Του Πέτρου Καραβία (περιοδικό Νέα Εστία, 1970)
—«Οικολογία και Πολιτισμός», επιμέλεια: Σάκης Κουρουζίδης—
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΚΕΙΝΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ…
Δυο μέρες πριν απ’ το γάμο, το απομεσήμερο, περπατούσα μόνος στον κήπο, ανάμεσα στα παρτέρια με τη φρέσκη κουρεμένη, χλόη και τα πολύχρωμα λουλούδια, κάτω από έναν καθάριο, καταγάλανο ουρανό. Σιγά σιγά ξεμάκρυνα απ’ το κάστρο, μπήκα στις πυκνές δεντροστοιχίες, κ’ έλεγα πώς δεν είχαν πια τη λαμπρότητα της παιδικής μου μνήμης, πώς είταν ένας κήπος και δεντροστοιχίες μιας εξοχικής βίλλας, όπως τόσες άλλες, χωρίς το στοιχείο της φαντασίας πού με είχε συνεπάρει, στη χαμένη παιδική μου επίσκεψη, σ’ ένα μακρινό παρελθόν. Ωστόσο, σε λίγο, ο κήπος και το δάσος, ξαναπήραν το μυθικό χρώμα τους. Περιπλανήθηκα σε βάθος, πέρασα άλλα ξέφωτα, κι άλλα σκιερά, θεόρατα δέντρα, ώσπου έφτασα στην περιοχή με τους παλιούς στάβλους -όταν άκουσα τη φωνή της Λίζας. Κοντοστάθηκα κι αφογκράσθηκα, και ξανάκουσα το όνομά μου.
«Λαέρτηηη!», φώναξε κι αμέσως ύστερα πάλι, «Πατέρα του Οδυσσέα, αν μπορείς έλα να με βρεις!».
Μα δεν την έβλεπα πουθενά, κ’ ένιωσα σα νάπαιρνα τη θέση του Βασίλη, του αδελφού της, σε κάποιο καινούργιο παιγνίδι τους. Προχώρησα προσεχτικά, ψάχνοντας γύρω μου, ως τον περίβολο του πανάρχαιου χτίσματος, στο δάσος. Τα παλιά χρόνια, οι στάβλοι είπαν γεμάτοι άλογα και αραδιάζουνταν εκεί, τα περήφανα αμάξια των Κοεμτζήδων. Τώρα, ερημιά και σιωπή. Χώθηκα στο υπόστεγο, όπου έμεναν δυο παμπάλαια αμάξια ένα κλειστό λαντώ και μια βιττόρια, σκεπασμένα σκόνη κι αράχνες, κι αράχνες αιωρούμενες από την οροφή. Δεν ακουγόταν πια μήτε ψίθυρος, καθώς κοντοζύγωσα το λαντώ και σκεφτόμουνα πώς ίσως νάταν το λαντώ της νύχτας εκείνης των παιδικών χρόνων. Κ’ έξαφνα, ξέσπασαν τα γέλια της, κ’ είδα αχνή την εικόνα της, πίσω από το θαμπό τζάμι της πορτιέρας. Άνοιξα απότομα και μπήκα μέσα και κάθησα πλάι της, ενώ η Λίζα γελούσε, γελούσε.
«θεέ μου! πώς ήρθες ως εδώ;» είπε, «σε είδα πριν, έξω, κ’ έτρεξα και κρύφτηκα».
«Μου φαίνεται, πώς σε ζητούσα -ναι, ναι, σίγουρα, σε ζητούσα», της είπα κ’ ένιωσα τη ζεστή μυρωδιά της, ανακατωμένη με τη μυρωδιά του πετσιού, κ’ έβλεπα τα μάτια της μεγαλωμένα και σκοτεινά στον ίσκιο.
«Έρχουμαι συχνά εδώ γύρω, καμιά φορά με το Βασίλη και με τη Ρωξάνη -μ’ αρέσει όμως πιο πολύ μόνη μου».
«Είναι η πρώτη φορά πού είμαστε, εσύ κ’ εγώ, και τόσο κοντά, κ’ εδώ μέσα, μάλιστα. Σε ξαναβρίσκω, όπως είσουνα μικρή».
«Ναι, μα, Θεέ μου, εγώ είμαι -η ίδια, όπως πάντα…»
«Kι απορώ, πώς δεν αγαπηθήκαμε, στο Παρίσι, πώς σ’ άφησα και δε σε πήρα, τότε, στα χέρια μου τώρα, είσαι πιο όμορφη, και είναι αργά…»
Έκανα να πιάσω το χέρι της, μα η Λίζα, όχι μονάχα σοβαρεύτηκε, παρά είδα πώς σα να τρόμαξε, άνοιξε την άλλη πορτιέρα και πήδηξε έξω. Πήραμε σιωπηλοί το δρόμο κάτω από τα πυκνά δέντρα, για να γυρίσουμε στο κάστρο. Η Λίζα έγινε πιο φιλική, πιο εγκάρδια, μα πολύ σοβαρή. Φτάσαμε στον κήπο και σταθήκαμε λίγο μπρος στη δεξαμενή, με τα νούφαρα.
«Πάμε, να σου δείξω όλο το σπίτι; Μου φαίνεται, πώς δεν τόδες ποτέ. Je vous ferai les honneurs».
Περάσαμε τ’ αψιδωτό πρόθυρο, με τις λεπτές κολώνες προς τον κήπο, και μπήκαμε στον πρόδομο, κι αυτή τη φορά κοιταχτήκαμε, κάτω από τον σιδερένιο πολυέλαιο κ’ ύστερα, μαζί υψώσαμε το βλέμμα να τον δούμε, με την ίδια σκέψη:
«Τι δε θάδινα, να ξαναγύριζαν πίσω τα χρόνια! Τη μισή ζωή μου!» είπα.
«Κ’ εγώ…» αποκρίθηκε η Λίζα με πνιγμένη φωνή, και πήρα πάλι αγέρα.
«Λίζα, μη μου θυμώσεις», είπα καθώς κοιταζόμασταν αντικρυστά, κάτω από τον σιδερένιο πολυέλαιο η Λίζα, με τα ανοιγμένα μάτια της, σα φοβισμένα, «πες πώς σου μιλεί ο Λάρρυ του Παρισιού, εκείνος ο χαμένος νέος, πού είμουνα εγώ…»
«Μόνο, μην κάνεις κάτι πού μπορεί να χαλάσει τη συντροφιά μας…» ψιθύρισε.
«Αν δε σ’ έβλεπα τόσο ευτυχισμένη, θα σ’ άρπαζα, και τώρα…»
«Ευτυχισμένη, είπες;» με διέκοψε απότομα η Λίζα και ξεκίνησε αργά προς τη σκάλα, την ακολούθησα, και πρόσθεσε, αλλάζοντας τόνο, θάλεγα με περιφρόνηση, «Δεν την καταλαβαίνω την ευτυχία τη μισώ, την ευτυχία, και ποτέ δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου νάμαι ευτυχισμένη μου είναι μια κατάσταση τόσο ξένη… Τη χαρά, ναι, έχω μονάχα ανάγκη από χαρά, Λάρρυ».
«Το βλέπω είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού», της είπα γελώντας, μα πραγματικά σε αμηχανία.
«Την παίρνω όσο μπορώ, παίρνω χαρά και τη χαίρουμαι Λάρρυ, μη χαλνάς τη συντροφιά μας!»
«Άλλωστε, πρέπει να φύγω, όσο είναι δυνατόν πιο γλήγορα, αμέσως μετά από το γάμο σου, μεθαύριο».
«Περίεργο! Στο Παρίσι, ποτέ δε μου έδειξες… Θυμάσαι πού μου έκανες εκμυστηρεύσεις για την Τούλλυ, μια ολλαντέζα, κ’ ύστερα, πολύν καιρό, για την Γκαμπύ, μια παριζιάνα;»
Σώπασα και θυμήθηκα, προπάντων τη Γκαμπύ, μια περιπέτεια πού πήγε δυο χρόνια είχα όμως εντελώς ξεχάσει τις «εκμυστηρεύσεις» πού έκανα στη Λίζα. Η φωνή της Λίζας είχε και σοβαρότητα και κάποια ειρωνία, πού δε δεχόταν συνέχεια. Έσκυψα το κεφάλι και, σιγά σιγά, ανεβήκαμε την πλατειά σκάλα προς το απάνω πάτωμα. Η Λίζα μ’ οδηγούσε, σιωπηλή.
Κάπως χαώδες το απάνω πάτωμα του κάστρου, με τρία διαμερίσματα, για το Βασίλη -το παλιό του Στέλιου και της Μιλίτσας- για τη Λίζα και για τη Ρωξάνη, και ανακαινισμένα μερικά για τους φιλοξενουμένους. Αλλ’ είταν κ’ ένα μέρος του, χωριστό από τις συγχρονισμένες κατοικίες, πού διατηρήθηκε ακέριο με τον παλιό χαρακτήρα του, σαν ένα είδος μουσείου. Μπήκαμε στον πλατύ δοξάτο, μεγάλη αίθουσα, πού στις δυο πλευρές της αραδιάζουνταν οντάδες κ’ ένα χειμωνιάτικο, με τζάκι. Στην άκρη του δοξάτου, ξεχώριζε ή κρεββάτα, σανιδωτό, δυο σκαλοπάτια πιο πάνω από το πάτωμα, με δυο λεπτούς λεπτοσκαλισμένους ξύλινους κίονες σαν «είσοδο». Η κρεββάτα είναι στρωμένη γύρω τριγύρω με χαμηλά μεντέρια, σε σχήμα μεγάλου Π, πού η μια πλευρά του έβλεπε στον κήπο, από καγκελωτά παράθυρα. Το πάτωμα στρωμένο με παλιά χαλιά και τα μεντέρια με κιλίμια, ένα μεγάλο αστραφτερό μαγκάλι από μπρούντζο, στη μέση της κρεββάτας και εδώ κ’ εκεί τραπεζάκια στολισμένα με φίλντισι, κ’ ένας χρυσός ναργιλές. Στην κρεββάτα, τα παλιά χρονιά των Καράληδων και του πρώτου του Νικόλα Κοεμτζή, κάθουνταν οι προσκαλεσμένοι επίσημοι και oι πρεσβύτεροι, και παρακολουθούσαν τους νέους πού χόρευαν και γλεντοκοπούσαν, στο δοξάτο. Πολύ μου θύμισε αυτό το μέρος, το παλάτι του Μωχάμεντ Άλυ, στην ακρόπολη του Καΐρου. (Στην κρεββάτα εκείνη, έχουν ακόμα κέρινα ομοιώματα από πασάδες κ’ εξέχοντα πρόσωπα της εποχής, πού στέκουνται εκεί, στην αιώνια σιωπή τους). Σ’ έναν από τους τοίχους, μια τοιχογραφία, πριμιτιβιστικής τέχνης, με πετυχημένα χρώματα, παριστάνει το Γκράν Κανάλε της Βενετίας, με την πιάτσα Σαν Μάρκο και το περίφημο καμπαναριό, και περιστέρια χάμω.
«Δεν τόχα δει ποτέ, αυτό το μέρος του σπιτιού. Μα γιατί τόχετε κλειστό;»
«Ποιος θάθελες νάρθει σ’ αυτό το νεκροταφείο;», γέλασε η Λίζα.
«Δεν τ’ αγαπάς;…»
«Μόνο για να το βλέπω και να φεύγω».
«Κι όμως, είναι μέρος του κάστρου, πού ξέρω πόσο είσαι αφοσιωμένη σ’αυτό, και σίγουρα τα αγαπάς».
«Τη νύχτα, ακούγω βήματα πού κάνουν του να τρίζουν τα παλιά σανίδια -και περνούν πνοές, σαν ψυχές- με τρομάζουν».
«Τότε, γιατί μένεις εδώ;»
Η Λίζα δεν είπε τίποτα. Με τράβηξε και είδαμε τους οντάδες, με τις μεσάντρες τους σαν γκαρνταρόμπες και τα γιούκια για τα στρώματα και τις φλοκάτες τις βελέντζες και τα άσπρα του σπιτιού, τα σκουτιά του. Τα ίδια, ριχτά προς τα έξω, παράθυρα γερά καγκελωτά, με βαριούς μπερντέδες από μέσα, πού ανοίγουν σε σχήμα Λ, με μπρούντζινα στρογγυλά, μεγάλα μαγκάλια, εικόνες στους τοίχους και παλιές φωτογραφίες των πρώτων Κοεμτζήδων κορνιζαρισμένες κι ακουμπισμένες σε φιλντισένια τραπεζάκια, αράπικα, και κιλίμια χάμου.
Λοιπόν, κοίταζα τη Λίζα, όταν ξαναβγήκαμε στο δοξάτο, και της είπα:
«Κι όμως, εδώ, σου πάει -δίνεις λαμπρότητα σ’ αυτά τα διαμερίσματα».
Μα πέρασε πάλι ένα νέφος κακίας στα μάτια της.
«Ναι, και παίρνω νέκρα», είπε κι αμέσως ύστερα ξαναφωτίσθηκε το πρόσωπο της.
«Όχι -παίρνεις ένα τόνο παλιάς αρχοντιάς, ψιθύρισα πεισματωμένα.
Τόντις, είχε μια έπαρση στον ορθόν αυχένα της, πού κρατούσε περήφανα ευθύ το κεφάλι της, και βεβαίωνε κάποιο αίσθημα κυριαρχίας πού θάπρεπε σίγουρα να έχει. Πρόσεξα καλύτερα το πρόσωπο της, με την επιδερμίδα σαν από φεγγερό φίλντισι, σχεδόν γλυπτό, με τη μικρή μύτη και τα λεπτεπίλεπτα ρουθούνια της, ελαφρά γρυπή -Κλεοπάτρα τη λέγαμε, γελώντας, στο Παρίσι, μα είταν πραγματικά μύτη Κοεμτζίνας, με κείνα τα μάτια της…
Από μια στενή σκάλα, ανεβήκαμε πιο πάνω, στην τζαμωτή ταράτσα, το λιακωτό, για τις φωτεινές μέρες του χειμώνα, με γλάστρες και φυτά, γύρω, τριγύρω και πολυθρόνες από κει, έχεις μια πλέρια θέα στο τοπίο, προς το βουνό και το δάσος, και προς την πεδιάδα. Ξανακατεβήκαμε στα συγχρονισμένα διαμερίσματα, και με πήγε στο δικό της, καμωμένο εντελώς μοντέρνο, με παριζιάνικο γούστο και παριζιάνικες αναμνήσεις, φαρδύ ντιβάνι, βιεννέζικα χαλιά χάμου, και στους τοίχους δυο γνήσιους πίνακες, ένα μικρόν του Chagall με αιωρούμενους αγγέλους μέσα σε λυρικούς τόνους από κυανά και ροζ και πράσινα, κ’ έναν παλιόν του Μπράκ, φιγούρα με μαύρο, μελί και πράσινο σκούρο, αυτό που λέγαμε στο Παρίσι «πράσινο Μπράκ». Είχε και αναπαραγωγές από δυο πίνακες του Πικασσό. της ρόδινης και της κυανής περιόδου, κ’ ένα μικρό τοπίο του Ρουώ, με σκοτεινά πράσινα και σκοτεινά κόκκινα και μαύρες γραμμές. Η εκλογή της έδειχνε πώς προτιμούσε να βλέπει πίνακες σε χρώματα και τόνους εξαιρετικής ευαισθησίας κ’ έκφρασης, εικόνες ονείρου. Στο τραπεζάκι της νυχτός, ένα μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι και βιβλία για τέχνη, εικονογραφημένα, και μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Βασίλη, η μορφή του, στο πρώτο πλάνο, και μια τη μητέρας της, της Μιλίτσας, ολόσωμη, μεγαλωμένη από βιαστική φωτογραφία της μηχανής της Λίζας. Την έδειχνε, όπως τη θυμάμαι πού την γνώρισα, με απλό ταγιέρ, στον κήπο του κάστρου, ίδια η Λίζα! Έλειπε ο πατέρας, το σκέφθηκα και η Λίζα σα να κατάλαβε τη σκέψη μου.
«Ο Βασίλης πιάνει τη θέση του πατέρα κοίταξε, τι ομοιότητα!»
Άνοιξε ένα συρτάρι κ’ έβγαλε τη φωτογραφία του Στέλιου Κοεμτζή, πού τόντις έμοιαζε με το Βασίλη, αλλ’ όχι τόσο όσο η Μιλίτσα με τη Λίζα. Η Λίζα την πήρε με προσοχή, την τοποθέτησε πάλι στο συρτάρι και τόκλεισε. Απάνω στο τζάκι, τράβηξε την προσοχή μου, ένα παλιό βενετσιάνικο ρολόγι από άσπρη πορσελάνη με βαθυκύανα κοσμήματα. Και η Λίζα το σχολίασε:
«Είναι το μόνο παλαιϊκό πράγμα πού έχω στην κάμαρα μου, χωρίς όμως νάναι από παλιόν καιρό. Μου τόφερε ο Βασίλης, λίγο πριν απ’ τον πόλεμο, όταν γύρισε απ’ τη Λόντρα. Μου είναι πολύ αγαπητό».
Ύστερα, ήρθε στη δική μου κάμαρα, για να δει αν όλα είταν εν τάξει, και καθήσαμε λίγο στο μεγάλο καφασωτό παράθυρο, πού απ’ αυτό έβλεπες την ίδια εξαίσια θέα προς τα νοτιοανατολικά, κάτω στη βουνοπλαγιά, την πολιτεία και πέρα, στο μακρινό βάθος, χανόταν το βλέμμα στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Όταν ξαναγυρίσαμε, κοίταξα τα μάτια της καθώς γελούσε. Η ίριδα, γύρω από τη μαύρη κόρη, χρύσιζε αχτιδωτά και κλεινόταν από ένα μαύρο κύκλο, στην παρυφή της, ένα λεπτό δαχτυλιδωτό μαύρο κύκλο. Είχε δεμένα τα μαλλιά της με μια μαύρη βελουδένια κορδέλλα για να τα κρατεί ενάντια στον αγέρα, κ’ είταν σα σκοτεινό διάδημα στα καστανά μαλλιά, πάνω από το λευκό – φιλντισένιο πρόσωπο. Μου ήρθε τότε, η έξαφνη τρέλλα, να πιάσω το πρόσωπό της μέσα στα χέρια μου, κ’ ίσως η τρέλλα μου ν’ άστραψε στο βλέμμα μου, και το βλέμμα μου με πρόδωσε, γιατί είδα τη Λίζα να σηκώνεται απότομα με τη σερπετή λυγεράδα του κορμιού της. Της είπα:
«Δε θα ταξιδέψετε καθόλου, μετά απ’ το γάμο;».
«Ο Βασίλης με χρειάζεται, τώρα, για κάμποσο χρονικό διάστημα», είπε και φάνηκε να ησύχασε βλέποντάς με. «Ο Κωστής ήθελε να πάμε στη Νέα Υόρκη βλέπουμε, αργότερα», και με το χαμόγελο πάλι στα μάτια της, «θα περάσουμε να σε δούμε στην Αθήνα μα τώρα δεν μπορώ ν’ αφήσω το Βασίλη».
«Είναι η Ρωξάνη, εδώ…».
«Ναι, κι ωστόσο χρειάζομαι κ’ εγώ. Ποιος θα τον προσέχει; Ποιος θα φροντίζει για το Βασίλη; Η Ρωξάνη δε φτάνει -και δεν έχουμε άλλον δικό μας, Λάρρυ».
«Δε μου φαίνεται νάχει τόση ανάγκη φροντίδας ώστε να μην κάνεις το ταξίδι σου, μετά απ’ το γάμο…».
«Τώρα, πάλι ανησυχώ για το Βασίλη, Λαρρυ», είπε η Λίζα και ήρθε πιο κοντά μου καθώς κατεβαίναμε πάλι στον πρόδομο, «τον τραβά το αντάρτικο και δεν αντέχουμε κι άλλη περιπέτεια. Γι’ αυτό ανάγκη νάμαι εδώ».
«Ναι, τώρα καταλαβαίνω -μα ο Βασίλης έχει γερό μυαλό, τον ξέρω αρκετά- τούτη τη στιγμή όμως, σκέφτουμαι το γάμο σου, είναι μεθαύριο», είπα και στάθηκα λίγο στη σκάλα, δεν συμπλήρωσα τη φράση, όπως τη σκεπτόμουνα, άλλαξα, από δειλία ίσως, ή ίσως κι από αλαζονεία και πρόσθεσα κοινοτοπίες, «θάναι ο Βασίλης και όλοι μας, να χαρούμε τη δική σου χαρά».
«Ναι! Ναι!…» γέλασε η Λίζα το κοριτσίστικο γέλιο της.
Στις δυο πλευρές του πρόδομου, βορειοδυτικά και νοτιανατολικά, δυο πόρτες, χωστές στον τοίχο, άνοιγαν σε δυο αίθουσες. Στη βόρεια πλευρά, είταν το σαλόνι, με τρεις κρυστάλλινους πολυέλαιους, ένα πελώριο τζάκι και δυο αψηλές πήλινες θερμάστρες, άσπρες και κυανές, πολυθρόνες γαλλικού στυλ, αυτοκρατορίας, ένα πιάνο με ουρά, πίνακες ελλήνων ζωγράφων, θαλασσογραφίες και τοπία του Βολανάκη, του Χατζή, και στον άλλον τοίχο, πάνω από τον μακρύ καναπέ, ένα μικρό τοπίο του Μανέ, όλο φως, γαλάζιο και λευκό, κ’ ένα φλογάτο γυμνό του Ρενουάρ.
«Βλέπεις τι κωμικά πού είναι εδώ – σαν παζάρι… Ξέρεις, η σκληρότερη τυραννία μου, είταν αυτό».
Η Λίζα μου έδειξε το πιάνο, πού απάνω του είταν στημένα δυο βάζα από τις Σέβρες, αποκτήματα του Στέλιου, μαζί με το Ρενουάρ και το Μανέ, στα πρώτα καλά χρόνια του γάμου με τη Μιλίτσα. Η Λίζα συνέχισε:
«Δεν είταν μονάχα το διάβασμα, η μελέτη ώρες ολόκληρες- με υποχρέωναν να παίζω, όταν είταν κόσμος, κ’ έπαιζα σαν κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα, μ’ ένα αίσθημα ασφυξίας…»
«Δεν επαναστατούσες;»
«Επαναστατούσα καμμιά φορά αρνιόμουν και κλειδωνόμουνα στην κάμαρά μου, άλλοτε κρυβόμουνα -μα τότε, είχα τύψεις, τρομερές τύψεις, και φόβους…»
«Μήπως αυτό το αντιθετικό αίσθημα της επανάστασης και της συγκράτησης, της εξέγερσης και της μεταμέλειας, μήπως τόχεις και τώρα;»
Η Λίζα με κοίταξε, με περιέργεια, ανοίγοντας τα μάτια της τα μάτια της τα χρύσωνε τώρα το φως του δειλινού, πού γλιστρούσε σε δέσμες από τ’ αψηλά παράθυρα.
«Ναι…», είπε σαν αφαιρεμένη, «υπέφερα πολύ, Λάρρυ, από φόβους μα, τι νόημα έχει το ρώτημά σου;»
«Συλλογίζουμαι, μια τωρινή σου επανάσταση…»
Το κρυστάλλινο, το κοριτσίστικο γέλιο της Λίζας γέμισε τη μεγάλη σιωπηλή αίθουσα. Ύστερα μούδειξε και περάσαμε στο γραφείο του Στέλιου, στην άκρη της πτέρυγας, πού τώρα εργαζόταν σ’ αυτό ο Βασίλης. Γειτόνευε με τη βιβλιοθήκη, πού δεν είχε λιγώτερους από κάπου τρεις χιλιάδες τόμους και πάλι, μια αψηλή πήλινη θερμάστρα.
«Τα πιο πολλά απ’ αυτά τα βιβλία, τα μάζεψε η μητέρα», είπε η Λίζα, «είναι λίγα επιστημονικά, οικονομολογίας και κοινωνιολογίας, του πατέρα και του Βασίλη, μα οι πιο σπάνιες εκδόσεις, σαν αυτά (η Λίζα μούδειξε σειρές από ετερόκλιτα γαλλικά γερμανικά βιβλία, τυπωμένα από τα μέσα του ΙΖ’ ως τις αρχές του ΙΗ αιώνα) είναι του παππού, πού μάζευε ακρίβα βιβλία, μανία συλλέκτου μάλλον, ίσως και για επίδειξη πραγματικά, φανατική αναγνώστρια είταν μόνο η μητέρα».
«Κι’ εσύ».
«Αλήθεια, εδώ είταν το καταφύγιο και η μοναξιά των παιδικών χρόνων».
«Νομίζω πώς η μοναξιά είταν για σένα και καταφύγιο…»
«Ίσως. Και στο Παρίσι, το πιο πολύ, μόνη μου ζούσα. Δεν πήγαινα ποτέ σε πολυπρόσωπα πάρτιζ, δεν πήγα ποτέ στο χορό των Κατζάρ συνηθισμένη συντροφιά μου είταν ο Έρικ, κ’ εσύ…»
«Αισθηματικός δεσμός, με τον Έρικ;»
Η Λίζα κοκκίνισε, όπως σπάνια, και χαμήλωσε το βλέμμα, ύστερα.
«Στο Παρίσι», είπε πάλι εναντιωμένη, «δε μου έκανες τέτιες αδιάκριτες ερωτήσεις», κ’ έμεινε σοβαρή. Κατάλαβα το σφάλμα μου. μα πιο πολύ κατάλαβα πώς τίποτα δεν τη ζέσταινε, κοντά μου έμενε σταθερά, φιλική και μακρινή.
Μ’ οδήγησε στην άλλη, τη νότια πλευρά πού απλωνόταν η μεγάλη τραπεζαρία, και συνέχεια, πιο πέρα, ένα μικρό σαλόνι-καπνιστήριο και μια μικρή αίθουσα μ’ ένα ξεθωριασμένο μπιλλιάρδο.
«Περίπου, τελειώσαμε», είπε η Λίζα, «τώρα όπου και νάναι θάρθουν ο Κωστής κι ο Βασίλης».
«Μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι;»
«Τι;», ρώτησε η Λίζα μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο, με κάποια αμηχανία.
«Τι βιβλία διάβαζες πιο πολύ, απάνω στην εφηβεία σου, πριν φύγεις στο Παρίσι;»
«Α! το πιο πολύ, τα βιβλία της μητέρας -γαλλική ποίηση, τους ρομαντικούς Μπωντλαίρ- ρωσσικό και βορινό μυθιστόρημα, Ντοστογέφσκι, Χάμσουν, θέατρο του Ίψεν…»
«Την Έντα Γκάμπλερ…»
«Ναι, και την Έντα Γκάμπλερ», αποκρίθηκε η Λίζα συλλογισμένη, και μούδωσε, τότε ένα βιβλίο πού είχα σκύψει και το είχα προσέξει στη βιβλιοθήκη, είταν μια σειρά κριτικές και δοκίμια του Georges Rodenbach -του βέλγου ποιητή, πού πολύ τον διάβασα, στην δική μου την εφηβεία μου, στην, Αθήνα,- σε δεμένο με δέρμα και χρυσάφι, ωραίον τόμο, βιβλίο της Μιλίτσας. Μουπε η Λίζα, πώς μου το χάριζε «γι’ ανάμνηση», και το πήρα με πολλή αγάπη.
Ξαναπεράσαμε στον πρόδομο και βγήκαμε στο πλατύ το υπόστεγο, στο πρόθυρο, στρωμένο με γκριζωπό μάρμαρο, κάτω από τις αψιδωτές στοές το καλοκαίρι, οι Κοεμτζήδες και οι καλεσμένοι τους, γευμάτιζαν εκεί, αντίκρυ στον κήπο με τα λουλούδια και στη δεξαμενή με τα νούφαρα. Σταθήκαμε λίγο σιωπηλοί, κι άνοιξα το βιβλίο και το περιεργαζόμουνα, όταν μας τράβηξε η φωνή της Ρωξάνης, πού ερχόταν πίσω μας.
«Ο κήπος δεν είναι ακόμα έτοιμος – του χρόνου θάναι καλύτερα Λαέρτη, πρώτη φορά είδες το σπίτι».
«Ναι, και μ’ άφησε πολύ σκεφτικόν».
«Έχει ακόμα πολλές ελλείψεις – φροντίζουν κιόλας κι ο Βασίλης κι ο Κωστής».
«Δεν είν’ αυτός ο λόγος πού με κάνει να σκέφτομαι, αλλά τα χρόνια».
«Χα…» γέλασε η Λίζα, «τα φαντάσματα!»
«Όχι θλιβερά θέματα, τώρα, για όνομα του θεού!» φώναξε χαρούμενη η Ρωξάνη, «μεθαύριο έχουμε το γάμο, κι αύριο πολλή δουλειά -έρχεται καινούρια υπηρεσία από τη Θεσσαλονίκη…»
Μα να, ακούστηκε και φάνηκε σε λίγο να βγαίνει απ’ την αντικρυνή τη σκοτεινή αλλέα η μεγαλόπρεπη Κάντιλλακ του Πάντρικα έρχουνταν ο Πάντρικας κι ο Βασίλης και μαζί τους ένας αμερικάνος του νιουγιορκέζικου Worth, πού συνόδευε το νυφικό της Λίζας. Πίσω τους, κι άλλο αυτοκίνητο με το Δημήτρη το Ζαμβέτσα και τη γυναίκα του, και το γιατρό τον Μούτα, πού είταν καλεσμένοι για το βραδυνό γεύμα.
«Sweetheart!», φώναξε με τρεμάμενη φωνή ο Πάντρικας, πήδηξε από τ’ αυτοκίνητο, με μια κίνηση πού θάθελε νάναι νεανική, μα πού έγινε πολύ αδέξια, κάπως κωμικά, κι αγκάλιασε τη Λίζα, «το έφεραν, το έφεραν! sweetheart, είναι οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου!». Η Λίζα όμως, μόνο μάλλον μελαγχολικά χαμογέλασε, πρώτη φορά χωρίς τη μεγάλη χαρά της.
Κατέβηκε κι ο αμερικάνος, ο Τζόζεφ Κρήγκ και τράβηξε από μέσα, το πακέτο με το νυφικό. Έπρεπε αμέσως να το δοκιμάσει, η Λίζα και χάθηκαν, η Λίζα, η Ρωξάνη, η Ελένη η Ζαμβέτσα κι’ ο Τζόου, πήγαν στο απάνω πάτωμα. Οι άντρες πού μείναμε, ξεκινήσαμε για έναν περίπατο, πριν βραδιάσει ήρθε μαζί μας κι’ ο Κοσμάς. Στα περασμένα εξήντα του, ο Κοσμάς σφιχτοδεμένος, κοκκινοπρόσωπος, με μικρά έξυπνα μάτια και ψαλιδισμένο γκρίζο μουστακάκι, στεκόταν σα νέος, φαινόταν πιο νέος απ’ τον Πάντρικα. Κουβέντιαζε με τον Πάντρικα, το Βασίλη και το Δημήτρη για την αξιοποίηση των κτημάτων, για τις βιομηχανίες, για την ανάπτυξη της φρουτοπαραγωγής και της βιομηχανίας της. Ο Πάντρικας είταν πολύ αισιόδοξος, μα αισιόδοξος από ερωτά.
«Πολύ ωραία είν’ εδώ πάνω, παιδιά», είπε κοιτάζοντας το τοπίο, «μα δε θα μπορούσα να μείνω, χωρίς τη Λίζα. Στη Λίζα θα χρωστάτε, ό,τι κι αν κάνω, και τη διαμονή μου, εδώ — θέλω να βάλει μπρος κι ο Δαμιανός ο Καράλης, να ομορφήνουμε και το κάστρο και την πόλη, κάτω Δημήτρη, παιδί μου, κοίταξε για μια καλή θέση για τα εργοστάσια και θα φέρουμε τα πιο μοντέρνα μηχανήματα από την Αμερική».
«Το αντάρτικο δεν τελείωσε», είπε τότε ο Βασίλης, γύρισε και με κοίταξε κι αμέσως ύστερα, κοίταξε προς το βουνό.
«Ξέρετε, πώς στην πόλη, τα κορίτσια για να πάνε από τη μια ταράτσα στην άλλη, φορούν τεντζερέδες στο κεφάλι -κάποτε περνούν αδέσποτες σφαίρες», είπε ο Μούτας, διακόπτοντας τη σιωπή του και ξανάπεσε πάλι σε σιωπή.
«Έλα, γιατρέ!», έκανε ο Κοσμάς πονηρά με υπαινιγμό, «αυτά είναι υπερβολές θα δήτε, κύριοι, πώς θα ησυχάσουν τα πράματα, και συμφώνησαν ο Πάντρικας κι ο Ζαμβέτσας.
«Με την Αμερική, τώρα, όλα θα πάνε καλά», είπε γελαστός με βεβαιότητα ο Παντρικάς , και πρόσθεσε προς το Βασίλη, «πρέπει να έλθεις αργότερα στην Αμερική, για μια μετεκπαίδευση, θα γίνεις άλλος άνθρωπος».
«Και θέλω νάρθω, να γνωρίσω τις βιομηχανίες από κοντά, και να δω τον τρόπο πού ζουν οι αμερικανοί…».
Περπατήσαμε αρκετά, έξω από το περιτοίχισμα του πάρκου και σ’ ένα γύρισμα του δρόμου, σταθήκαμε να χαρούμε το τοπίο με τα υψώματα τριγύρω και τους βαθιούς λαιμούς, βουτηγμένα στο πράσινο. Ο Πάντρικας είπε σε μένα, πού ήξερα κιόλας την Αμερική:
«Δέ μοιάζει ο τόπος με τα Κάτσκιλς, πάνω από τη Νέα Υόρκη; Σα να βλέπω, ψηλά από το Μπέρντκλιφ…».
«Τα Κάτσκιλς», είπα, έχουν ένα βαθύτερο ρομαντικό τόνο, και τα Αντιρόντακς-θάλεγα πως η εικόνα τους είναι πιο πρωτόγονη και φωτίζουνται με λιγώτερο φως…».
«Α! Τι ωραία πού το παριστάνεις, με λέξεις, Λαέρτη, πατέρα του Οδυσσέα – Α! αυτό είναι η κλασσική μόρφωσις!».
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού και συλλογιζόμουνα, πώς είταν δυνατόν να ζήσει η Λίζα μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Μα, έλεγα κιόλας, ίσως νάταν πονηρότερος απ’ όσο φαινόταν, καθώς έπαιζε ανάμεσα στον μελοδραματικό τόνο και στη σκεπασμένη ειρωνία, μ’ ένα μόνιμο στόχο: ν’ αρπάξει τη γυναίκα πού ήθελε. Είχε νυχτώσει πια, και πίσω στο κάστρο μας περίμενε το απεριτίφ και το γεύμα .Η Λίζα μας δέχτηκε, πέφτοντας στην αγκαλιά του Βασίλη, σα να ζητούσε προστασία. Μα αμέσως το κατάλαβε και γύρισε στον Πάντρικα, του χαμογέλασε, με την τρυφερότητα πού του έδειχνε, κι ο Πάντρικας δεν εύρισκε λόγια να εκφράσει την έξαρσή του. Ήπιαμε τσίπουρο του τόπου εκτός από τον Πάντρικα και τη Λίζα, πού επέμειναν στο σκωτσέζικο γουΐσκυ, κι όταν καθήσαμε στο τραπέζι, είμασταν κιόλας ελαφρά στο κέφι, κ’ ήρθαν καλά κρασιά του τόπου, προπάντων το μαύρο -δυνατό, πιπεράτο. Έφτασε τελευταίος κι ο Τζόου, γιατί δούλευε στο νυφικό της Λίζας για κάτι μικρά διορθώματα.
«Πώς βρίσκεις τη Λίζα και το νυφικό, Τζόου;» ρώτησε με έμφαση ο Πάντρικας. Η Λίζα γέλασε το παιδιάστικο γέλιο της, μα η Ρωξάνη φάνηκε εκνευρισμένη, έρριξε ένα οργισμένο βλέμμα στον Κωστή.
«θάναι μια θαυμάσια κούκλα!», είπε ο Τζόου, «και μ’ αρέσει το τσίπουρο!»
Μα έφτασε κι ο Κοσμάς, πού έλειψε για μια δουλειά στην πόλη, κ’ έφερε μαντάτα, πώς μια ομάδα από κάπου δέκα αντάρτες «πάτησαν» το Ντραζίλοβο, άρπαξαν κ’ έφυγαν.
«Θα μπορούσαν να κατεβούν κι ως την πόλη;» ρώτησα.
«Όχι δα, δεν μπορεί μήτε λόγος να γίνει για τέτοιο γιουρούσι», είπε ο Κοσμάς ήσυχος και πρόσθεσε, «είναι αλήθεια, πώς ή πολιτεία δεν προστατεύεται όπως πρέπει. Υπάρχουν φρουρές και στα υψώματα πού κυριαρχούν, στον άγιο Θεολόγο, στον προφήτ’ Ηλία, μα δε φτάνουν… θα στείλουν κι άλλον στρατό από τη Θεσσαλονίκη, μολονότι δεν υπάρχουν αντάρτικες μονάδες στο Βέρμιο ικανές για οποιαδήποτε επίθεση. Κι ως να τις μαζέψουν, -σίγουρα θ’ αλλάξουν τα πράγματα- θα έχουν διαλυθεί…».
Ο Βασίλης ωστόσο βρήκε την ευκαιρία, για να ξαναπεί στη Λίζα, τι καλά θάταν νά-φευγαν με τον Πάντρικα, μετά απ’ το γάμο, ως πού να καθαριστεί ή περιοχή, νάρθει πλέρια ησυχία. Μα η Λίζα, με το ίδιο γέλιο της, επέμεινε:
«Δε θα σου περάσει! θα μείνουμε εδώ ως του χρόνου, κ’ ύστερα, βλέπουμε. Δεν είν’ έτσι, Κωστή;»
«Κρατάς τον Κωστή να μείνει, για το χατήρι σου», είπε ο Βασίλης.
«Η επιθυμία της Λίζας είναι επιθυμία του Κωστή», φώναξε με ενθουσιασμό ο Πάντρικας, και στη Λίζα «η ευτυχία σου είναι και δική μου!»
«Γιατί να φύγουν; Βασίλη, τί ανακατεύεσαι; Αφού κ’ η Λίζα κι ο Κωστής, έτσι θέλουν, τόσο το καλύτερο να μείνουν δε βλέπω δα και τόση αναταραχή κι ανησυχία» , είπε η Ρωξάνη, κ’ είχε ο τόνος της και χαρά, και πείσμα.
Φώναξαν κ’ οι Ζαμβέτσηδες την αγαλλίασή τους πού θα μένανε οι νιόπαντροι, ο Δημήτρης αυτό ήθελε, νάχει κοντά εδώ τον Πάντρικα, για να φέρει κεφάλαια και μηχανήματα. Και η Λίζα πήρε λίγο το υφός νικήτριας, μα είταν διάφανο και πίσω του, άρχισα να βλέπω πώς δεν είταν τόντις τόσο ευτυχισμένη, όσο ήθελε να δείχνει. Κάποια χαρά σάλευε βαθειά, μέσα μου.
Ο Πάνος Καραβίας γεννήθηκε στην Αθήνα, γόνος πλούσιας οικογένειας με καταγωγή από την Ιθάκη. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία ήδη το 1921 με τη δημοσίευση του ποιήματος Holland Park στο περιοδικό Μούσα. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων στο ίδιο περιοδικό. Την ίδια περίοδο και ενώ δεν είχε ακόμη τελειώσει το γυμνάσιο (1923) έγινε μέλος της δημοτικιστικής ομάδας Φοιτητική Συντροφιά και κατά τη διάρκεια εκδήλωσής της στο Ελληνικό Ωδείο έδωσε διάλεξη για το έργο του Κώστα Ουράνη, θέμα με το οποίο είχε ασχοληθεί και σε δημοσιεύματά του στην εφημερίδα Αθηναϊκή δυο χρόνια νωρίτερα. Από το 1924 ως το 1930 έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ελεύθερη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και στο Κολλέγιο της Γαλλίας, ενώ μετά από σύσταση του Κώστα Ουράνη -με τον οποίο ο Καραβίας είχε γνωριστεί μετά τη διάλεξη του 1923- συνεργάστηκε παράλληλα ως ανταποκριτής με την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα στράφηκε επαγγελματικά στη δημοσιογραφία. Εργάστηκε στη γαλλόφωνη εφημερίδα της Αιγύπτου Αλ Αχράμ (ως μόνιμος ανταποκριτής στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1934-1946) και τις αθηναϊκές εφημερίδες Εστία, Εθνική και Ασύρματος, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος με διάφορα ψευδώνυμα στον παράνομο Τύπο. Από το 1946 ως το 1955 έζησε στη Νέα Υόρκη ως αρχισυντάκτης της ελληνόφωνης εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ (1946-1947), και ανταποκριτής των αθηναϊκών εφημερίδων Αθηναϊκή (1951-1953) και Ελευθερία (1946-1955)· με την τελευταία διατήρησε τη συνεργασία του και μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, δημοσιεύοντας επιφυλλίδες και πολιτικά άρθρα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Ελλάδα (1935-1939) και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης (από το 1950). Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Σελέστ Πολυχρονιάδη. Πέθανε στην Αθήνα. Παράλληλη με τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα υπήρξε η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία και το δοκίμιο. Ο κύριος όγκος του λογοτεχνικού έργου του Πάνου Καραβία αποτελείται από πεζογραφικά έργα. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Σήμερα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους λειτουργίας του (1933) και συνεργάτης των περιοδικών Πειραϊκά Γράμματα, Νέα Εστία και Καινούρια Εποχή. Την πρώτη του έκδοση πραγματοποίησε το 1930 με τη συλλογή διηγημάτων Η νύχτα με τα πολύχρωμα φώτα. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου (1958 για τη συλλογή Πορεία χωρίς άστρα και 1970 για το Πάθος γραφής και τα τοπία), το Α΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1963 για το έργο Ίσκιος στον ορίζοντα), το βραβείο δοκιμίου της ομάδας των Δώδεκα (1963 για τις Θέσεις), το βραβείο δοκιμίου του Πανεπιστημίου Αθηνών (1970 για το Πάθος γραφής και τα τοπία), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1971 για το μυθιστόρημα Αστερισμοί). Το έργο του Πάνου Καραβία τοποθετείται στα πλαίσια της ελληνικής λογοτεχνίας της μεσοπολεμικής περιόδου, ανάμεσα στους πεζογράφους της αποκαλούμενης γενιάς του ’30. Με καταβολές στα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού, του ρομαντισμού και του εξπρεσιονισμού και ξεκινώντας την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία από το χώρο της ποιητικής γραφής, ο Πάνος Καραβίας μετέφερε την ποιητική διάσταση και στα πεζογραφήματά του. Το σύνολο του έργου του αποκαλύπτει την προσωπική του αφηγηματική μυθολογία (την οποία παρουσίασε και στα δοκιμιακά έργα του) με έντονη την παρουσία στοιχείων όπως είναι η υπονόμευση των παραδοσιακών αφηγηματικών δομών, η ονειρική γραφή, ο κοσμοπολιτισμός και ο αισθησιασμός, στα πλαίσια της διαρκούς αγωνίας του για την προσέγγιση μιας εξιδανικευμένης υπερβατικής πραγματικότητας, ικανής να δώσει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πάνου Καραβία βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Καραβίας Πάνος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλέξης, «Πάνος Καραβίας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Δ΄, σ.210-243. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ., Βιβλιοnet).
Στη σελίδα αυτή θα αναζητούμε τη «διαπλοκή» ανάμεσα στην οικολογία και τον πολιτισμό. Να την αναζητήσουμε σε πρόσωπα, σε εποχές, σε ρεύματα σκέψης, σε επετείους, σε κείμενα οικολογίας, φυσιολατρείας, ταξιδιωτικά και περιηγητικά, ποίησης, πεζογραφίας, δοκιμίου, χρονογραφημάτων, σε άλλες μορφές τέχνης όπως τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τη φωτογραφία και τις άλλες εικαστικές τέχνες…
Αναζητούμε έναν νέο πολιτισμό οικολογικής οπτικής…
Σάκης Κουρουζίδης


Σχολιάστε