—του Διονύση Νοταράκη—
Απεχθάνομαι την μελλοντολογία, μπορώ ωστόσο να είμαι σίγουρος για ένα πράγμα: μια μέρα, αργά ή γρήγορα (μάλλον αργά), θα επαναπροσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο η εγχώρια διανόηση, η ακαδημαϊκή κοινότητα και η καθ’ ημάς Αριστερά σκέφτεται για το λαϊκό τραγούδι. Το έργο αυτό το έχουμε ξαναδεί· το 1949, ο Μάνος Χατζιδάκις
δίνει την πασίγνωστη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο με τίτλο «Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού». Η αποκαθήλωση του λαϊκού —ρεμπέτικου, εν τοιαύτη περιπτώσει— τραγουδιού δεν έγινε μέσα μία νύκτα όμως. Χρειάστηκαν οι πολυεπίπεδες παρεμβάσεις μια προσωπικότητας με κύρος στο εθνικό ακροατήριο, το πείσμα ενός αιρετικού ερευνητή, του Ηλία Πετρόπουλου, η στροφή του Μίκη Θεοδωράκη και αρκετές δεκαετίες για να εισέλθει το μουσικό αυτό είδος τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους και στα σαλόνια της διανόησης όσο και στα απόρθητα κάστρα της Αριστεράς. Και οι τρεις αυτοί χώροι, συχνά επικαλυπτόμενοι, ανακάλυψαν με τον επιβεβλημένο ετεροχρονισμό που τους διέπει αυτό που ο Χατζιδάκις, ήδη από το 1949, είχε διατυπώσει «Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία»[1]. Φυσικά δεν ήταν μόνο το μουσικό ιδίωμα που άσκησε γοητεία στο νεαρό τότε συνθέτη, παρά ολόκληρη η ατμόσφαιρα της εποχής της οποίας κατεξοχήν ίσως εκφραστής ήταν το τραγούδι. Αμφότερα όμως, όταν με κόπο αποκαθηλώθηκαν, ήταν ήδη νεκρά.
Αγνοώ το πώς προσέγγιζε ή τότε διανόηση και πώς ερμήνευαν την εποχή και τα πολιτισμικά προϊόντα της οι τότε
ακαδημαϊκοί, είμαι σχεδόν σίγουρος όμως πως, αν δεν στάθηκαν εχθρικά απέναντί της, σίγουρα θα τη προσπέρασαν με υπεροψία. Φαντάζομαι ακόμα πως η μεταγενέστερη ρήση του Ηλία Πετρόπουλου, την οποία όμως υπηρετούσε με πίστη από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας πως «[η] επίσημη ιστορία γράφεται τόσο στις μικρές αγγελίες στις εφημερίδες των συνοικεσίων όσο και στα πεδία των μαχών και στα ημερήσια δελτία των χρηματιστηρίων» [2] δεν θα έβρισκε και πολλά ευήκοα ώτα. Και γιατί όχι; Δεν ξέρω αν τα ταγκό και τα εύπεπτα βαλσάκια ήταν περισσότερο προτιμητέα σε αυτούς τους κύκλους, το Κόμμα πάντως, αν εμπιστευτούμε την γλαφυρή περιγραφή του Χρόνη Μίσσιου, σίγουρα έπραξε κατ αυτόν τον τρόπο. Γράφει ο Μίσσιος: «Λούμπεν στοιχείο. Ξέρεις τι θα πει λούμπεν στοιχείο ρε; (…) Μια ζωή, ρε, οι κερχανατζήδες μας μπαφιάσανε πως ήταν ανήθικο να ακούμε μπουζούκι και γενικά ρεμπέτικα τραγούδια, και πολύ περισσότερο να τα τραγουδάμε, διότι ήταν, λέει,
τραγούδια της παρακμής και της απαισιοδοξίας. (…) Μας μπαφιάσανε στο καλαματιανό, στο αργεντίνικο ταγκό και στις γλυκανάλατες καντσονέτες. Όλο παράνομα και ζούλα, με χίλιες ενοχές, να ψιλοπιάσουμε κάνα Τσιτσάνη, κάνα Βαμβακάρη… Και πώς να ξεδώσεις, μωρ’ αδερφέ μου, με το Ξένοιαστα παίζουνε κρυφτούλι στις ανθισμένες κερασιές, ή με το Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά; Πώς να ξεδώσεις και πώς να πεθάνεις χωρίς μεράκι και χωρίς πάθος;»[3]
Οι τρείς χώροι που αναφέρονται πιο πάνω —και εδώ θα άξιζε να γίνει μια μελέτη με όρους πολιτισμικού κεφαλαίου— φαίνεται να μην έχουν διδαχθεί τίποτα από το παρελθόν τους. Το λαϊκό τραγούδι τού σήμερα, μαζί με όσους αυτό εκφράζει, αντιμετωπίζεται με την ίδια καχυποψία, αν όχι έχθρα,[4] που κατά τη δεκαετία του 1940 αντιμετωπιζόταν το ρεμπέτικο· και είναι στα μάτια τους, αν μπορούμε να προβούμε σε μια τέτοια γενίκευση, ένα προϊόν δύο ταχυτήτων: υπάρχει το «καλό» και το «κακό» λαϊκό τραγούδι. Πλάι στο «καλό» λαϊκό τραγούδι, που έχει ρίζες στην παράδοση του —μέχρι προ λίγων δεκαετιών, περιθωριακού— ρεμπέτικου, πορεύεται το «έντεχνο». Και φυσικά, για άλλη μια φορά, διανόηση, ακαδημαϊκή κοινότητα και Αριστερά προτιμούν ένα μουσικό ύφος που μπορεί να περνά απαρατήρητο κάπου στο background. Όπως σημείωσε ο Ηλίας Κανέλλης: «κυρίαρχο χαρακτηριστικό των τραγουδιών αυτού του τύπου, που συγκέντρωσαν τους πάντα υποτίθεται αντιστασιακούς της παράδοσης, είναι, εκτός της κλαψούρας (που χρειάζεται για να διαφοροποιείται από την καψούρα του σκυλάδικου, είδος συγγενές, αλλά και εχθρικό, διότι συγκεντρώνει τους αντιστασιακούς της Δεξιάς), και η ποιητική ασάφεια. Ευνόητο υφολογικό εύρημα. Η ασάφεια, πασπαλισμένη με ποιητική διάθεση και ευαισθησία ψυχής, δείχνει και προσπελάζει εύκολα μεγαλύτερα ακροατήρια, που έμαθαν να διαμορφώνουν απόψεις χωρίς να χρειάζεται να τις ταυτίσουν με γνώση και ορθό λόγο, δηλαδή με διανοητική κούραση.» [5]
Θεωρώ πως η σκληρή κριτική του Ηλία Κανέλλη θα καλύψει σε έναν βαθμό τον μελλοντικό μελετητή κοινωνικής ιστορίας, καθώς έχω πολύ μεγάλες αμφιβολίες για το πόσο σημαντικό υλικό θα μπορέσουν να αποτελέσουν οι σημερινοί γλυκανάλατοι βάρδοι της λυγμικής «διανόησης» και της κρατικοδίαιτης προόδου. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα έχει ο Γιώργος Μαζωνάκης. Έτυχε αυτές τις μέρες να ακούσω και πάλι το Gucci Φόρεμα, που κυκλοφόρησε εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, το 2004. Ακούγοντας το σήμερα, κατά τη διάρκεια της ύφεσης, δεν μπορώ να βρω άλλο κομμάτι που να περιγράφει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τα χρόνια της ευημερίας των δανεικών. Καταναλωτισμός και ματαιοδοξία, σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, έλξη από το χρήμα, οριοθετημένες περιοχές και σκληρή διαστρωμάτωση εντός του αθηναϊκού αστικού τοπίου (segregation), παρασιτικός βίος και απραγία, αξιακοί κώδικες — είναι λίγα από αυτά που προλαβαίνω να σημειώσω ακούγοντας το κομμάτι. Και, φυσικά, άλλα τόσα θα βρεθούν μελετώντας το video clip — στα ατού αυτής της εποχής μας είναι ότι, ανάμεσα στα συντρίμμια της, θα βρεθεί και μια πλειάδα εικόνων. Ο μελετητής θα διαπιστώσει ακόμα τις ομοιότητες ανάμεσα στο κομμάτι αυτό και το προερχόμενο εξ Αμερικής hip hop και θα κάνει λόγο για cultural flows λίγο ως πολύ ό,τι έκαναν όσοι σύνδεσαν το ρεμπέτικο με τα blues.
Το γεγονός πως όλα τα παραπάνω μπορεί να διαπιστωθούν δεν σημαίνει οι τάσεις που περιγράφηκαν πρέπει να αντιμετωπίζονται εξωραϊστικά, εξιδανικευτικά ή χωρίς κριτική διάθεση ένθεν κακείθεν. Ο διαχωρισμός όμως ανάμεσα σε προϊόντα υψηλής και χαμηλής —κατ’ αντιστοιχία ελιτίστικης και μαζικής— κουλτούρας αφενός δημιουργεί στεγανά και αναπαράγει στερεότυπα αφετέρου μας αποπροσανατολίζει από το να έχουμε μια στοιχειώδη επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς τόσο τα πολιτισμικά προϊόντα όσο και οι φορείς τους μπορεί να αποτελούν χρήσιμους δείκτες τάσεων. Οι αφορισμοί του παρελθόντος πληρώθηκαν ακριβά· δεν ακούστηκε αρκετά ο παλμός της κοινωνίας — κι από την άλλη, όταν ήρθε η στιγμή της επανεκτίμησης ήταν μάλλον αργά. Φυσικά δεν τρέφω καμία ψευδαίσθηση πως αν αντιμετωπιζόταν με περισσότερη σοβαρότητα ένα σουξέ του 2004 η κατάσταση σήμερα θα ήταν διαφορετική. Ίσως όμως να ήμασταν περισσότερο υποψιασμένοι και σίγουρα περισσότερο ανοιχτοί.
* Ο Διονύσης Νοταράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.


Σχολιάστε