«Κυρία, είμαστε η Λέσχη Μπωντλαίρ…»

Σημειώσεις μιας Φιλολόγου

—της Ρούλας Καλαρά—

baudelaire

Εγώ το Γυμνάσιο το γνώρισα με τη «μεταρρύθμιση Αρσένη», κι έτσι δεν μπορω να πω πώς ήταν πριν. Στα δικά μου χρόνια πάντως, ήταν ένα ανιαρό, αντιπαθητικό σχολείο, με έμφαση στην ποσότητα της ύλης και χωρίς κανέναν απολύτως ουσιαστικό έλεγχο ως προς την ποιότητα των μαθημάτων. Τα περισσότερα από τα φιλολογικά σχολικά βιβλία με τα οποία έπρεπε να δουλέψω ήταν κακά, ανοικονόμητα ως προς την ύλη, συνήθως ακατανόητα για μαθητές 13 και 14 χρονών, και αντιπαθητικά από κάθε άποψη.

Κανείς ποτέ δεν θα επέλεγε στον ελεύθερο χρόνο του να ανοίξει ένα γυμνασιακό βιβλίο της δεκαετίας του 2000. Επιπλέον, οι απαιτήσεις του αναλυτικού προγράμματος που ήσαν υπέρογκες αλλά και η πιστή αναπαραγωγή της ύλης του σχολικού βιβλίου από τους περισσότερους συναδέλφους μου, ξεκίνησαν και καθιέρωσαν αυτή τη φάμπρικα της παπαγαλίας, που οδήγησε τους Έλληνες μαθητές στην αμάθεια και την παντελή αδυναμία σκέψης και προσωπικής κρίσης.

Κι εγώ όπως όλοι λοιπόν, έπρεπε να διδάξω το μάθημά μου με βάση αυτά τα βιβλία και αυτές τις ποσοτικές οδηγίες, να εμπνεύσω —ένας Θεός ήξερε πώς— τους μαθητές μου και να τους ωθήσω να αγαπήσουν το αντικείμενο που τους δίδασκα για να ασχοληθούν οικειοθελώς μαζί του. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι τα παιδιά απλώς αποστήθιζαν τυπικά —και με κόπο— ό,τι έλεγε το βιβλίο και κανείς δεν μάθαινε τίποτα. Σήκωσα ψηλά τα χέρια. Απελπίστηκα. Ο στόχος μου —και το μόνο που με κράταγε σ’ αυτή τη δουλειά— να αγαπήσουν τα παιδιά τα βιβλία και να χαίρονται τη μάθηση, κατέρρεε παταγωδώς…

Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου ήταν η Λογοτεχνία. Ποτέ δεν θεώρησα τη Λογοτεχνία μάθημα. Στο Λύκειο όπου δίδασκα τα προηγούμενα χρόνια, η Λογοτεχνία ήταν πάντα η αφορμή για να ταξιδέψω μαζί με τους εφήβους μου στον κόσμο της ποίησης και να τους ανοίξω την πόρτα για να γνωρίσουν τους μεγάλους ποιητές και να συνεχίσουν μετά μόνοι τους το διάβασμα για την προσωπική τους απόλαυση. Τι μπορούσα να κάνω τώρα με τούτα δω τα μικρά, που ήξεραν μόνο να μαθαίνουν απέξω παραγράφους και να μου τις αραδιάζουν περιμένοντας τη βαθμολογική ανταμοιβή τους;

Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω έναν τρόπο να τα μυήσω στη Λογοτεχνία με τρόπο που να ξεχάσουν την παπαγαλία και το βαθμό και να αρχίσουν να χαίρονται το μάθημα. Και τον βρήκα! Τα θυμάμαι σήμερα και χαμογελάω μόνη μου…Κι όμως, νομίζω, τώρα που τα σκέπτομαι, ότι σιγά σιγά κάποια χορδή άγγιξα και κάτι καλό συνέβη στη ζωή των παιδιών… Αυτή η φάση της ζωής μου ως Φιλολόγου, έχει μείνει στη μνήμη μου σαν μια γλυκιά, γεμάτη γέλιο, φρεσκάδα και απρόοπτα περιπέτεια…

Σκέφτηκα λοιπόν, να μεταφέρω το «μάθημα» εκτός σχολείου και να το μετατρέψω σε ένα είδος κοινωνικής συναναστροφής και πάρτι! Έτσι, μοίρασα τα παιδιά σε …Λέσχες Ποίησης! Σκόπιμα έδωσα τέτοιο…βαρύγδουπο τίτλο στις ομάδες, για να εντυπωσιαστούν, να νιώσουν ότι σε κάτι σπουδαίο συμμετέχουν και να τους ανάψει η περιέργεια. Κάθε Λέσχη είχε το όνομα του Ποιητή του οποίου τα ποιήματα θα διάβαζαν και θα συζητούσαν όταν συγκεντρώνονταν. Λέσχη Ρεμπώ! Λέσχη Μπωντλαίρ! Λέσχη Καρυωτάκη! Λέσχη Καβάφη! Τέτοια. Κάθε Λέσχη περιλάμβανε 5-6 μαθητές και συγκεντρώνονταν στα σπίτια κάποια Σαββατοκύριακα. Κάθε φορά και σε άλλου μαθητή το σπίτι. Στο τέλος της χρονιάς θα παρουσίαζαν τους ποιητές στην τάξη.

Είχα συνεννοηθεί και με τις μαμάδες, που είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα για τους δικούς τους λόγους: τα περισσότερα παιδιά κάθονταν στον υπολογιστή κι έπαιζαν παιχνίδια όλο το Σαββατοκύριακο και δεν είχαν παρέες… Ο κάθε μαθητής λοιπόν είχε αναλάβει να αγοράσει από ένα βιβλίο του ποιητή και να το έχει μαζί του, ενώ ο οικοδεσπότης θα φρόντιζε επιπλέον για το φαγητό και τη μουσική. Σε κάποιες περιπτώσεις θα έβλεπαν και ταινίες με θέμα τη ζωή του ποιητή ή κάτι σχετικό με την εποχή του. Τους είχα δώσει και οδηγίες —για να φτιάξουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα— πριν αρχίσουν να διαβάζουν τα ποιήματα, να δημιουργήσουν ημίφως στο δωμάτιο, να ανάψουν πολλά κεριά, να καθίσουν κάτω γύρω γύρω, να βάλουν χαμηλά και μια ωραία μουσική να ακούγεται και να διαβάζουν χαμηλόφωνα κι όσο πιο ωραία μπορούσαν τους στίχους.

Και ξεκινήσαμε. Ήταν η πρώτη φορά που θα μαζεύονταν οι Λέσχες! Πρώτη φορά και για μένα! Είχα αποφασίσει αρχικά να τους αφήσω μόνους τους, για να νιώθουν πιο άνετα και για να δω κι εγώ πώς μπορούν να λειτουργήσουν. Είχα ορίσει από έναν συντονιστή σε κάθε Λέσχη και τους είχα δώσει τον αριθμό του κινητού μου, για να με ρωτήσουν αν χρειαστούν κάτι. Είναι Σάββατο απόγευμα. Έχω πάει με μια φίλη μου σινεμά στην «Έλλη» — το θυμάμαι ακόμα γιατί έχω ζωντανή μέσα μου τη σκηνή που ακολούθησε. Κοιτάμε απορροφημένες την ταινία, και ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, δίνει σήμα το κινητό για μήνυμα. Σκύβω, το ανοίγω και διαβάζω:

«Κυρία, είμαστε η Λέσχη Μπωντλαίρ. Φάγαμε, ακούσαμε μουσική, κλείσαμε τα μπαντζούρια κι έγινε σκοτάδι, ανάψαμε και τα κεριά που μας είπατε. Τώρα τι να κάνουμε;»

Η άλλη δίπλα μου, ανυποψίαστη για τα περί Λεσχών, τα διάβασε ταυτοχρόνως με μένα, γιατί κάνανε μπαμ τα γράμματα μες στο σκοτάδι, και κόντεψε να πνιγεί. Παρατάμε τσάντες και παλτά στα καθίσματα, βάζουμε το χέρι στο στόμα και τρέχουμε ολοταχώς προς την έξοδο. Οι άλλοι θα νομίσανε ότι πάθαμε κόψιμο! Βγαίνουμε στην Ακαδημίας και αρχίζουμε να γελάμε ακατάσχετα, υστερικά! Σταματάγαμε, κοιταζόμασταν και ξαναρχίζαμε. Και τότε, νάσου κι άλλο σήμα για μήνυμα. Η φιλενάδα μου κρατάει την αναπνοή της. Διαβάζουμε:

«Κυρία, είμαστε η Λέσχη Ρεμπώ. Επειδή διαδόθηκε και στ’ άλλα τμήματα της Τρίτης ότι φτιάξαμε τις Λέσχες, ήθελαν όλα τα παιδιά να δουν τι είναι αυτό και μαζευτήκανε 60 άτομα στο σπίτι μου. Και τώρα έχει ξεσπάσει μεγάλος καβγάς και τα αγόρια πλακώνονται και τα κορίτσια κλαίνε! Σας παρακαλώ, ελάτε αν μπορείτε, γατί οι γονείς μου έχουν φύγει για να μη μας ενοχλούν όταν θα διαβάζουμε τα ποιήματα».

* * *

H Ρούλα Καλαρά θυμάται επεισόδια και σκηνές από τη θητεία της στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, στο οποίο εργάστηκε επί 30 συναπτά έτη. Ιστορίες αστείες, σκληρές, τραγελαφικές, φαιδρές ή στενάχωρες, όπως ακριβώς και το ελληνικό σχολείο που τόσα χρόνια τώρα περιμένει τη μεταρρύθμιση που δεν γίνεται.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  Σημειώσεις μιας φιλολόγου

Το dim/art στο facebook

5 comments

  1. Ιδού πως ξεκινάει μια πραγματική μεταρρύθμιση από τα κάτω. Αν αυτό γινόταν σε επαρκή κλίμακα με την πρωτοβουλία εμπνετυσμένων εκπαιδευτικών, δύο τινά τα επάκολουθούσαν. Είτε θα αντιδρούσε η Συντεχνία και τότε το εναλλακτικό πρότυπο εξ ανάγκης θα έρχονταν στο προσκήνιο, είτε θα αντιδρούσε το αναχρονιστικό Υοπουργείο, οπότε το θέμα θα εγγράφονταν στην πολιτική ατζέντα των κομμάτων. Και στις δύο περιιπτώσεις, η κοινωνία θα άκουγε από τα μέσα της ανανεωτικές φωνές που θα ήταν πιθανότερα να διεγείρουν τα θετικά αντανακλαστικά της. Μπράβο στις πρωτοβουλίες του είδους αυτού γιατί μας δίνουν κάποιες ελπίδες.

    Μου αρέσει!

    1. Πάντως, κ.Σοφούλη, αυτό που σίγουρα μπορώ να πω, είναι ότι κανείς από τους συναδέλφους μου στο Γυμνάσιο δεν με μιμήθηκε αλλά ούτε και με πολέμησε -τουλάχιστον φανερά…Και επίσης, οφείλω να πω ότι οι ανάλογες διδακτικές ενέργειες γίνονταν «κάτω από τα ρανταρ» της αρμόδιας Προϊσταμένης Αρχής αλλά με την κάλυψη και την επιδοκιμασία του φωτισμένου διευθυντή του σχολείου μου…

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.