Henri Cartier-Bresson, 1908-2004

—Η ίδια η φωτογραφία δεν με ενδιαφέρει. Το μόνο που θέλω είναι να συλλάβω ένα στιγμιαίο απόσπασμα της πραγματικότητας—

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 3 Αυγούστου του 2004, πέθανε ο Henri Cartier-Bresson (1908-2004).

Οι φωτογραφίες αυτές του Henri Cartier-Bresson προέρχονται από το site του Magnum, στο οποίο και ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα.
Εδώ 
το slideshow στο site του Magnum.
Εδώ το προφίλ του Bresson στο site του Magnum.

Η σχέση του με την φωτογραφία

Αναμφίβολα ένας από τους διασημότερους και δημοφιλέστερους φωτογράφους που έβαλε τη σφραγίδα του στη φωτογραφική τέχνη του εικοστού αιώνα. Ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν γεννήθηκε το 1908 στο Παρίσι. Σπούδασε ζωγραφική στο ατελιέ του Αντρέ Λοτ, με την οποία ασχολήθηκε για μεγάλα διαστήματα της ζωής του. Ο Μπρεσόν συνεχίζει [σ.σ.: το άρθρο γράφτηκε το 2002] να λέει:«Για μένα η φωτογραφία είναι ένα είδος σκίτσου. Αμεσου σκίτσου που γίνεται με διαίσθηση και που δεν μπορείς να διορθώσεις. Αν το διορθώσεις τότε έχεις μια άλλη φωτογραφία… Για να βγαίνει η εικόνα πιο δυνατή, πρέπει να ξεχνάς, να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι. Οι ιδέες είναι επικίνδυνες… Πρέπει να σκέφτεσαι συνεχώς!»

Το 1930 ανακάλυψε τη φωτογραφία, «αυτό το καινούργιο οπτικό και μηχανικό μπλοκ σχεδίων». Το 1931 άρχισε να κάνει φωτογραφικό ρεπορτάζ, πάντα συντροφιά με μια Leica. Φωτογραφίζοντας ταξιδεύει στην Αφρική (1931), στο Μεξικό το 1934 ως φωτογράφος εθνογραφικής αποστολής, στις ΗΠΑ όπου μαθητεύει στο σινεμά δίπλα στον Πολ Στραντ (1935-36). Είναι ο πρώτος ευρωπαίος φωτογράφος που επισκέπτεται τη Ρωσία μετά τον θάνατο του Στάλιν. Από το 1936 ως το 1939 εργάζεται σαν βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πιάστηκε αιχμάλωτος αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Από την εμπειρία του αυτή δημιουργήθηκε στο τέλος του πολέμου ένα ντοκυμαντέρ για τους αιχμαλώτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τίτλο, Η Επιστροφή. Από την ίδια εμπειρία παρουσιάστηκε το 1946 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης μια έκθεση με φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Το 1947 μαζί με τους Ρόμπερτ Κάπα, Ντέιβιντ «Τσιμ» Σέιμουρ και Τζορτζ Ρότζερ ιδρύουν το φημισμένο και πολύ αυστηρό στην επιλογή των συνεργατών του πρακτορείο Magnum. Εχοντας σίγουρη αντίληψη για τη σύνθεση και την προοπτική χρησιμοποιούσε πάντοτε φακό 50mm (νορμάλ). Ο Μπρεσόν λέει: «Η φωτογραφία είναι για μένα η αυθόρμητη παρόρμηση μιας αέναης οπτικής εγρήγορσης που συλλαμβάνει τη στιγμή, την αιωνιότητά της… Είναι μια άμεση πράξη. Το σχέδιο είναι στοχασμός».

Οι εκθέσεις που έγιναν για τον Μπρεσόν και τα φωτογραφικά άλμπουμ που εκδόθηκαν είναι πολλά και αποτελούν μαρτυρία της ματιάς του για τον κόσμο. Στις φωτογραφίες του αποτυπώνει τις ιδιαιτερότητες διαφορετικών ανθρώπων και χωρών με ευαισθησία, χωρίς ποτέ να ξεχνάει την καλλιτεχνική αναζήτηση στην επιλογή των κάδρων και τη φροντίδα των κοντράστ. Τα τελευταία χρόνια, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ ολοκληρωτικά τη φωτογραφία, αφιερώθηκε στο σχέδιο.

Του Βαγγέλη Χανιωτάκη από Το Βήμα (14/7/2002)

«Αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι, τα βλέμματα που ανταλλάσσουν, οι τρυφερές χειρονομίες, το ελαφρύ βάδισμα, η στάση τους, ένα στιγμιαίο κοίταγμα στον ουρανό, ένα κρυφό χαλάρωμα ή αναπάντεχο ίσιωμα του κορμιού, μια φιγούρα ακίνητη στην αναλαμπή του ήλιου, η λάμψη μιας ματιάς προτού να σκοτεινιάσει η νύχτα, προτού πέσει η αυλαία, όλα αυτά υπήρξαν. Λίγο να σκύψετε, θα ανακαλύψετε τα ίχνη τους».

Jean Clair, για τα πορτρέτα του Bresson στο άλμπουμ The Europeans.

* * *

Για το Μagnum και την ιστορία του:

Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες που είναι τόσο εμβληματικές ώστε έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη. Οπως η εικόνα του άνδρα που στέκεται μπροστά σε μια φάλαγγα κινεζικών αρμάτων μάχης κοντά στην Πλατεία Τιενανμέν. Ή εκείνη με τον Τσε Γκεβάρα στο γραφείο του, να καπνίζει ένα πούρο αγέρωχος. Ή το διάσημο πορτρέτο του κοριτσιού από το Αφγανιστάν, με την κόκκινη φορεσιά και τα πράσινα μάτια που τρυπούν τον φακό. Μερικές από αυτές και πολλές ακόμη ενδεχομένως να μην είχαν τραβηχτεί ποτέ, αν το 1947 ο Ρόμπερτ Κάπα, ο Ντέιβιντ «Σιμ» Σέιμουρ, ο Τζορτζ Ρότζερ και ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν δεν είχαν ανταποκριθεί στην ιδέα του πρώτου για μια (όπως την περιέγραψε ο τελευταίος) «κοινότητα σκέψης, μια κοινή ανθρώπινη ποιότητα, μια περιέργεια και σεβασμό για το τι συμβαίνει στον κόσμο και μια επιθυμία να το μεταγράψουμε σε εικόνα». Το πρακτορείο ή πιο σωστά η διεθνής φωτογραφική κοινοπραξία Magnum ιδρύθηκε στο Παρίσι, πάνω από ένα μπουκάλι σαμπάνιας ομώνυμου μεγέθους, με στόχο να ελέγχεται από τα ίδια τα μέλη του, να διασφαλίζει ότι τα πνευματικά δικαιώματα των φωτογραφιών τους θα παραμένουν σε αυτά και με όραμα να αποτυπώσει εικόνες από όλον τον κόσμο, δίνοντας έμφαση «όχι μόνο σε αυτό που φαίνεται, αλλά και στον τρόπο που το έβλεπε κανείς».

Χώρισαν τον πλανήτη σε περιοχές ευθύνης: ο Μπρεσόν κάλυπτε την Ινδία και την Απω Ανατολή, ο Ρότζερ την Αφρική, ο Σιμ την Ευρώπη και ο Κάπα όποιο μέρος ήθελε. Οταν οι δύο τελευταίοι σκοτώθηκαν στο καθήκον, το Magnum δικαιολογούσε ήδη το όνομά του και είχε αρχίσει να προσελκύει νέα μέλη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έγιναν δεκτοί οι Βέρνερ Μπίσοφ και Ερνστ Χάας, ενώ ακολούθησαν η Ιβ Αρνολντ, ο Ελιοτ Εργουιτ, ο Ρενέ Μπιούρι, αλλά και ο Κωνσταντίνος Μάνος ή ο Μπρους Ντέιβιντσον. Στη δεκαετία του ’70 το ενδιαφέρον των εντύπων για το φωτορεπορτάζ αυξήθηκε και φωτογράφοι του Magnum όπως ο Ζόζεφ Κουντέλκα, η Σούζαν Μεϊσέλας ή ο Ζιλ Περές υπερτέρησαν πολλών συναδέλφων τους.

Η ώρα της αντιπροσώπευσης του πρακτορείου στην Ελλάδα ήρθε στο τέλος της δεκαετίας του ’80, λίγο πριν από την είσοδο στο διεθνές ρόστερ και του Νίκου Οικονομόπουλου. Υπεύθυνος της συνεργασίας ήταν ο φωτογράφος Γιάννης Δήμου, ο οποίος έχοντας γίνει γνωστός με δουλειές όπως «Η Ελλάδα που χάνεται» ή «Σκιές σιωπής» και διατηρώντας φιλίες με μέλη του Magnum δέχτηκε την πρότασή τους για τη δημιουργία ενός ελληνικού πρακτορείου που θα τους αντιπροσώπευε στα ελληνικά έντυπα. Η Apeiron έγινε το κανάλι για τα φωτογραφικά χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με τον διευθυντή της, έλειπαν τότε από την Ελλάδα: «Διαπεραστική και ανθρωπιστική ματιά, κάλυψη σημαντικών πολιτικών γεγονότων με επίκεντρο τον άνθρωπο και με διάθεση αποκρυπτογράφησής του». Μεταξύ άλλων, το 1995 πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση του διεθνούς πρακτορείου στη χώρα, με φωτογραφίες του Κουντέλκα από τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου. Λίγο αργότερα διοργάνωσε μια αναδρομική του Magnum από το 1968 με τόση επιτυχία που οι απεσταλμένοι του την προτίμησαν από όλες τις ανά τον κόσμο εκδοχές της. Τα ρεπορτάζ του εμπλούτιζαν τα ανερχόμενα τότε περιοδικά, τα οποία για χάρη του έβαζαν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Κάποτε, θυμάται ο Δήμου, το «Ενα» έκλεισε μια «φοβερή συμφωνία» για δημοσίευση μιας σειράς του φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγκάδο με εργάτες όλου του κόσμου για 25.000 δολάρια.

Σήμερα, ασχέτως της οικονομικής συγκυρίας, τα πράγματα στην παγκόσμια φωτογραφία – άρα και στο Magnum – είναι λίγο διαφορετικά. «Η κυριαρχία της τηλεόρασης, η μείωση των πληρωμένων από τα περιοδικά αποστολών, η έμφαση των γκαλερί σε πιο εικαστικές φωτογραφίες, αλλά και η είσοδος στο Magnum φωτογράφων όπως ο Μάρτιν Παρ ή ο Γιάκομπ Ο’ Σόμπολ, που βασίζονται περισσότερο στην καθημερινότητα, άλλαξαν ήδη από τη δεκαετία του ’90 τον παλαιό χαρακτήρα του», λέει ο Δήμου, χωρίς να εννοεί «ότι αυτό είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά διαφορετικό». Ισως λοιπόν το σκεπτικό ήταν να βρεθεί ο διαχειριστής αυτών των αλλαγών, όταν το Magnum ανακήρυσσε πρόσφατα έναν γενικό διευθύνοντα σύμβουλο για όλα τα γραφεία του σε Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Τόκιο. Ο οποίος μάλιστα έπρεπε να έχει και καλλιτεχνικά και επιχειρηματικά ταλέντα. Ο Τζιόρτζιο Ψαχαρόπουλο, με έλληνα προπάππο, ιταλική υπηκοότητα και σπουδές στους δύο προαπαιτούμενους τομείς, νιώθει, όπως λέει, «μεγάλη τιμή» που ανέλαβε το μάνατζμεντ «του πιο περίβλεπτου πρακτορείου, πλούσιου σε πνευματικές δυνάμεις και με τους καλύτερους φωτογράφους του κόσμου στις τάξεις του». Γνωρίζει ότι η αγορά αλλάζει ραγδαία, έχει εμπιστοσύνη «στις δυνατότητες και στις ιδέες της ομάδας» και βασισμένος σε αυτές εργάζεται για τη σύσταση νέου τμήματος web 2.0, που θα παράγει περιεχόμενο τόσο για έντυπα όσο και ιστοσελίδες ή που μέσω της κοινωνικής δικτύωσης θα ενισχύει τη σχέση του πρακτορείου με την κοινότητα των φίλων του. «Το Magnum αλλάζει», λέει, «αλλά διατηρεί αναλλοίωτη την ψυχή του, στην οποία η τέχνη και η κοινωνική υπευθυνότητα πάνε μαζί. Προσαρμόζεται, αλλά κρατά τον πυρήνα του ζωντανό, σαν ένας νομάς που κοιτάζει μπροστά αλλά ξέρει το παρελθόν του». Εξάλλου, όσο κρατάει ταυτόχρονα στους κόλπους του φωτογράφους όπως ο Αμπάς, ο Πάολο Πελεγκρίν ή η Ολίβια Αρθουρ τόσο θα επιβεβαιώνει την ιδιοσυγκρασία του, την οποία κάποτε ο Μπρεσόν συνόψισε μπροστά στους συνεργάτες του με τις λέξεις «ζήτω η διαρκής επανάσταση».

Του Νικόλα Ζώη από Τα Νέα (28/7/2012) για τα εξηνταπέντε χρόνια του πρακτορείου Magnum.

* * *

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

2 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.