Η Maria Lassnig, μια από τις σπουδαίες εκπροσώπους της εικονιστικής ζωγραφικής, γνωστή για τις συναισθηματικά φορτισμένες αυτοπροσωπογραφίες της, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη, 6 Μαΐου, σε ηλικία 94 ετών.
Στα έργα της Lassnig κατοικούν κυρίως μοναχικές φιγούρες, μερικώς παραμορφωμένες ή δοσμένες αφαιρετικά. Πολλά από τα έργα της είναι ανατριχιαστικές αυτοπροσωπογραφίες, συχνά γυμνές. Σε μία, το κεφάλι της καλύπτει μια διάφανη πλαστική μεμβράνη, σε μια άλλη εμφανίζεται γυμνή να πιέζει την κάννη ενός περίστροφου στον κρόταφό της ενώ με το άλλο χέρι κρατάει ένα όπλο στραμμένο προς τον θεατή και λέει «Εσύ ή εγώ;» (2005). Βλέποντας κανείς δείγματα του έργου της στη ρετροσπεκτίβα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA PS1) που τελείωσε μόλις προχτές, συνειδητοποιεί πως ενώ η αισθητική της μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο, εκείνο που μένει σταθερό είναι η αφοσίωσή της στον αδιαπραγμάτευτο τρόπο με τον οποίον προσεγγίζει το θέμα της κάθε φορά.
«Η αξία και η επιρροή της πάνω στους νεότερους καλλιτέχνες ─ουσιαστικά, δηλαδή, σε οποίον καλλιτέχνη είναι κάτω από 90 ετών─ δεν έγκειται μόνο στην αδιασάλευτη αφοσίωσή της στην εξερεύνηση της μορφής, στην οποία δίνει διαφορετική φόρμα κάθε φορά ─ σε πολλές περιπτώσεις, αφηρημένη», λέει ο Peter Eleey, ένας από τους διευθυντές του PS1 και διοργανωτής της έκθεσης. «Το σημαντικό είναι το ίδιο της το παράδειγμα, η αφοσίωσή της στον εαυτό της ως καλλιτέχνιδα και στο όραμα που υπηρετεί σχεδόν από την αρχή».
Η Lassnig γεννήθηκε στο Kappel am Krappfeld, το 1919, και σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης, κατα τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα από τα πρώτα πορτρέτα που ζωγράφισε μετά την πτώση του Χίτλερ ήταν μια εκφραστική αυτοπροσωπογραφία, ένα μοτίβο που υπήρξε η αφετηρία για την σπουδή της πάνω στο ανθρώπινο σώμα, η οποία κράτησε περισσότερα από 70 χρόνια.
Όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1968, η υποδοχή που της επιφυλάχθηκε από το κοινό ήταν χλιαρή εξαιτίας της προτίμησής σε μορφές αξιοθρήνητες που προκαλούσαν δυσφορία στο αμερικανικό κοινό, ωστόσο, μεγάλη μερίδα των κριτικών η οποία είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη συμβατική ζωγραφική της έδειξε μεγάλη εύνοια. Η φήμη της μεγάλωνε σταθερά στο πέρασμα των χρόνων και αποκορυφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της καθώς πολλοί νέοι καλλιτέχνες άρχισαν να στρέφονται στον εξπρεσιονισμό. Το 1980 γύρισε πίσω στη Βιέννη ως επικεφαλής της έδρας της Σχολής όπου είχε φοιτήσει και η ίδια και αποτέλεσε την πρώτη γυναίκα που ανέλαβε τη θέση αυτή στην ιστορία του ιδρύματος. Το ίδιο έτος εκπροσώπησε για πρώτη φορά την Αυστρία στη Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τη φεμινίστρια ζωγράφο Valie Export, ενώ, στην ίδια διοργάνωση πέρσι της απονεμήθηκε ο Χρυσός Λέοντας για το σύνολο του έργου της.
Ο γκαλερίστας που την εκπροσωπεί στην Νέα Υόρκη, Friedrich Petzel, σε δήλωσή του την αποκάλεσε «τεράστια πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες, ποιητές, ακαδημαϊκούς, κινηματογραφιστές και λάτρεις της τέχνης τόσο εδώ όσο και στην Ευρώπη». «Ήταν παρούσα μέσα στην τέχνη της περισσότερο από κάθε άλλο καλλιτέχνη που έχω γνωρίσει”».
Και όμως. Παρά τις πολυάριθμες εκθέσεις της στην Ευρώπη, η Αμερική άργησε να την αποδεχτεί. Γιαυτό και όταν ο Petzel της πρότεινε πριν από λίγα χρόνια να επιδιώξει μια έκθεση στο ΜοΜΑ, εκείνη ήταν διστακτική. «Γιατί να το κάνεις αυτό;», τον ρώτησε η Lassnig. «Δεν αρέσει η δουλειά μου στη Νέα Υόρκη». Και όμως είχε άδικο, η Νέα Υόρκη τελικά την αγάπησε. Απλά πέρασαν 30 με 40 χρόνια για να συμβεί αυτό.
Πηγή: galleristny.com Απόδοση για το dim/art: Μαρία Τσάκος
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Εικαστικά



Σχολιάστε