Ιστορίες ανάγνωσης #26 — μια στήλη για επίμονους αναγνώστες, γραμμένη από λάτρεις της ανάγνωσης
—Στη Λιλή, που το πρωτόγραψε με το χεράκι της—
Το διάβασμα στην παιδική ηλικία ήταν ταυτισμένο με τον χειμώνα και τις αρρώστιες. Έπαιρνα τα βιβλία στο κρεβάτι, χάιδευα τις σελίδες τους, έστρωνα τα εξώφυλλα με την παλάμη και τα τοποθετούσα πριν κοιμηθώ κάτω από το μαξιλάρι. Γρίπες, ερυθρά, ανεμοβλογιά — όλα τα παιδικά βάσανα τα πέρασα συντροφιά με τα βιβλία. Απ’ την πολλή εξοικείωση, καταντούσα να τα μουντζουρώνω, ακόμα και να τα σχίζω. Και μόνο στην ιλαρά μού ήταν απαγορευμένα, γιατί οι γιατροί της εποχής, με τα άσπρα κολάρα και το μαντιλάκι στην τσέπη, συνιστούσαν φώτα χαμηλά. […]
Ακούστε το πλήρες κείμενο, διαβασμένο από τον Μένη Κουμανταρέα, στις 20/10/1986. Το ηχητικό ντοκουμέντο προέρχεται από τις «Φωνές» — Αρχείο ήχου του Γιώργου Ζεβελάκη. Ο Μένης Κουμανταρέας μιλά για τα πρώτα του αναγνώσματα, από την αρχαιοελληνική μυθολογία και τα παραμύθια του Άντερσεν, τη Διάπλασι των Παίδων και τον Ιούλιο Βερν, μέχρι τον Μαξίμ Γκόρκυ. Παράλληλα, μέσα από την απολαυστική αυτή ανάγνωση περί αναγνώσεων, παρακολουθούμε ένα παιδί —το συγκεκριμένο παιδί, που διαβάζει μετά μανίας και αρχίζει δειλά δειλά να γράφει, που γνωρίζει τον Στράτη Μυριβήλη ο οποίος του χαρίζει το φρεσκοτυπωμένο του βιβλίο—, να μεγαλώνει στην Αθήνα της Ε.Ο.Ν., της Κατοχής, της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και της ατομικής βόμβας, που σήμανε και το οριστικό τέλος της αθωότητας.
[…] Τώρα που έγινα συγγραφέας —πράγμα που πολλές φορές μού φαίνεται ψέμα, σαν τον Μυγχάουζεν κι αυτό— τα βιβλία έπαψαν να έχουν το ίδιο μυστήριο. Ξέρω σπιθαμή προς σπιθαμή τη διαδικασία από τη στιγμή που γεννιούνται στον νου κι αρχίζουν να παίρνουν υπόσταση πάνω στο χαρτί, μ’ όλες τις εν τω μεταξύ αμφιβολίες, τα σκισίματα και τα ξαναγραψίματα, μέχρι την ώρα που εκτίθενται ανεπανόρθωτα στα μάτια του αναγνώστη-δικαστή.
Στο μεταξύ, τα βιβλία μέσα στο σπίτι μου πλήθυναν επικίνδυνα. Καμιά φορά, καθώς τα βλέπω στοιβαγμένα στη βιβλιοθήκη μου, κι ενώ έξω στους δρόμους η ζωή κυλά ορμητικά, με πιάνει ένα αίσθημα ασφυξίας. Καθώς μάλιστα από καιρό έπαψα να τα βλέπω φετιχιστικά, με εξαίρεση κάποια που αγαπώ πολύ ή που μου είναι χαρισμένα, όλα τ’ άλλα έχω μια τάση είτε να τα ρίξω απ’ το παράθυρο είτε να τα χαρίσω σε άλλους, νεότερους, που να τα έχουν ανάγκη.
Ωστόσο, όποτε κάποιο καλό βιβλίο πέσει στα χέρια μου —πράγμα που όσο πάει και αραιώνει—, ξαναγίνομαι παιδί· το παίρνω στο κρεβάτι μου, κοιμάμαι μ’ αυτό, ιδίως αν είναι χειμώνας κι έχει κρύο. Επιστρέφω πάλι σε πύργους με αποτρόπαιους δράκους κι αρμενίζω σαν άλλος Οδυσσέας στο ταξίδι προς την πατρίδα. Τότε, οι απιστίες μιας ολόκληρης ζωής μαλακώνουν και ξεχνιούνται και το βιβλίο αυτό στα χέρια μου γίνεται σύντροφος πιστός. Ξεχνώ εντελώς ότι είμαι κι εγώ γραφιάς και ξαναγίνομαι με απόλαυση απλά και μόνο αναγνώστης.
* * *
Επιμέλεια στήλης: Γιώργος Τσακνιάς
Μένης Κουμανταρέας: σε πρώτο πρόσωπο
Εδώ άλλες Ιστορίες ανάγνωσης


Σχολιάστε