεις τις ταινίες σου με την κατάλληλη δόση χιούμορ. Με εκείνο το χιούμορ που κλείνει στον θεατή το μάτι, που τον παίρνει με το μέρος του, που τον καθησυχάζει πως όλα όσα βλέπει είναι μεν δραματικά αλλά όχι και τόσο σοβαρά. Και για αυτό έχουν οι Αγγλοι μία εξαιρετικά επιτυχημένη και δύσκολη στην ελληνική απόδοσή της έκφραση. Την έκφραση «tongue-in-cheek», που θα έλεγε κανείς πως είναι η αντίστοιχη της ελληνικής «μεταξύ σοβαρού και αστείου».

* * *

Το χιούμορ, το φλεγματικό, αγγλικό χιούμορ τού Χίτσκοκ είναι παρόν σε κάθε ταινία που γύρισε, με τη μία ή την άλλη μορφή: στην εμμονή του να στρέφει το φακό του σε φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρεις τη στιγμή που η πλοκή έφτανε στο απόγειό της, στη συχνή επίκληση της ειρωνίας της τύχης, στην αντίστιξη ενός χαρούμενου τοπίου με μια δραματική εξέλιξη των γεγονότων, στη χρήση μπουρλέσκ δευτερευόντων χαρακτήρων, ή, τέλος, εισάγοντας μία ευθέως κωμική νότα.

* * *

Ο ίδιος είναι διάσημος για τις έξυπνες, γρήγορες, «μαχαίρι-στο-κόκαλο» ατάκες του. Η νεαρή Ingrid Bergman τού παραπονέθηκε για μια σκηνή σε μία από τις ταινίες που γύριζαν μαζί: «Δε νομίζω πως μπορώ να το κάνω αυτό με φυσικότητα», για να λάβει την αποστομοτική απάντηση, «αν δεν μπορείς να το κάνεις με φυσικότητα, τότε προσποιήσου το». Σε μια άλλη περίπτωση, όταν τον σταμάτησαν στα γαλλικά σύνορα για έλεγχο, και τον ρώτησαν αναφερόμενοι στη λέξη «παραγωγός» που είχε γράψει ως επάγγελμα «τι παράγετε;» ο Χίτσκοκ απάντησε: «Ανατριχίλες». Μιαν άλλη φορά, μια ηθοποιός τον ρώτησε αν το καλό της προφίλ είναι το δεξί ή το αριστερό. «Καλή μου, αυτή τη στιγμή κάθεσαι πάνω στο καλό σου προφίλ», της απάντησε. Εξίσου κοφτερή και η απάντηση που έδινε στους πρωταγωνιστές όταν του ζητούσαν να συζητήσουν μαζί του τον χαρακτήρα που υποδύονταν: «Διάβασε το σενάριο». Και όταν επέμεναν ρωτώντας: «Ναι, αλλά ποιο είναι το κίνητρό μου;» ο Χίτσκοκ απαντούσε ξερά: «Ο μισθός σου».

* * *

hitchcock6Η μεγαλύτερη απόδειξη του ιδιόρυθμου χιούμορ του ίσως να είναι η ταινία που αποτελεί το ορόσημο για το genre της ταινίας-σασπένς, το «Ψυχώ». Χωρίς να μπούμε σε μία ανάλυση των πολλαπλών επιπέδων στα οποία αυτό το φιλμ επηρέασε μεταγενέστερους δημιουργούς και τις ταινίες τους (κάτι για το οποίο έχουν γραφτεί πληθώρα διατριβών σε κινηματογραφικές σχολές τα τελευταία 60 χρόνια), θα σταθούμε στην εξής λεπτομέρεια, που ήρθε στο φως πριν λίγους μόνο μήνες, όταν επ’ ευκαρία της προώθησης της κινηματογραφικής ταινίας που ήταν αφιερωμένη στον ίδιο, το BBC έδωσε στη δημοσιότητα ηχητικό αρχείο από συνέντευξή του, το 1964, στην οποία ο Χίτσκοκ υποστηρίζει πως: «η πρόθεση μου ήταν [το «Ψυχώ»] να είναι μαύρη κωμωδία» και «tongue-in-cheek» (εκείνο το «μεταξύ σοβαρού και αστείου, που λέγαμε»). Και συνεχίζει: «Το περιεχόμενο της ταινίας ήταν, κατά την άποψή μου, αρκούντως διασκεδαστικό, κάτι σα φάρσα. Πραγματικά, τρομοκρατήθηκα όταν κατάλαβα πως κάποιοι το πήραν στα σοβαρά».

* * *

* * *

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, βέβαια, με αυτόν τον ισχυρισμό είναι πως δεν ξέρεις αν πρέπει να «τον πάρεις στα σοβαρά». Ας θυμίσουμε εδώ το αντίστοιχο αμφίσημο χιούμορ του Άντον Τσέχοφ, ο οποίος χαρακτήριζε «κωμωδίες» τον Γλάρο και τον Βυσσινόκηπο και «δράμα» τις Τρείς αδελφές.Ήτανε όντως κωμωδία το «Ψυχώ» για τον Χίτσκοκ, ή είναι η αποκάλυψη του χαρακτηρσιμού αυτού μια φάρσα εις βάρος μας; Μάλλον θα μείνουμε με το σασπένς.

* * *

* * *

Εδώ άλλα επετειακά αφιερώματα και αναρτήσεις στην κατηγορία Σινεμά

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

1 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.