—του Στέλιου Φραγκούλη— Μιλάς, η απουσία κρέμεται στο τσιγκέλι. Σαν το -1 σου καπνίζεις τρία πακέτα την ημέρα. Άνοιξα τον καταψύκτη, αυτός ο παγωμένος Άδης,

—του Στέλιου Φραγκούλη— Μιλάς, η απουσία κρέμεται στο τσιγκέλι. Σαν το -1 σου καπνίζεις τρία πακέτα την ημέρα. Άνοιξα τον καταψύκτη, αυτός ο παγωμένος Άδης,
—του Στέλιου Φραγκούλη— Το βαγόνι ταρακουνιόταν στις στροφές και τ’ ανθρώπινα μέλη αιωρούνταν. Κάπου, κάπου σήκωνα το βλέμμα. Μού έκανε εντύπωση η Σλάβα κυρία στο
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ένα παιδί… Σαν αυτό που περιμένοντας τον κρεοπώλη (παλιά τον λέγαμε χασάπη) να ετοιμάσει την παραγγελία, χαζεύει τα γδαρμένα ζώα, παρατηρεί τις
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μιλάς με συγκατάβαση, το πρόσωπο σε απωθεί σαν ωμό αυγό. Κρύβοντας την αποστροφή σου γιατί φιλοξενεί το Σώμα, είναι η αίσθηση ότι
—του Στέλιου Φραγκούλη— Κάποτε θα είμαι μια μακρόσυρτη δύση που θα κοκκινίζει τις ριγέ πιτζάμες ενός γέρικου ανθρώπου. Ένα πουλάκι μπήκε χτες στην κουζίνα και
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μέσα στο τελειωμένο περιβόλι, το σκιάχτρο ρίχνει τον ίσκιο του. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε κι ο Σεπτέμβρης. Του χρόνου πάλι, θα ‘ρθουν