Το εξώφυλλο του Rolling Stone με τον βομβιστή της Βοστώνης διχάζει την κοινή γνώμη
—της Μαρίας Τσάκος—
Το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, το περιοδικό Rolling Stone έδωσε στη δημοσιότητα το εξώφυλλο του επόμενου τεύχους του μαζί με μία σύντομη παράγραφο από το εκτενές ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Janet Reitman που αποτελεί και το κεντρικό άρθρο του. Στο εξώφυλλο εμφανίζεται η φωτογραφία ενός όμορφου, σεμνού νεαρού με τη λεζάντα: «Ο ΒΟΜΒΙΣΤΗΣ: Πώς ένας δημοφιλής και πολλά υποσχόμενος μαθητής, παραμελημένος από την οικογένειά του βρήκε καταφύγιο στον ριζοσπαστικό Ισλαμισμό και μεταμορφώθηκε σε τέρας». Η αγγελική μορφή με τα σγουρά μαλλιά και το ήρεμο βλέμμα ανήκει στον δεκαεννιάχρονο Τσετσένο Dzhokhar Tsarnaev, στον άνθρωπο ο οποίος κατηγορείται ότι τρεις μήνες νωρίτερα προκαλέσε τον θάνατο ή τον ακρωτηριασμό δεκάδων ανυποψίαστων θεατών στη γραμμή τερματισμού του Μαραθωνίου της Βοστώνης.
Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν ήταν καταιγιστικές: μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η ιστοσελίδα του περιοδικού αλλά και η σελίδα του στο Facebook γέμισαν από χιλιάδες επικριτικά ή ακόμα και υβριστικά σχόλια αναγνωστών, ενώ κάποιες αλυσίδες διανομέων Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν πως το τεύχος αυτό δε θα είναι διαθέσιμο στα καταστήματά τους. Ο δήμαρχος της Βοστώνης, σε σύντομη επιστολή που απευθύνει στο περιοδικό εγκαλώντας το για την απόφασή του αυτή, μιλά για τις οικογένειες και τους φίλους των θυμάτων, για τους εθελοντές, τo ιατρικό προσωπικό και όλους όσους προσέφεραν βοήθεια, και καταλήγει λέγοντας: «Οι επιζήσαντες της επίθεσης της Βοστώνης είναι εκείνοι που αξίζουν να γίνουν κεντρικό άρθρο και εξώφυλλο του Rolling Stone, αν έχω κι την αίσθηση πως το Rolling Stone πλέον δεν τους αξίζει».
Μέσα σε λίγες μόλις ώρες χύθηκαν κιλά μελάνης σχετικά με το θέμα στον αμερικάνικο και στον παγκόσμιο Τύπο, με την πλειονότητα των απόψεων που διατυπώνονται να είναι κατά της απόφασης του Rolling Stone να βάλει στο εξώφυλλό του την εικόνα ενός υπόδικου τρομοκράτη, ανεξαρτήτως της οπτικής γωνίας του άρθρου της Reitman. Το περιοδικό αναγκάστηκε να αναρτήσει το πλήρες άρθρο δύο μέρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη μέρα, σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τις αντιδράσεις. Το άρθρο ξεκινά με το εξής επεξηγηματικό σημείωμα εκ μέρους της συντακτικής ομάδας:
«Αισθανόμαστε βαθιά θλίψη για τα θύματα της βομβιστικής ενέργειας του Μαραθωνίου της Βοστώνης και συμπάσχουμε με τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Το κεντρικό άθρο αυτού του τεύχους δημοσιεύεται στα πλαίσια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και της πάγιας πολιτικής του Rolling Stone να καλύπτει με τρόπο σκεπτόμενο και σοβαρό κάθε σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό γεγονός των ημερών μας. Το γεγονός ότι ο Dzhokhar Tsarnaev είναι νεαρός, το ότι ανήκει, με άλλα λόγια, στην ηλιακή ομάδα των κατ΄εξοχήν αναγνωστών μας, καταστά ακόμα πιο σημαντικό για εμάς το να εξετάσουμε τα δύσκολα θέματα που προκύπτουν και να αποκτήσουμε μια πληρέστερη κατανόηση των παραγόντων που οδηγούν σε μια τέτοια τραγωδία».
Η Reitman, έχοντας μιλήσει με δεκάδες ανθρώπους που γνωρίζουν τον νεαρό φερόμενο ως δράστη, σκιαγραφεί το πορτρέτο του με μεγάλη λεπτομέρεια και επιχειρεί να αναδείξει τους λόγους εκείνους που ίσως οδήγησαν έναν νεαρό μετανάστη —ο οποίος, ας σημειωθεί επιπλέον, γαλουχήθηκε ως μέλος μιας ασυνήθιστα ανοικτής και ανεκτικής κοινωνίας όπως αυτή της Βοστώνης—, να στραφεί ενάντια στους ανθρώπους που υπήρξαν σύντροφοι, συμμαθητές, μέντορες και φίλοι.
Το άρθρο παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, όμως για τις ανάγκες αυτού του σύντομου κειμένου δε θα σταθούμε σε αυτό, παρά μόνον όσο χρειάζεται για να συστήσουμε την ανάγνωσή του.
Αυτό που παρουσιάζει το μεγάλο ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή είναι οι αντιδράσεις στο εξώφυλλο και ο διάλογος που με αφορμή το εξώφυλλο ανοίγει μεταξύ αναγνωστών αλλά και σχολιαστών. Πού σταματάει η ελευθερία έκφρασης; Θα πρέπει να υπάρχει δεοντολογικό ή ηθικό κώλυμα στην παρουσίαση της εικόνας ενός —φερομένου ως— εγκληματία ή τρομοκράτη στο εξώφυλλο του περιοδικού που αποτελεί σύμβολο της νεανικής, εικονοκεντρικής, ποπ κουλτούρας; Οι επικριτές του περιοδικού έσπευσαν να τονίσουν την ομοιότητα της φωτογραφίας —αλλά και της ίδιας της μορφής— που εμφανίζεται στο εξώφυλλο με την αντίστοιχη διάσημη του Jim Morisson. Ας σημειωθεί, πως η ίδια ακριβώς φωτογραφία εμφανίστηκε τους μήνες που προηγήθηκαν στο εξώφυλλο τόσο των New York Times όσο και της Washington Post, χωρίς, όμως, να προκαλέσει αντιδράσεις. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι πρόκειται για περίπτωση “juxtapositioning”. Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις αφορούν όχι τόσο τη φωτογραφία αυτή καθαυτή, όσο το ύφος και τη θέση που κατέχει στην τρέχουσα κουλτούρα το περιοδικό που τη φιλοξενεί: Στο εξώφυλλο του Rolling Stone ο αναγνώστης αναμένει να συναντήσει ροκ σταρ και προσωπικότητες του θεάματος, ο συνειρμός που δημιουργήθηκε, συνεπώς, ήταν πως το περιοδικό —είτε ηθελημένα, είτε ακούσια— ανάγει τρόπον τινά τον νεαρό σε ήρωα και δικαιολογεί ή εξωραΐζει τα κίνητρα της αποτρόπαιης πράξης για την οποία κατηγορείται.
Εκείνοι που υπερασπίζονται την απόφαση του περιοδικού υπενθυμίζουν ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το Rolling Stone έχει παρόμοιο εξώφυλλο. Το 1970 κάτω από το παγκοσμίως αναγνωρίσιμο λογότυπο του περιοδικού βρέθηκε ο κατά συρροήν δολοφόνος Charles Manson, ο οποίoς με το όμορφο και αθώο παρουσιαστικό του, με ένα προφίλ που δεν έδειχνε να συνάδει με τα στιγερά εγκλήματα τα οποία διέπραξε, αλλά και με τον νοσηρό έρωτα τον οποίο ενέπνευσε ακόμα και αφότου κρίθηκε ένοχος για αυτά, φαίνεται, ομολογουμένως, να έχει πολλά κοινά με τον νεαρό Τσετσένο. Βεβαίως, έχουν μεσολαβήσει πάνω από σαράντα χρόνια από εκείνο το εξώφυλλο.
Η συζήτηση είναι ενδιαφέρουσα, τα επιχειρήματα που μπορεί να προτάξει κανείς υπέρ της μίας ή της άλλης θέσης είναι αρκετά, τα κίνητρα —πάντα— διφορούμενα. Επιλέγουμε να κλείσουμε με την συμπερασματική παράγραφο του σημερινού άρθρου του Ian Crouch στο πάντα εξαιρετικό New Yorker, υιοθετώντας την:
«Είναι γεγονός, όμως, πως το βιτριόλι και η στενομυαλιά πολλών στο διαδίκτυο οι οποίοι αντέδρασαν στο εξώφυλλο του Rolling Stone, προτού καν διαβάσουν το ίδιο το άρθρο, αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα του αντίκτυπου που είχαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα: του πολέμου που ξεκίνησε κατά της ελευθερίας έκφρασης αλλά και κατά της υποχρέωσης που έχουμε να αναζητήσουμε και να εξετάσουμε όλα τα πραγματικά γεγονότα· και της αυτολογοκρισίας που χαρακτηρίζει πλέον κάθε έκφραση του πολιτισμού μας ως αντίδραση στην τραγωδία και η οποία επιβάλλει ορισμένες αντιδράσεις ως ορθές, απορρίπτοντας άλλες a priori ως κακόγουστες ή ως μη αποδεκτές. Τα θύματα του Μαραθωνίου της Βοστώνης αξίζουν την προσοχή μας, θα συνεχίσουν να είναι παραδείγματα εγκαρτέρησης και να μας δείχνουν τις καλύτερες πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Κάποιος όμως πρέπει να μιλήσει και για τις σκοτεινές ιστορίες πίσω από την βομβιστική ενέργεια. Και εμείς πρέπει να τις ακούσουμε».



Σχολιάστε