Ωωωω! Προδοθήκαμε!

sof1

Σημειώσεις μιας Φιλολόγου

—της Ρούλας Καλαρά—

— Κυρία! Κυρία! Ξυπνήστε! Βουλιάζουμε!

Μου κόπηκε η χολή. Άνοιξα με το ζόρι τα μάτια μου. Τέσσερεις νύχτες άγρυπνη, δεν ανοίγανε με τίποτα. Πήγα να πεταχτώ, μπουρδουκλώθηκα στα παπούτσια μου που τα είχα βγάλει, και ξανάπεσα στην πολυθρόνα. Τα πόδια μου ήταν τούμπανο. Με είχανε χτυπήσει τα κωλοπάπουτσα από την πρώτη μέρα! Σάρωσα με το μισάνοιχτο μάτι το σαλόνι του πλοίου: στο βάθος η Τζένη με την Έφη, οι Μαθηματικοί, μια ανεβαίνανε στο ταβάνι, μια πέφτανε κάτω, μαζί με το πάτωμα, το τραπέζι και τον καναπέ. Κατακίτρινες. Στην άλλη γωνία, ο Τάσος ο της Πληροφορικής, κάτασπρος και με τα μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο, κοκκαλωμένος. Παντού, κοπάδια από παιδιά ξερνάγανε και ουρλιάζανε. Κάτι άλλα είχαν πετρώσει στους καναπέδες, όλο μάτια. Πού βρισκόμουνα, Παναγίτσα μου;

Σύρθηκα μισοπεθαμένη μέχρι τους άλλους. Είχαμε πέσει σε καταιγίδα 9 μποφόρ. Το ταξίδι της επιστροφής από τη Ρώμη κατέληγε σε θρίλερ. Το κινητό μου βάραγε ασταμάτητα. Είχα κάνει για χιλιοστή φορά το λάθος να δώσω το νούμερο στις μαμάδες. Ο μπόμπιρας που με είχε ξυπνήσει, κλαίγοντας μου είπε να απαντήσω γιατί ήταν η μαμά του που ανησυχούσε κι αν δεν της μιλούσα, θα νόμιζε πως πνιγήκαμε. Έτσι έμαθα τα καθέκαστα: οι γονείς είχαν πληροφορηθεί για δελτίο θυέλλης στην Αδριατική, είχαν μαζευτεί όλοι σε ένα σπίτι να κάνουνε σύσκεψη και είχαν καταλήξει να πάνε στο Υπουργείο και να καταφέρουν να μιλήσουν με τον καπετάνιο του πλοίου και να του ζητήσουν «να σώσει τα παιδιά τους» αλλάζοντας πορεία και κάνοντας κύκλο. Η μάνα με την οποία μίλησα ούρλιαζε μέσα στ’ αυτί μου. Την καθησύχασα λέγοντας ό,τι μου κατέβαινε στο μυαλό. Ότι όλα είναι κανονικά και τίποτα το ασυνήθιστο γι’ αυτή τη διαδρομή δεν συμβαίνει. Κι εδώ που τα λέμε σήμερα, μάλλον έτσι ήταν.

Κρατημένοι απ’ όπου μπορούσαμε για να μην κουτρουβαλιαστούμε, βοηθήσαμε το προσωπικό να καθαρίσει ό,τι είχαν βγάλει τα παιδιά από το στομάχι τους (φυσική συνέπεια, αφού όλο το βράδυ στην τραπεζαρία είχαν φάει το καταπέτασμα) και προσπαθήσαμε να τα πείσουμε να πάνε να ξαπλώσουν στις καμπίνες τους. Μερικά είχαν κολλήσει απάνω μας και δήλωναν ότι θα μείνουν μαζί μας, για να μας βλέπουν. Αποφασίσαμε εγώ κι ο Τάσος να καθίσουμε στο σαλόνι μαζί με όποιους άλλους ήθελαν. Η αλήθεια είναι ότι δεν το αποφασίσαμε καν. Είχαμε και οι δυο κλειστοφοβία και η ψυχή μας είχε πάει στην Κούλουρη από το φόβο και δεν υπήρχε περίπτωση να κλειστούμε στις καμπίνες! Σαν ζόμπι στο σαλόνι, λοιπόν, σαν κλώσες με τα παιδάκια μαζεμένα γύρω μας! Από πέντε καφέδες ήπιαμε μέχρι να ξημερώσει. Το διάβασμα ήταν το καταφύγιό μας, για να μην κοιτάμε γύρω μας. Ένα ολόκληρο αστυνομικό με τον Σέρλοκ διαβάσαμε και οι δυο μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά, μετά από τις διπλάσιες ώρες λόγω της αλλαγής πορείας που απαίτησαν οι γονείς…

Σχολικές εκδρομές. Ένα βιβλίο που, αν γραφτεί ολόκληρο, θα μάθει ο κόσμος μια άγνωστη πλευρά της σχολικής ζωής, που μόνο οι μαθητές και οι συνοδοί γνωρίζουν πλήρως· μια γλυκόπικρη ιστορία, για γέλια και για κλάματα — κι όταν έχουν περάσει όλα, μόνο για γέλια. Μια ιστορία-σελήνη, με φανερές και αθέατες όψεις, που μόνο εμείς γνωρίζουμε, ένοχοι και συνένοχοι, δράστες και προστάτες, μια μεγάλη αλησμόνητη παρέα. Με δυο λόγια, μια ιστορία «Φτου, ξελευτερία!»

Οι σχολικές εκδρομές είναι προαιρετικές για τους καθηγητές. Μόνο αν θελήσουν οι ίδιοι συνοδεύουν. Και αν δεν βρεθούν συνοδοί, η εκδρομή δεν γίνεται. Λίγοι το ξέρουν αυτό. Ούτε τα ίδια τα παιδιά, όταν κάνουν αποχή στην αυλή, ζητώντας «Εκδρομή! Εκδρομή!» Αν διαβάσει κανείς τη νομοθεσία με τις ευθύνες και τις συνέπειες για τους συνοδούς, δεν πρόκειται να αναλάβει ποτέ να συνοδεύσει εκδρομή. Υπάρχουν πάρα πολλοί καθηγητές που δεν συνόδευσαν ποτέ σε ολόκληρη την καριέρα τους. Υπάρχουν και άλλοι, που όχι απλώς συνοδεύουν αλλά θεωρούν τις εκδρομές ως ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της σχολικής ζωής, και τις σχεδιάζουν, τις οργανώνουν και τις πραγματοποιούν με κέφι ίδιο με των παιδιών. Ανήκω στους δεύτερους, όπως και ολόκληρη η παρέα του υπόγειου καπνιστηρίου! Καθόλου τυχαίο αυτό…

Οι σχολικές εκδρομές που συνόδευσα: μια σειρά από ταινίες με σκηνές ποικίλου περιεχομένου, όλες αξέχαστες.

Έχω ξεχάσει νύχτα στο Αγρίνιο μαθήτρια, που κατέβηκε μαζί με άλλους για κατούρημα, όταν εγώ, η υπεύθυνη του πούλμαν, κοιμόμουνα εξουθενωμένη και κανείς δεν μέτρησε πόσοι φύγανε και πόσοι γυρίσανε. Την ανακαλύψαμε στο μέτρημα στο Αντίρριο και γυρίσαμε πίσω πεθαμένοι για να τη βρούμε. Την είχε βρει πρώτη η Αστυνομία και δεν μας την έδινε για να μας τιμωρήσει…

Μου έχουν κλέψει το πορτοφόλι μου, με λεφτά και έγγραφα, εύποροι μαθητές μου απο Λυκειο της Πανόρμου, σε πενταήμερη στην Κέρκυρα, όπου παράτησα την εκδρομή κι έτρεχα να ειδοποιήσω τους δικούς μου και να ψάχνω να βρω ταχυδρομείο να περιμένω την επιταγή. Τότε ήταν που ορκίστηκα, πικραμένη, να μην ξανασυνοδεύσω πολυήμερη εκδρομή. Τον επόμενο χρόνο, πρώτη και καλύτερη!

Έχω κοιμηθεί σε ξενοδοχείο στην Κατερίνη, σε ράντζο στο δωμάτιο πέντε αγοριών, όταν ανακαλύψαμε μαθήτριες να προσπαθούν να μπουν μέσα απ’ το μπαλκόνι…

Έχω κλάψει σε διαδρομή από τη Φλωρεντία μέχρι τη Βενετία, γιατί με έβρισαν «ψεύτρα και συκοφάντισσα» δεκαπεντάχρονες μαθήτριές μου, επειδή τις «ενοχοποίησα άδικα» για κάπνισμα, μέσα σε ένα κουπέ ντουμανιασμένο απ΄τον καπνό και τον επιστάτη του τραίνου να περιμένει απ’ έξω να κόψει το πρόστιμο…

Έχω απομείνει μόνη μου με οχτώ μαθητές και μια καθηγήτρια για ξενάγηση στα αγάλματα της Piazza della Signoria, από ένα γκρουπ εξήντα μαθητών. Έχω ακόμα τη φωτογραφία και την κοιτάζω και τους μετράω… Τους υπόλοιπους τους βρήκαμε αργότερα να διασκεδάζουν τρώγοντας κάτι παγωτά χωνάκια μισό μέτρο μήκος και αγοράζοντας από πέντε ρολόγια ο καθένας. Δεν μου μιλούσανε για ώρες, χολιασμένοι γιατί τους μάλωσα…

Έχω διασωθεί και με το γέλιο έσωσα κι άλλους από εγκεφαλικό, όταν μαθητής μας εμφανίστηκε κουνιστός και λυγιστός στην τραπεζαρία για πρόγευμα, με βαμμένα χείλη και μάτια, φορώντας μίνι καρώ φουστίστα, ψιλή κάλτσα και τακουνάκι στιλέτο. Ακόμα θυμάμαι το συνάδελφο που εκσφενδονίστηκε πρώτα ο ίδιος από τη θέση του και μετά εκσφενδόνισε τον …φουστωμένο!

Σε μια άλλη εκδρομή, στα Γιάννενα, ο διευθυντής που ήταν μαζί μας, αφού χρησιμοποίησε όλα τα μέσα της… πειθούς, έστησε ολόκληρη παράσταση: είπε στους παραβάτες να ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους, για να επιστρέψουν μόνοι τους στην Αθήνα αεροπορικώς, ενώ οι υπόλοιποι θα συνεχίζαμε την εκδρομή μας. Δεν τον πολυπίστεψαν, αλλά ετοίμασαν τις βαλίτσες για την πλάκα. Μπήκαμε όλοι στα πούλμαν και ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο. Τότε άρχισαν να σοβαρεύουν. Φτάσαμε, τους είπαμε να κατέβουν -μόνο αυτοί- κατέβασε ο οδηγός και τις βαλίτσες τους, κατέβηκαν κι αυτοί άλαλοι, και τότε άρχισαν να κλαίνε γοερά και γονατίσανε ζητώντας συγγνώμη. Φυσικά, γυρίσαμε όλοι μαζί πίσω και συνεχίσαμε γελώντας. Και πιο πολύ γελάγανε οι… Ιουλιανοί, ανακουφισμένοι και ευτυχείς.

Ένα άλλο που θυμάμαι και γελάω μόνη μου, είναι ένα επεισόδιο από εκδρομή στο Ξυλόκαστρο. Δεν βρήκαμε ένα κανονικό ενιαίο ξενοδοχείο και μοιραστήκαμε σε διάφορα μπανγκαλόους. Έτσι, μπερδευτήκαμε και ούτε ξέραμε πού είναι τα αγόρια και πού τα κορίτσια. Φτάνουν μεσάνυχτα και τρέχουμε οι έρμοι να ελέγξουμε τα δωμάτια. Παντού πριν από μας τρέχανε διάφορες σκιές και εξαφανίζονταν στις γωνίες! Ένας δυστυχής δεν πρόλαβε! Και στο δωμάτιο της… σημαιοφόρου του σχολείου βρίσκουμε το αγόρι της κρυμμένο στην ντουλάπα. Πάλι δεν κοιμηθήκαμε. Περιπολούσαμε μέχρι το πρωί…

Γενικά, στις σχολικές εκδρομές, οι συνοδοί δεν κοιμούνται. Άγρυπνοι στους διαδρόμους… Στη Βενετία, είχαμε βάλει καρέκλες στις δυο άκρες των διαδρόμων και καθόμασταν σκοπιά με βάρδιες μέχρι το πρωί. Θυμάμαι τον Τάσο απέναντί μου στην άλλη άκρη, με το βιβλιαράκι στα γόνατα, να τον παίρνει ο ύπνος και να πέφτει απ’ την καρέκλα.

Το γκραν φινάλε των εκδρομών μου έγινε σε εκδρομή στα Μετέωρα. Στην Καλαμπάκα ήταν μαύρη ερημιά. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι σε κάθε εκδρομή σε ελληνική επαρχία, είχαμε «έθιμο» τη μια βραδιά να πηγαίνουμε τα παιδιά σε ντίσκο και την άλλη σε κέντρο με ελληνική μουσική, για να κάνουμε το κέφι σε όλα τα γούστα. Στην Καλαμπάκα όμως, δεν υπήρχε τίποτα! Έπεσε μαυρίλα και πλήξη στα δωμάτια… Έτσι, σκεφτήκαμε να οργανώσουμε μόνοι μας τη βραδιά σε αίθουσα του ξενοδοχείου. Πράγματι, υπήρχε μια μεγάλη κλειστή αίθουσα στα υπόγεια, με ηχεία, φωτισμούς και πίστα. Τότε μου ήρθε η ιδέα: σε ένα τμήμα της Τρίτης που δίδασκα Αρχαία από μετάφραση, στο δεύτερο τρίμηνο, αντί να κάνουμε τους Όρνιθες από το βιβλίο, τους παριστάναμε με δρώμενα μέσα στην τάξη, (όπως στο πρώτο τρίμηνο παίζαμε την Ελένη φορώντας την κουρτίνα και τις χρωματιστές πασμίνες). Τους έβαζα σ’ ένα κασετόφωνο τέρμα την υπέροχη μουσική του Χατζιδάκι από τους Όρνιθες του Κουν, είχα σκεφτεί και μια αυτοσχέδια «χορογραφία», με παιδιά-πουλιά κουρνιασμένα κι ακίνητα πάνω στα θρανία-φωλιές, που ξαφνικά ξυπνάνε και πετάγονται και κάνουν την «επίθεση των πουλιών» με διάφορες γνωστές τους κινήσεις από παιδικά παιχνίδια, όπως το «ζουμ, ζουμ, οι μέλισσες περνούν», «βαρελάκια» και «σκοινάκι», καθώς και διάφορα είδη φτερουγισμάτων, τραγουδώντας όλοι μαζί «Πού, πού, πού, πού, πού, πού ‘ν’ αυτός; / Τι, τι, τι, τι, τι, τι, τι, τι, ‘ν’ η αιτία;» Η μεγάλη μας σκηνή ήταν όταν φτάναμε στο «Προδοθήκαμε! Πάθαμε ανόσια!», οπότε και άρχιζαν να κοπανιώνται και να τραβάνε τα μαλλιά τους και να σκίζουν τα μάγουλά τους χορεύοντας απελπισμένα!

Εκτός από την επίθεση των πουλιών, είχαμε μάθει και παίζαμε στην τάξη και τα «τιο, τιο, τιο, τiγξ» και «Ω καλή μου ξανθιά». Τα παιδιά, ως συνήθως, ενθουσιασμένα που δεν κάναμε κανονικό μάθημα, έδιναν τα ρέστα τους σε φαντασία και χορευτικές κινήσεις πουλιών διαφόρων ειδών. Ήταν ένα πραγματικό ευφρόσυνο πανηγύρι.

Αυτά τα νούμερα λοιπόν, σκέφτηκα να τα παρουσιάσουμε στο υπόγειο, έτσι ξαφνικά και χωρίς να το γνωρίζει κανείς άλλος. Η Τρίτη είχε 90 παιδιά, οι 25 ήσαν οι δικοί μου. Το οργανώσαμε κρυφά στα δωμάτιά τους. Ό,τι χρωματιστό πανί υπήρχε στις βαλίτσες το χρησιμοποιήσαμε. Μέχρι και φτερά αποκριάτικα και μάσκες και χάρτινα καπέλα με πούπουλα βρήκαμε σ’ ένα ψιλικατζίδικο, γιατί πριν από λίγες μέρες ήταν οι Απόκριες! Πρόβα δε χρειαζόταν να κάνουμε, γιατί τα ήξεραν νερό. Εγώ είχα μέσα στην τσάντα μου ξεχασμένη κατά λάθος την κασέτα από τους Όρνιθες. Αυτή, εξ άλλου, ήταν και η αφορμή για να σκεφτώ το χάπενινγκ. Συνεννοήθηκα με έναν υπεύθυνο του ξενοδοχείου για τους υποβλητικούς φωτισμούς και τη μουσική… και το χάππενινγκ εγένετο.

Το θέαμα ήταν απίστευτο και δεν περιγράφεται με λόγια. Όλοι οι υπόλοιποι, μαθητές και καθηγητές, απροετοίμαστοι και ανυποψίαστοι, στην αρχή έμειναν άναυδοι και μετά έπεσαν κάτω σφαδάζοντας από τα γέλια με αυτά που έβλεπαν να γίνονται ξαφνικά στην πίστα: κάτι χοντρούληδες, με κόκκινα φτερά και μεταξωτά, λικνιζόμενα καμαρωτά παγώνια, άλλοι, ζωηρές και χοροπηδηχτές σουσουράδες, κοτσύφια και σπουργίτια, άλλοι, μαύρες καρακάξες και κουρούνες, όλα τα κορίτσια κύκνοι και αηδόνες, κάτι ντροπαλά αγοράκια, κουκουβάγιες ακίνητες να κουνάνε μόνο το κεφάλι, μες στον οργασμό των κινήσεων των υπολοίπων… Και όλοι μαζί να σουρομαδιώνται: «Ωωωωω! Προδοθήκαμε!»

Δυο καθηγήτριες, η Φυσικός και η Υποδιευθύντρια, κατουρηθήκανε απ’ τα γέλια και πήγανε στα δωμάτια να αλλάξουνε.

Το επόμενο πρωί ανεβήκαμε για προσκύνημα στα Μοναστήρια…

* * *

H Ρούλα Καλαρά θυμάται επεισόδια και σκηνές από τη θητεία της στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, στο οποίο εργάστηκε επί 30 συναπτά έτη. Ιστορίες αστείες, σκληρές, τραγελαφικές, φαιδρές ή στενάχωρες, όπως ακριβώς και το ελληνικό σχολείο που τόσα χρόνια τώρα περιμένει τη μεταρρύθμιση που δεν γίνεται.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  Σημειώσεις μιας φιλολόγου

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο

3 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.