Alice Munro, διηγηματογράφος

«Συγγραφέας εξαιρετικά επιδέξια και σοφά συμπονετική»

–του Γιώργου Θεοχάρη–

Σαν σήμερα πριν από 86 χρόνια, την 10η Ιουλίου του 1931, γεννήθηκε η Alice Munro (Άλις Μονρό), η μεγάλη καναδή διηγηματογράφος. Το βιογραφικό της (όχι το Νόμπελ του 2013 και τα τοιαύτα· η πραγματική της ζωή) παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί φωτίζει εναργώς το έργο της. Αλλά βιογραφικά στοιχεία της μπορείτε να βρείτε εύκολα αλλού. Εδώ προτιμήσαμε να την τιμήσουμε αλλιώς.

020-Alice-Munro

Alice Munro, ca. 1989-1992
Φωτό: Barbara Woodley
Αργυροτυπία
Library and Archives Canada, Labatt Breweries of Canada collection, e010955975
© Barbara Woodley.

* * *

Ο Harold Bloom, ο διάσημος (και αμφιλεγόμενος) κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας (καθηγητής στο Yale κ.λπ.) είναι επιμελητής μίας μεγάλου κύρους σειράς λογοτεχνικής κριτικής, της Blooms Modern Critical Views. Το 2009, ο Bloom επιμελήθηκε έναν τόμο για την Munro. Προ Νόμπελ. Στην εισαγωγή του, ομολογεί ότι έχει διαβάσει έργα της Munro μέχρι το 1996 – δηλαδή τις πρώτες 7 συλλογές διηγημάτων κι αυτές ανθολογημένες (ακολούθησαν άλλες 6, κατά πολλούς οι καλύτερές τις). Ο Bloom είναι δύσκολος· αν τον καλορωτήσουμε, θα μας πει ότι ο κόσμος έπρεπε να πάψει να γράφει μετά τον Σαίξπηρ. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτός ο συγκεκριμένος “θεσμός” αφιέρωσε έναν ολόκληρο τόμο στην Munro, όταν αυτή ήταν ακόμα περίπου στη μέση της πορείας της. Η εισαγωγή του, η μετάφραση της οποίας ακολουθεί, είναι εξαιρετικά φειδωλή σε καλολογικά στοιχεία – κι αυτό είναι που την κάνει ενδιαφέρουσα: ο συγγραφέας της είναι σαν να ομολογεί ότι, παρότι η Munro δεν στέκει στο ύψος των προτύπων του (μέσα στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο Raymond Carver, αν είναι δυνατόν), είναι πολύ σημαντική για να την αγνοήσει.

Harold-Bloom_pic-courtesy-Mediaisla.net_

Εισαγωγή του Harold Bloom στο “Alice Munro” (Bloom’s Literary Criticism, 2009)

Διάβασα την Ανθολογία Διηγημάτων (Selected Stories, 1996) της Alice Munro όταν εκδόθηκε και την ξαναδιάβασα μόλις, 12 χρόνια αργότερα. Το τελευταίο της βιβλίο δεν το έχω διαβάσει, αλλά οι 545 σελίδες του αποστάγματος των πρώτων της επτά συλλογών φτάνουν και περισσεύουν για να εδραιώσει τη θέση της ως συγγραφέας. Η θέση της βρίσκεται ανάμεσα στους σπουδαίους διηγηματογράφους του 20ου αιώνα: Landolfi, Calvino, Hardy, Kipling, Maugham, Saki (H.H. Munro), Frank O’Connor, Elizabeth Bowen, Edna O’Brien, Mann, Walser, Andreyev, Bunin, Dinesen, Schulz, Peretz, Singer, Agnon, Arenas, Cortazar, Gordimer, Wharton, Anderson, Katherine Anne Porter, Welty, Flannery O’Connor, Nabokov, Malamud, Ozick, Abish, Barthelme και άλλους. Έχω παραλείψει τους σπουδαιότερους όλων: Henry James, Chekhov, D.H. Lawrence, Kafka, Babel, Borges, Joyce, Faulkner, Hemingway, Scott Fitzgerald. Αυτοί οι δέκα ξεχωρίζουν, αλλά η Alice Munro βρίσκεται κοντά τους σε ό,τι αφορά το διήγημα.

Η Munro δεν είναι ιδεαλίστρια, δεν έχει όραμα, και σίγουρα δεν την απασχολούν τα σύμβολα. Η γραφή της είναι αυστηρά ρεαλιστική, αλλά αυτό που αφηγείται είναι τα μπερδεμένα σύνορα της γκρίζας περιοχής όπου λειτουργούν τα ανθρώπινα κίνητρα. Η δική της αίσθηση μιας καθορισμένης ζωής δεν επιδέχεται αναδρομή. Η δική της σκάλα των εκπλήξεων δεν οδηγεί στον παράδεισο, αλλά ούτε και στην κόλαση (τουλάχιστον, όχι για τον αναγνώστη). Η συνήθης δυστυχία, η οποία όταν αφορά άλλους δεν μας λέει και πολλά, αποτελεί κατόρθωμα για τις περισσότερες από τις ηρωίδες της και για κάμποσους από τους ήρωές της. Η Munro, όπως και η Katherine Anne Porter και η Edna O’Brien, είναι μία από τις σοφές γυναίκες της μετα-φροϋδικού παρακμιακού σκότους.

Τούτου λεχθέντος, η αφηγηματική της πληθωρικότητα φαίνεται να αντιβαίνει στον αφορισμό της ότι «η αγάπη δεν είναι ούτε ευγενής ούτε ειλικρινής, και δεν συμβάλλει στην ευτυχία καθ’ ουδένα τρόπο που ο Harold Bloom θα έκρινε αξιόπιστο (Selected Stories, σ. 236). Η κατά τα άλλα χρήσιμη νουθεσία του D.H. Lawrence –να εμπιστεύεσαι την ιστορία, όχι τον αφηγητή– δεν βρίσκει την εφαρμογή της στα διηγήματά της, δεδομένου ότι η μαστοριά τους έγκειται στο ότι ο αφηγητής απουσιάζει. Μειονεκτεί, αλλά μόνο σε σύγκριση με τους κορυφαίους, όπως οι Joyce, Lawrence, Hemingway, Babel: εδώ δεν έχουμε την αίσθηση πως είναι η ίδια η ζωή που συνθέτει την αφήγηση. Από την άλλη, ο Turgenev και ο Tolstoy είναι οι μάγοι της αναπαράστασης· το ίδιο και ο Joyce με τον Lawrence. Η Munro μένει εντός του μικρόκοσμού της, γνωρίζοντας ότι η γενίκευση, εκτός κι αν είσαι ο Tolstoy, συνιστά αισθητική άνοια. Εκείνη κατοικεί στο βιβλιοπωλείο της καρδιάς της και προσφέρει απλόχερα τις ηρωίδες της –εκείνες, κυρίως– σαν αντίτυπα προς πώληση. Οι κατά συνθήκη γάμοι στο έργο της Munro είναι για πάντα (με τον συντριπτικό τρόπο που το εννοεί ο Σαίξπηρ στο Αγάπης Αγώνας Άγονος)· εκείνο που την ενδιαφέρει δεν είναι η νοσταλγία, αλλά η εκπληκτική τους αντοχή στον χρόνο. Όταν αποτυγχάνουν, κατά κάποιον τρόπο, είναι οι γάμοι που αποτυγχάνουν, και όχι οι συμβαλλόμενοι άντρες και γυναίκες, των οποίων οι αναζωπυρωμένες επιθυμίες κατακλύζουν το πεδίο της βούλησης.

Μήπως η Munro γράφει τη ίδια ιστορία ξανά και ξανά; Ένας φίλος μου την κατηγορεί ότι κάνει αυτό ακριβώς, και η αλήθεια είναι ότι δεν ξεχωρίζω ιδιαίτερα κάποιο διήγημα από τα 28 που έχει δημοσιεύσει μέχρι το 1996. Ίσως παραείναι συνεπής υφολογικά, γιατί οι χαρακτήρες της δεν διακρίνονται επαρκώς ο ένας από τον άλλον, έτσι ώστε να προκύψει ένα διήγημα τόσο αξιομνημόνευτο όσο το «Λόφοι σαν Άσπροι Ελέφαντες» του Hemingway ή το «Flowering Judas» της Porter. Η Munro φαίνεται διατεθειμένη να θυσιάσει τις ιδιαιτερότητες των ατόμων προς χάριν μίας ενιαίας αίσθησης περί των διαφορών των δύο φύλων.

Ωστόσο, αυτή η ακριβής αίσθηση έχει τεράστια ανθρώπινη και αισθητική αξία, και για να μεταφερθεί με σαφήνεια θα περίμενε κανείς μια λεπτότερη τεχνική αρτιότητα από αυτήν που φανταζόμουν ότι η Munro θα μπορούσε να επιδείξει. Τα διηγήματά της έχουν τη θριαμβευτική συστολή των κωμωδιών του Σαίξπηρ, την οποία η Jane Austen και η Virginia Woolf έχουν πολλαπλώς εκμεταλλευθεί. Για άλλη μία φορά, οι αναφορές μου ίσως να είναι υπερβολικές: η Munro δεν έχει ακριβώς την αλλόκοτη, υπονοούμενη πολυπλοκότητα της Austen ή της Woolf για να υπηρετήσει το αφανέρωτα κωμικό με λέξεις. Οι δικές τους ειρωνείες, όπως πρωτίστως του Σαίξπηρ, είναι τόσο μεγάλες που δεν φαίνονται (όπως είπε ο G.K. Chesterton για τον Chaucer). Οι ειρωνείες της Munro είναι χειροπιαστές και επιτρέπουν στην αφήγησή της να συλλάβει «εκείνους τους αρχαίους γάμους, όπου η αγάπη και η μνησικακία αναπτύσσονται ανεκδήλωτες, τόσο μπερδεμένα και πεισματικά, που μοιάζουν άναρχες» (το τέλος του «The Progress of Love», σ. 288).

Η Munro, μια συγγραφέας εξαιρετικά επιδέξια και σοφά συμπονετική, δεν διαθέτει την έξοχη τρέλα της μεγάλης λογοτεχνικής τέχνης. Δεν μπορεί κανείς να πει για τους χαρακτήρες της αυτό που η Eudora Welty είπε για τους χαρακτήρες του Lawrence, ότι «δεν λένε πραγματικά τα λόγια τους» –όχι συμβατικά, όχι ο ένας στον άλλον–, δεν μιλούν όπως εμείς, «αλλά δρουν σαν σιντριβάνια ή ακτινοβολούν όπως το φεγγάρι ή εφορμούν όπως η θάλασσα, και η σιωπή τους είναι η σιωπή των μοχθηρών βράχων». Από την άλλη, οι χαρακτήρες της Munro αναπαριστούν την εμμένεια της καθημερινής μας ζωής, ενώ εκείνοι του Lawrence εκφράζουν τις δαιμονικές μας διαφορετικότητες που ξεπερνά την καθημερινότητα, ανεξάρτητα από τη δική της θέληση.

Ο Lawrence, εντούτοις, αυτός ο προφήτης και απολογητής, επέκτεινε τα όρια της λογοτεχνίας. Η Munro, από την άλλη, δείχνει ευτυχής παραμένοντας στις παρυφές του πεδίου του Chekhov και του Turgenev, του Hemingway και του Joyce· ο νατουραλισμός της είναι τόσο στέρεος και πλούσιος που αποκλείει την όποια αναγκαιότητα υπεράσπισης. Στην πεζογραφία της βρίσκονται διάσπαρτες παρατηρήσεις που αληθεύουν ακόμα και εκτός συμφραζομένων, ιδιαίτερα όσον αφορά όχι τόσο στο γιατί οι άνδρες βρίσκουν ελκυστικές τις νεαρές γυναίκες, αλλά στα στοιχεία που αυτές οι γυναίκες πιστεύουν ότι είναι τα ερεθίσματα της έλξης. Η Munro θολώνει τα όρια ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα, ανάμεσα στο σημαντικό και το ασήμαντο, προκειμένου να ανακαλύψει τι είναι αυτό –αν υπάρχει κάτι τέτοιο– που αρκεί για να κάνει τη ζωή μας πληρέστερη.

* * *

Αυτά από τον κύριο Bloom. Και κάτι τελευταίο από μένα: Η Alice Munro δεν είναι ο Τσέχωφ, σύμφωνοι. (Κανένας δεν είναι ο Τσέχωφ· ούτε καν ο Carver!) Είναι, όμως, η Alice Munro. Από μόνη της. Μόνη της. (Εδώ, βαθιά υπόκλιση.)

* * *

Canadian author Alice Munro is photographed at her daughter Sheila's home during an interview in Victoria, B.C. Tuesday December 10, 2013. Alice's daughter Jenny received the Nobel prize in Literature on her mother's behalf during a ceremony in Stockholm, Sweden. THE CANADIAN PRESS/Chad Hipolito
Canadian author Alice Munro is photographed at her daughter Sheila’s home during an interview in Victoria, B.C. Tuesday December 10, 2013. Alice’s daughter Jenny received the Nobel prize in Literature on her mother’s behalf during a ceremony in Stockholm, Sweden. THE CANADIAN PRESS/Chad Hipolito

Βιβλία της Alice Munro στα ελληνικά (όλα από το Μεταίχμιο σε μετάφραση της Σοφίας Σκουλικάρη, εκτός από το τελευταίο, που έχει μεταφράσει η Τρισεύγενη Παπαϊωάννου):

  • «Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει», 2013 (“Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage”, 2001)
  • «Πάρα πολλή ευτυχία», 2013 (“Too much happiness”, 2009)
  • «Ακριβή μου ζωή», 2014 (“Dear life”, 2012)
  • «Απόδραση», 2015 (“Runaway”, 2004)
  • «Η αγάπη μιας καλής γυναίκας», 2016 [Επιλογή από τις συλλογές «Lives of girls and women» (1971), «Something I’ve been meaning to tell you» (1974), «The love of a good woman» (1998), «The view from Castle Rock» (2006)]

* * *

Στην Alice Munro το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο δύσκολος δρόμος της Munro προς το Νόμπελ (της Margaret Atwood)

* * *

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

Κράτα το

1 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.