
Ανάβαση-κατάβαση πλαγιάς, μπάνιο σε κρύα νερά ποταμών, εξερεύνηση σπηλαίων, ασκήσεις επιβίωσης, αθλοπαιδιές, πάλη, πεζοπορίες προσανατολισμού μέσα στη φύση, ελεύθερο κάμπινγκ, εμβατήρια. Τυπικά ακούγεται σαν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα φυσιολατρικής κατασκήνωσης για γυμνασμένους εφήβους. Αν προσθέσει κανείς και τη φασιστική ιδεολογική κατήχηση, έχει μπροστά του τις κατασκηνώσεις της Χρυσής Αυγής, που φέτος το καλοκαίρι «στην Κρήτη και στη Μάνη, εβγάλανε φιρμάνι σε πολιτείες και χωριά». Τα προγράμματα «εθνικιστικής κατασκήνωσης» της Χ.Α. στην Κρήτη, στη Μεσσηνία αλλά και αλλού ήταν μια ανατριχιαστική ένδειξη για τη θερινή στρατολόγηση των φασιστών πολιτών – οπλιτών που θα δούμε μπροστά μας στη νέα σεζόν.
Το θέμα δεν πέρασε απαρατήρητο από τον ευρωπαϊκό και διεθνή Τύπο, που το σχολίασε με μια δόση ειρωνείας και ανησυχίας: «Οι Ναζί έχουν επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο ενώ ακόμη η γενιά που πολέμησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ζει. Επέστρεψαν για να μεταφέρουν χωρίς εμπόδιο, τη Συκοφαντία του Αίματος, Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, ελεύθερα μέσα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Για να καταπιέζουν ολόκληρες πόλεις και να αποκαλούνται εθνικοί φρουροί και κοινωνικοί «εκκαθαριστές». Για να κρατάνε όλο και περισσότερο την ισορροπία της δύναμης σε μια ολοένα και πιο ανισσόροπη κοινωνία. Και βέβαια επέστρεψαν, για να κάνουν πάρτι», σημείωναν φέτος το καλοκαίρι οι δημοσιογράφοι του vice.com με αφορμή τις θερινές εξορμήσεις των φασιστών.
Ο φασισμός συνδέθηκε από μιας αρχής με τον αθλητικό πολιτισμό, τόσο στην υψηλή όσο και στη χαμηλή εκδοχή του. Πιο συγκεκριμένα, ο αθλητικός πολιτισμός ως «μαζική κινητοποίηση των παθών» αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο της «κοινωνικής μηχανικής» για τη φασιστική ιδεολογία, ιδιαίτερο σε εκείνο το κομμάτι που αφορούσε τα ερασιτεχνικά αλλά και τα εμπορευματοποιημένα σπορ. Η κατασκήνωση μάλιστα ως το κατεξοχήν μέσο κοινωνικοποίησης που διαμορφώνει τις σχέσεις δεσμού μεταξύ ατόμου και ομάδας αποτέλεσε πάντα ένα στοιχείο εκμοντερνισμού της φασιστικής ιδεολογίας, με επίκεντρο την πειθαρχημένη αγωγή γύρω από το φύλο, τη φυλή, το σώμα και το έθνος.
Τα σπορ ωστόσο παρείχαν και μια εύκολη πρόσβαση στο ατομικό αίτημα για έναν πρωτογονικό αυτοχθονισμό. Η «φυσικοποίηση» του εξτρεμιστικού λαϊκισμού έβρισκε ένα έτοιμο γεωπολιτικό άλλοθι στα βουνά, στους κάμπους και στα ποτάμια μιας πατρίδας που περίμενε να κατοικηθεί ήδη και πάντα από «φυσικούς» επιγόνους των πρωταρχικών γεννητόρων. Συνδεδεμένη απολύτως με το «δίκαιο του αίματος», η εθνική και εθνικοποιημένη πλέον «φύση» έμοιαζε να είναι περισσότερο ένα εργαστήρι κοινωνικού δαρβινισμού παρά μια πολιτική και πολιτισμική κατασκευή της ιστορίας. Για τον φασισμό, ιδιαίτερα, η φύση ήταν το καίριο και καταλυτικό στοιχείο μιας αισθητικής άσκησης που ενώνει την παράδοση με το μοντερνισμό, με στόχο την εκγύμναση της ανθρωπομορφικής και σωματομετρικής φιγούρας του φασίστα ως «εθνικού χαρακτήρα».
Οι Χρυσαυγίτες που ξαναγύρισαν φέτος το καλοκαίρι στη φύση είναι τυπικά μια νέα επανεμφάνιση αυτής της παλιάς ιδεολογικής γενεαλογίας. Η επιστροφή έγινε βέβαια με όρους παρωδίας και φάρσας∙ έτσι, όπως ταιριάζει στο δικό μας φασισμό. Το κιτς θέαμα ήταν απολύτως ταιριαστό στο σκηνικό της επινοημένης «άγριας» ελληνικής φύσης. Παχύσαρκοι άνδρες με κουρεμένους σβέρκους «παίζανε» τους Σπαρτιάτες, πασαλειμμένοι από τον ιδεολογικό πολτό του «μάτσο-εθνικισμού» κρατώντας μινωικά σύμβολα, σπαρτιατικές και μακεδονικές ασπίδες χωμένες στην άμμο μετά από διαγωνισμό φαγητού σε «πίτα-γύρο»∙ ημίγυμνοι Ράμπο με στολές παραλλαγής στο φαράγγι της Νέδας έβγαζαν φωτογραφίες με στολή παραλλαγής κάνοντας νυχτερινές εξομολογήσεις μύησης με αναμμένες φωτιές και τραγούδια. Το σκηνικό είναι γνώριμο: κάτι σαν το «όσα λεν οι άντρες μεταξύ τους» στην πιο ομοφοβική, ρατσιστική, σεξιστική και απεχθή εκδοχή του.
Η ιδέα και η εικόνα του «αγνού εθνικού χαρακτήρα» προβλήθηκε από τη Χρυσή Αυγή φέτος το καλοκαίρι σε μια μικρή κωμική παράσταση με σκηνικό την κατασκήνωση και με φόντο τη γοητεία της στολής και της άσκησης μέσα στην ελληνική φύση. Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, η Χρυσή Αυγή έγινε, για κάποιους, έστω, συμπολίτες μας, η άμεσα παρεχόμενη και πάντως πιθανή επιλογή για τις διακοπές τους. Αν στις κοινωνίες της κρίσης, του ρίσκου και της διακινδύνευσης έχει κάτι σημασία είναι ακριβώς αυτή η εύθραυστη σχέση εμπιστοσύνης και διαπραγμάτευσης με οργανωμένα συλλογικά δίκτυα που παρέχουν έστω και ψευδεπίγραφα την αίσθηση της παραδοσιακής ασφάλειας και της νοσταλγίας για ένα οριστικά χαμένο «εθνικό παρελθόν».
Από αυτή την άποψη, η παλιά «χριστιανική θερινή κατασκήνωση» των παραθρησκευτικών οργανώσεων και των κατηχητικών βρήκε φέτος ένα νέο αντίπαλο: τη Χρυσή Αυγή. Ο ανταγωνισμός μπορεί να λήξει ειρηνικά με το μοίρασμα του ποιμνίου. Μπορεί όμως και όχι. (Ως προς αυτό το ζήτημα, η Εκκλησία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι). Αλλά και το ελεύθερο κάμπινγκ, μια κατεξοχήν χειραφετητική πράξη νεοελληνικών διακοπών γνωρίζει φέτος το φτηνό του υποκατάστατο με μια ενισχυμένη δόση αντιμνημονιακής ρητορείας. Το μόνο σίγουρο, προς το παρόν, είναι πως μέσα από αυτή την καινούργια θερινή δραστηριότητα της Χ.Α. δημιουργούνται πλέον συνθήκες χαλαρής στρατολόγησης νέου κόσμου για τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Κάπου ανάμεσα «στην Κρήτη και στη Μάνη», το καλοκαίρι τελειώνει με πολιτική καταχνιά.
* Η φωτογραφία εξωφύλλου με το πιτόγυρο είναι photoshop του tomek και την πήραμε από τη Lifo
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Ανώμαλα ρήματα < Παρεμβάσεις / παρεκβάσεις
