Ταξίδι με το ποταμόπλοιο

Ιστορίες ανάγνωσης #23 — μια στήλη για επίμονους αναγνώστες, γραμμένη από λάτρεις της ανάγνωσης

—της Μάρως Δούκα—

Η στήλη «Ιστορίες ανάγνωσης» σήμερα δίνει το λόγο στη Μάρω Δούκα. Και συγκεκριμένα, στην εξομολογητική φωνή της από το βιβλίο της «Τα μαύρα λουστρίνια» (Πατάκης 2005). Αντιγράφουμε το κεφάλαιο «Ταξίδι με ποταμόπλοιο», στο οποίο σημειώνει ότι χάρη στην ανάγνωση «σου δίνεται ο κόσμος μέσα από τα μυθιστορήματα». Και καταλήγει: «Κι όταν πια τελειώνω ένα βιβλίο, τοποθετώντας το στη βιβλιοθήκη, με εμφανή τα σημάδια της δοκιμασίας στη ράχη και στις σελίδες του, είναι σαν να δοκιμάστηκα κι εγώ μαζί του. Κι αυτή η αίσθηση ότι διαβάζοντας διαπλέω αργά, νωχελικά, με το ποταμόπλοιο τον κόσμο με ακολουθεί πάντα».

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Ο Βιβλιοθηκάριος κατέβαζε από το ράφι το μυθιστόρημα που του είχα ζητήσει «Πρόσεξέ το», μου έλεγε, «δεν έχουμε πολλά αντίτυπα, μη σημειώσεις τίποτ’ απάνω, μην τσαλακώσεις τις σελίδες». Τον καθησύχαζα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι σημαίνει αντίτυπο, πήγαινα να καθίσω κοντά στη σόμπα, έξω ψιλόβρεχε. Άνοιγα προσεχτικά το χαρτόδετο βιβλίο και επιβιβαζόμουν στο ποταμόπλοιο. Ταξίδια μακρινά σε πλωτά ποτάμια και με πενηντάφυλλο ριγωτό τετράδιο δίπλα, όπου αντέγραφα τις ωραίες φράσεις. Κάθε Σάββατο απόγευμα αυτή ήταν η μοναδική μου διασκέδαση.

Παραμονές Χριστουγέννων, περπατώντας, όπως συνήθιζα, με το κεφάλι σκυφτό, βρήκα έξω από το βιβλιοπωλείο και αγόρασα τον Βραχόκηπο του Καζαντζάκη. Ήταν το πρώτο δικό μου κανονικό βιβλίο. Κάτω από το μαξιλάρι μου για χρόνια διάβαζα λίγο, προτού σβήσει η μάνα μου το ηλεκτρικό κι έμενα έπειτα να σκέφτομαι στα σκοτεινά, ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Πόλεμο στους άπιστους! Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.

Φοιτήτρια στην Αθήνα άρχισα σίγα σίγα να αποκτώ τα δικά μου βιβλία. Τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα, λες κι έπρεπε να τα αποστηθίσω. Θα είχα μαζέψει καμιά σαρανταριά, όταν, τον Αύγουστο του ’67 που με συνέλαβαν, τα κατάσχεσαν οι αστυνομικοί. Και βρέθηκα, μετά την αποφυλάκισή μου, με το μοναδικό βιβλίο που είχε γλυτώσει το πλιάτσικο, Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Ίσως για να εξηγήσω την κατοπινή μου σχέση με το βιβλίο. Το αγόραζα όπως αγοράζεις κάτι που το έχεις στερηθεί. Και ταυτοχρόνως το αντιμετώπιζα σαν κάτι πολύτιμο που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να το χάσω ή να μου το αρπάξουν. Για χρόνια έντυνα όλα τα βιβλία μου με μπλε κόλα και τους κολλούσα ετικέτες, ώστε να μοιάζουν με σχολικά, ελπίζοντας ότι θα ξεγελάσω έτσι τους αστυνομικούς, εάν συνέβαινε να μπουκάρουν πάλι χαράματα για να με συλλάβουν.

Πέρασαν όμως εκείνα τα χρόνια, τώρα έχω εκατοντάδες βιβλία δικά μου, χωρίς μπλε κόλα και χωρίς ετικέτα, τοποθετημένα με τάξη, κατά θέματα και κατά συγγραφείς, εδώ το γαλλικό μυθιστόρημα, εκεί οι αγαπημένοι Ρώσοι, παρακεί οι Αμερικανοί, σε τούτο το ράφι τα ιστορικά, στο άλλο τα επιστημονικά, οι μελέτες, η ποίηση, οι αρχαίοι κλασικοί. Βιβλία που τα έχω διαβάσει πολλές φορές, ορισμένα που δεν έχω μπορέσει ακόμη να τα διαβάσω, μερικά που τα προορίζω για τις δύσκολες ώρες κάποια που τα έχω αφήσει στη μέση, άλλα που τα έχω λατρέψει. Τα θεωρώ όμως όλα εξίσου περιουσία μου, τα έχω όλα ξεφυλλίσει και τα έχω μυρίσει, τα γνωρίζω.

Δύο φορές τον χρόνο τα κατεβάζω από τα ράφια και τα χτυπώ, το ένα επάνω στ’ άλλο στη βεράντα για να φύγει η σκόνη, τα τοποθετώ πάλι με τρυφερότητα στη σειρά κι όπως τα τακτοποιώ, μου φαίνεται ότι τα έχω όλα ταξινομήσει στο κεφάλι μου, σαν τον ήρωα της Τύφλωσης του Κανέτι. Περιεργάζομαι τις καλλιγραφημένες σημειώσεις και τις υπογραμμίσεις, συχνά δεν αναγνωρίζω τον γραφικό μου χαρακτήρα και απορώ ποιος μπορεί να έχει γράψει στα περιθώρια των σελίδων όλες αυτές τις σκέψεις. Κοντοστέκομαι στα θαυμαστικά και στα ερωτηματικά, έχοντας εντελώς λησμονήσει τι ήθελα να εννοήσω ή να επισημάνω πριν από καιρό.

Αδύνατον όμως να λησμονήσω τη στιγμή εκείνη που ξέφυγα του βιβλιοθηκάριου και «βούτηξα» Τα σταφύλια της οργής. Ήταν η οργή που με τραβούσε. Ούτε μπορούσα να ξέρω εκείνη την εποχή ποιος είναι ο Τζον Στάινμπεκ, ούτε μπορούσα να καταλάβω τον μόχθο του μεταφραστή, τι θα σήμαινε για μένα, έπειτα από χρόνια, ο Κοσμάς Πολίτης και πόσο θα τον αγαπούσα. Και άρχισα λίγο λίγο να μπαίνω στο νόημα για το πώς σου δίνεται ο κόσμος μέσα από τα μυθιστορήματα και για το πώς μπορείς να ακούς ταυτόχρονα και του κυνηγού τα πατήματα και του θηράματος την ταχυκαρδία.

Και ξαναβλέπω τον εαυτό μου με μολύβι και χαρτί σκυφτή στον πάγκο να χάνω τον ειρμό και να ξαναγυρίζω πίσω στις σελίδες, κολλημένη σε μια παράγραφο. Ακόμη και σήμερα, με τη γεύση του ταξιδιού μέσα μου. Κι όταν πια τελειώνω ένα βιβλίο, τοποθετώντας το στη βιβλιοθήκη, με εμφανή τα σημάδια της δοκιμασίας στη ράχη και στις σελίδες του, είναι σαν να δοκιμάστηκα κι εγώ μαζί του. Κι αυτή η αίσθηση ότι διαβάζοντας διαπλέω αργά, νωχελικά, με το ποταμόπλοιο τον κόσμο με ακολουθεί πάντα.

* * *
Επιμέλεια στήλης: Γιώργος Τσακνιάς

* * *
Εδώ άλλες Ιστορίες ανάγνωσης

Το dim/art στο Facebook
Το dim/art στο Facebook

 

 

 


Σχόλια

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.