ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 29 Μαρτίου του 2005, πέθανε ο Μίλτος Σαχτούρης
—Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου—
Μ. Σ.

Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από την Ύδρα, καθώς ήταν δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1940 την εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εμφανίζεται στα γράμματα το Μάιο 1944 με ποιήματα στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Τα Νέα Γράμματα, Τα Νέα Ελληνικά και Νέα Εστία. Μετέφρασε ποιήματα του Μπρεχτ. Τιμήθηκε με τρία Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Το 1956, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του Όταν σας μιλώ, το 1962 με το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Τα στίγματα, το 1987 με το Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του Εκτοπλάσματα, και η τελευταία βράβευσή του ήταν το 2003, με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έγραψε, μεταξύ άλλων, τις ποιητικές συλλογές: Οι λησμονημένοι (1945), Παραλογαίς (1948), Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958), Ο περίπατος (1960), Τα στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η όγδοη Σελήνη (1964), Το σκεύος (1971). Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα, την Τρίτη 29 Μαρτίου 2005.

Ιδιόχειρο βιογραφικό σημείωμα του Μ.Σ. (από την εικονογράφηση των «Σελίδων για τον Μίλτο Σαχτούρη», Εντευκτήριο 84, 2009.
Ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε στο περιοδικό Εποχές, τ. 24, Απρίλιος 1965, με αφορμή την έκδοση της όγδοης ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη: «Δεν είμαι πάντοτε σίγουρος αν με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν φρόνιμο τώρα πια, εκλογικευμένο υπερρεαλιστή, που έβαλε σε τάξη τις γαίες του, οργάνωσε δηλαδή και τυποποίησε τον παραλογισμό του, ή σε μια περίπτωση τερατώδους μοναξιάς, όπου ο ποιητής πορεύεται προς το θυσιαστήριο με την απόφαση να εξιλεώσει έναν άγνωστο και σκοτεινό θεό». […]
Θα ήταν επανάληψη γνωστών πραγμάτων αν λέγαμε πως ανήκει στους επίλεκτους της μεταπολεμικής γενιάς. Κατάχτησε κι αυτός με την επιμονή του και το πείσμα του λίγο-λίγο τη θέση που κατέχει σήμερα, παλεύοντας με λογής-λογής αρνήσεις. Από το 1945 μέχρι το 1964 έχει στο ενεργητικό του οχτώ συλλογές. Δεν είναι ογκώδεις […]
Ωστόσο με κάθε βιβλίο του μας υποχρεώνει να τον αντιμετωπίσουμε ξανά από την αρχή μέσα στον μικρό αφώτιστο κήπο του, που αντί να’ ναι ο κήπος της Εδέμ, είναι ο καθόλου ευχάριστος κήπος του φόβου, του άγχους και της ενοχής. Άλλα άνθη που θ’ αποκομίσουμε είναι ο σφαγιασμένος έρωτας, παραλλαγμένος συχνά σε ανάλγητες πράξεις, η μοναξιά με την έννοια της αυτοτιμωρίας, η παραμόρφωση και η αντιστροφή της σχέσης των πραγμάτων, η επίκληση μιας χαμένης αθωότητας, η κρύα ανάσα του γείτονα θανάτου. Κι ανάμεσα ο Σαχτούρης βασιλιάς σε ματωμένους κήπους, αθεράπευτα στιγματισμένος από τη μνήμη ενός βαθειά ριζωμένου, αλλά όχι και ανεξιχνίαστου, πρωταρχικού αμαρτήματος». [από τη Βιβλιοnet]
* * *
Ὁ στρατιώτης ποιητής
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου
Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω
Ὁ τρελὸς λαγός
Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες
Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος
Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα
«Oι εμπνεύσεις μου έρχονται σχεδόν ουρανοκατέβατες. Πολλές φορές με αγωνία. Kαμιά φορά έχω κάποιο πρόσωπο υπόψη μου ή κάποια κατάσταση. Tα περισσότερα όμως είναι ξεκρέμαστα. Έχω γράψει βέβαια μερικά ποιήματα που αναφέρονται σε πρόσωπα που αγαπώ, Έλληνες και ξένους. Oπως τον Γεράσιμο Σκλάβο, τον Nίκο Eγγονόπουλο, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, έναν ζωγράφο που αδικήθηκε». [Συνέντευξη του Μίλτου Σαχτούρη στην Καθημερινή, 2000]
Το καφενείο
Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα
από τη βιτρίνα
μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε
να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της
το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε
με καταδιώκει
πέταξε γύρω-γύρω τρεις φορές
ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου
και μου φώναξε:
– Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε,
θα σε σκοτώσω!
εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω
για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε
με τις καλογριές
ήτανε όλα τόσο άσχημα, φριχτά
που άρχισα να γελάω
να γελάω
να γελάω
είδα και τον εαυτό μου να περνάει
έξω από τη βιτρίνα
ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός
«O ρόλος του ποιητή είναι ένας, και στους εύκολους και στους δύσκολους καιρούς: να είναι ο εαυτός του και να γράφει αυτό που λέει η καρδιά και το μυαλό του. Aπόδειξη ότι όσοι επηρεάστηκαν πολύ από τα γεγονότα, δηλαδή όσοι πήραν θέσεις πολύ επαναστατικές, χάθηκαν. Mόνο ένας ειλικρινής έμεινε: ο Mανόλης Aναγνωστάκης. Ήταν ένα σωρό αριστεροί, οι οποίοι έσβησαν όλοι. Γιατί δεν είναι περιστασιακή η ποίηση, είναι αιώνια». [Συνέντευξη του Μίλτου Σαχτούρη στην Καθημερινή, 2000]
Τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ
Τὸ πρωὶ
βλέπεις τὸ θάνατο
νὰ κοιτάζει ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
τὸν κῆπο
τὸ σκληρὸ πουλὶ
καὶ τὴν ἥσυχη γάτα
πάνω στὸ κλαδὶ
ἔξω στὸ δρόμο
περνάει
τ᾿ αὐτοκίνητο-φάντασμα
ὁ ὑποθετικὸς σωφὲρ
ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ σκούπα
τὰ χρυσὰ δόντια
γελάει
καὶ τὸ βράδυ
στὸν κινηματογράφο
βλέπεις
ὅ,τι δὲν εἶδες τὸ πρωὶ
τὸ χαρούμενο κηπουρὸ
τὸ ἀληθινὸ αὐτοκίνητο
τὰ φιλιὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ ζευγάρι
ὅτι δὲν ἀγαπάει τὸ θάνατο
ὁ κινηματογράφος
Ακούγοντας τη φωνή του Μίλτου Σαχτούρη από το μαγνητόφωνο και βλέποντας τον Σιγανίδη σκυφτό να συνομιλεί μαζί του με το μπάσο, ανατρίχιασα. Ένας ζωντανός κουβεντιάζει με έναν νεκρό. [Μάρθα Φριντζήλα, περιγράφοντας συναυλία του Μιχάλη Σιγανίδη και των Φίλων Μίλτου Σαχτούρη στο «Αλάβαστρον» το 2009].
Τοῦ θηρίου
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.
Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.
* * *
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς





Σχολιάστε