«Οι λέξεις … σβήσανε μες στο σκοτάδι»

—της Ελένης Κεχαγιόγλου—

Φαίνεται κάπου
χρωστάω και με σταθερό χέρι
καταγράφω τις διακυμάνσεις
της ψυχής μου.
Από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Κέδρος 1997

Ποιητής της γενιάς του ’70, συνοδοιπόρος δηλαδή του Γιάννη Βαρβέρη, του Μιχάλη Γκανά, της Τζένης Μαστοράκη, του Νάσου Βαγενά, της Δήμητρας Χριστοδούλου και άλλων, ο Κοντός ανήκε στην πολυάριθμη εκείνη ομάδα των ποιητών που σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη εμφανίστηκαν μετά το 1967 και είχαν «έντονες προσωπικότητες και ένα αίσθημα συνοχής». Σύμφωνα με τον ποιητή αυτής της γενιάς και θεωρητικό της, τον Κώστα Παπαγεωργίου, βασικό, και νεωτερικό για την Ελλάδα, χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της είναι: «η αμφισβήτηση της γλώσσας από τον εαυτό της και, προκειμένου για την ποίηση, ο διασυρμός, η χλεύη της ποιητικής γλώσσας, η αμφισβήτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητάς της εκ μέρους των χειριστών της των ίδιων, των ποιητών», ενώ οι επιρροές τους: οι μπητ Γκίνσμπεργκ, Μπάροους, Κέρουακ, Κόρσο και Φερλινγκέτι, ο Εντσενσμπέργκερ, η Σύλβια Πλαθ, ο Βοσνεσένσκι, αλλά και οι παλαιότεροι Μαγιακόφσκι, Ρεμπώ, Πάουντ και Γουίτμαν. Ο Κοντός δήλωνε επιπλέον φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι και θεωρούσε «ποιητικούς προγόνους» τον Σαχτούρη και τον Καρυωτάκη.

—Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος—
Γιάννης Κοντός, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, Οκτώβριος 2013

KONTOS 2Γεννήθηκε το 1943, ακριβώς στο όριο ένταξης στη γενιά αυτή κατά τον Μαρωνίτη ο οποίος ενέταξε στη γενιά τους γεννημένους από το 1943 έως το 1956. Το πρώτο του βιβλίο Περιμετρική εκδόθηκε ακριβώς το 1970, ενώ από την επόμενη χρονιά και μέχρι το 1976 είχε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», το οποίο υπήρξε θρυλικός τόπος συνάντησης συγγραφέων και διανοούμενων τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας• νωρίτερα είχε για λίγο εργαστεί ως ασφαλιστής. Εξέδωσε συνολικά περισσότερες από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές (το 2014 εκδόθηκε συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Τόπος με τον τίτλο Μυστικά τοπία), δύο πεζά έργα και τρία βιβλία για παιδιά. Παράλληλα, εργάστηκε στο ραδιόφωνο, συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, υπήρξε επί χρόνια ο «άνθρωπος των συγγραφέων» στις εκδόσεις Κέδρος. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

Σε υποδεχόταν καθισμένος στο γραφείο του, στον πέμπτο όροφο, Γενναδίου 3, χωρίς τυπικότητες, με μια θερμή οικειότητα που σε έκανε να νιώθεις πως είσαι και συ άνθρωπος του χώρου. Το βιογραφικό, χωρίς ημερομηνία γεννήσεως. Όχι γιατί την κρύβει, έτσι κι αλλιώς σφύζει από νεανικότητα, με τα φουλάρια και τα φοβερά κασκόλ του ν’ ανεμίζουν. Αλλά γιατί αρέσκεται παιχνιδιάρικα να δηλώνει ότι γεννήθηκε όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα, το 1965. Ή όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Άλλωστε, ήδη από την πρώτη εντύπωση, αυτός ο άνθρωπος μόνο ποιητής θα μπορούσε να είναι. 
Μάρη Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 30/11/2014

Γεννήθηκε στο Αίγιο, αλλά έζησε στην Αθήνα όπου πρωτοήρθε για να σπουδάσει Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Αθηνών• φανατικός της μεγαλούπολης —σε συνέντευξή του στην Ελπίδα Πασαμιχάλη, με αφορμή την έκδοση της Ηλεκτρισμένης πόλης—, δήλωνε: «Η μεγάλη πόλη είναι κόμβος όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τον πολιτισμό. Όλα σχεδόν γίνονται και δημιουργούνται στις μεγαλουπόλεις, όπως το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και η Αθήνα. Οι πιο μεγάλες καλλιτεχνικές σχολές γίνονται στις μεγαλουπόλεις. Δεν γίνονται σε μία μικρή πόλη. Δεν είναι μόνο το οικιστικό πρόβλημα και η κίνηση των αυτοκινήτων. Όλα μαζί δημιουργούν τον πολιτισμό».

Παρ’ όλα αυτά, το 2008 δεν είχε αυτοκίνητο ούτε κινητό — και δεν φοβόταν τη μοναξιά: «Εγώ είμαι ευτυχισμένος με τη μοναξιά μου. Η μοναξιά είναι για μένα επιλεγμένος τρόπος ζωής, όπου δεν είμαι μοναχός μου, ούτε μοναχικός. Τη μοναξιά ξέρω και τη δαμάζω. Βέβαια όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με τη λογοτεχνία που είναι μία μεγάλη συντροφικότητα. Σκέφτομαι τις λέξεις, τους στίχους, παρατηρώ τα πρόσωπα στο δρόμο και αυτά μου δημιουργούν τα ποιήματα, μου δημιουργούν το βιβλίο».

Ο Γιάννης Κοντός —που στις 21 Ιανουαρίου 2015 πέθανε στο νοσοκομείο, ύστερα από πάλη με τον καρκίνο— ανήκε στους ποιητές που, όπως έγραψε ο Roderick Beaton, «συστηματικά προσγειώνουν το μύθο και εξοικειώνονται μαζί του. Εξετάζουν και διερευνούν, χωρίς να διακατέχονται από αίσθημα κατωτερότητας, τη σύγχρονη συνάντηση των πατροπαράδοτων πολιτιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας, με το διεθνισμό της ηλεκτρονικής εποχής και της pop κουλτούρας. Κανένας από τους ποιητές αυτούς δεν προσπαθεί να αναβιώσει τις παραδόσεις του παρελθόντος, όπως είχε κάνει η προηγούμενη γενιά, ούτε όμως αγνοούν τους μύθους, την ιστορία, τις παραδόσεις και τη γλώσσα του ελληνικού παρελθόντος».

KONTOS

—ΠΟΙΗΜΑΤΑ—

Ανασκαφές 1972

Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.
Σβήσανε μες στο σκοτάδι.

Κοιτάζεις την άλλη μεριά του σήμερα
και

το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται
ζεστό ακόμη, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.

Τώρα κατεβαίνει την Σταδίου
γελώντας δυνατά.

(Οι αρχαιολόγοι — οι τυμβωρύχοι
το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας)

.
Από τη συλλογή Απρόοπτα, Κέδρος 1975

Η μεγάλη σιωπή

Με φωνάζουν διάφορες φωνές.
Χρωματιστές, σιδερένιες
—η φωνή σου το απόγευμα σε κίτρινη φοδρα—
Φωνή βωόντος εν τη ερήμω.

Έρημο φως. Έρημος τόπος.
Το χέρι μου βόσκει στην κοιλιά σου.

Η φωτογραφία δείχνει διαδήλωση
ή αιχμαλώτους — έστω, ανθρώπους
που θα χαθούν — στο τέλος
εκεί που σβήνουν όλα, βλέπω
τη γυναίκα μου να φωνάζει:
«πιο κάτω, πιο κάτω το χέρι σου»
ή το φοβερό: «ωραία μέρα σήμερα».

Το σταματημένο χέρι.
Το σταματημένο ποίημα.

Από τη συλλογή Φωτοτυπίες, Κέδρος 1977

7

Έσπασε το μολύβι.
Έσπασε το χέρι.
Έσπασε η γλώσσα.

—Όλοι φωνάζουν—

91

Όταν πεθάνω θα φοράω κάλτσες
—χωρίς παπούτσια— πέτρες στις τσέπες,
για να μη με σηκώνει ο αέρας ή ο διάβολος.
Και θα βαδίζω αδιάφορα με ανοιχτή
ομπρέλα στο οπτικό σου πεδίο.

100

Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο
του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας
πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).

106

Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες.

Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα.

Από τη συλλογή Τα οστά, Κέδρος 1982

Ο Γιάννης Κοντός, στην εκπομπή Ιχνηλάτες.

Ο σκουπιδιάρης
ή
το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας

Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.

Ποίημα εν είδει Επιμέτρου στη συλλογή Μυστικά τοπία, Τόπος 2014

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

3 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.