Ο Ντέιβιντ, ο ανιψιός μου, είναι οκτώ χρονών. Πριν από τέσσερα χρόνια έμαθε να βάζει και να ακούει μόνος του CD. Του το είχε δείξει ο αδελφός μου, έβαζαν μουσική και κάθονταν παρέα και άκουγαν Ella Fitzgerald και Dylan και Sinatra και Marvin Gaye, αλλά πιο πολύ απ’ όλα τού άρεσαν οι Creedence Clearwater Revival. Και ιδίως αυτό, το Suzie Q. Μια μέρα, λοιπόν, που πήγα να τον κρατήσω για να βγει ο Νίκος με την Ελίζα, μόλις μείναμε μόνοι, μου ανακοινώνει ο Ντέιβιντ: «Τώρα θα σου βάλω μουσική». Και όντως, μου έκανε κανονικό πρόγραμμα, τεσσάρων χρονών σπόρος, μέχρι που φτάσαμε στο Suzie Q, οπότε άρχισε ΚΑΙ να το τραγουδάει, προσπαθώντας να βάλει στη φωνούλα του γρέζι σαν τον Fogerty και αυτοσχεδιάζοντας όλα τα άλλα λόγια εκτός από το «Οσουζεκιού». Ώρες. Πρέπει να το άκουσα πάνω από είκοσι φορές.
Από τις καλύτερες μουσικές βραδιές της ζωής μου.
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι.