Προτάσεις για δωρεάν e-book
(«Αυτό το άδειο που είναι μέσα μου, αυτό αδειάζει και τα γύρω μου όλα»)

Έτσι περιέγραφε στην εφημερίδα Το Άστυ, στις 29.3.1893, ο σαραντάχρονος Σουρής τον Ανδρέα Καρκαβίτσα ετών 28, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε εκδώσει το πρώτο του βιβλίο (Διηγήματα, Εκ του Τυπογραφείου της «Εστίας», Εν Αθήναις 1892) και είχε αρχίσει να εργάζεται ως γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι», με το οποίο ταξίδεψε —έως το 1894, οπότε αποφάσισε να επιστρέψει στη στεριά— στη Μεσόγειο, στα παράλια της Μικράς Ασίας, στη Μαύρη Θάλασσα και στον Ελλήσποντο· οι εμπειρίες του από το «Αθήναι» της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας τον ενέπνευσαν στα «θαλασσινά διηγήματά» του Λόγια της πλώρης (Τυπογραφείον της «Εστίας», Αθήναι 1899) τα οποία εστιάζουν στη δύσκολη ζωή των ναυτικών, στη σκληρή προσπάθειά τους να καθυποτάξουν τη θάλασσα την εποχή των ιστιοφόρων, προτού δηλαδή εμφανιστούν τα σύγχρονα του Καρκαβίτσα ατμόπλοια.

Ο νέος λοιπόν, τότε, λογοτέχνης και πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, που γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλίας, ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας με 9 παιδιά, γινόταν στόχος της αιχμηρής σάτιρας του Γεώργιου Σουρή για την επαρχιώτικη καταγωγή του, καθώς εμφανίζεται, γιατρός άνθρωπος, να ταξιδεύει με τη λιάρα προβατίνα του και την γκλίτσα του, στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα — η οποία τον είχε ήδη γνωρίσει από τις συνεργασίες του με τα περιοδικά Εβδομάς (όπου ξεκίνησε τα δημοσιεύει κείμενά του από το 1885, στα είκοσί του χρόνια), Εστία, Η Τέχνη, καθώς και με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Καθημερινή, Εφημερίς, Το Άστυ, Εστία, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, με όλα κοντολογίς τα σημαντικά έντυπα της εποχής.
Ο Καρκαβίτσας, όντως, ήταν άνθρωπος μάλλον κλειστού χαρακτήρα, σοβαρός και μετρημένος, ευθύς, που απείχε από την κοσμική συμπεριφορά των σαλονιών της πρωτευούσης. Έζησε 57 χρόνια (πέθανε περίπου δύο μήνες μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, στις 22 Οκτωβρίου 1922, από καρκίνο), ανύπανδρος (λέγεται ότι ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον νεανικό του έρωτα που δεν ευτύχησε), αν και έγραφε στον φίλο του Κωσταντίνο Χατζόπουλο, στις 26.12.1911 από το Ναύπλιο: «Αυτό το άδειο που είναι μέσα μου, αυτό αδειάζει και τα γύρω μου όλα. […] Και για τούτο δε σκέφτομαι άλλο παρά πόσο καλά θα ήταν να είχα κι εγώ μιαν οικογένεια, να είχα μια γυναίκα κι ένα παιδί, και να κλεισθώ μέσα σ’ αυτά, να τοιχογυριστώ με την αγάπη και τη φροντίδα τους, και να μη βλέπω τον κόσμο παρά πότε και πότε για να γελάσω με την τραγική μου μοίρα και να κλάψω με την κωμική του υπόσταση» (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τα Άπαντα, επιμέλεια: Γ. Βαλέτας, Εκδόσεις Χρήστου Γιοβάνη, Αθήναι 1973, σελ. 238-239). Αλλά ο Καρκαβίτσας δεν μπορούσε να «τοιχογυριστεί» ούτε καν με την αγάπη, καθώς τον κατέτρεχε η ανάγκη της «αειφυγίας», όπως ο ίδιος αποκαλούσε την ανάγκη του να ταξιδεύει διαρκώς. Το 1896 κατατάχτηκε, λοιπόν, ως μόνιμος γιατρός (ανθυπίατρος) στο στρατό, θέση η οποία τον εξασφάλιζε οικονομικά αλλά και κάλυπτε την «αειφυγία» του, χάρη στις διαρκείς μεταθέσεις που φρόντιζε να παίρνει.

Στρατευμένος στο αλυτρωτικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας, συμμετείχε στην «Εθνική Εταιρεία» η οποία συνέβαλε στο φιλοπολεμικό κλίμα που οδήγησε στον Πόλεμο του 1897 — ή στο «Μαύρο ’97», λόγω της ταπεινωτικής ήττας του Βασιλείου της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1909, ο Καρκαβίτσας, ως μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», συμμετείχε στο Κίνημα στο Γουδί — λίγο αργότερα, ωστόσο, έγινε φανατικός αντιβενιζελικός. Πάντως, συγκινήθηκε από τον δημοτικισμό, υπήρξε θετικός απέναντι στη βίβλο του δημοτικισμού το Ταξίδι μου του Ψυχάρη (1888), αν και χωρίς να αποδέχεται τις γλωσσικές του ακρότητες, από το 1890 άρχισε να γράφει αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα τα έργα του, και το 1910 έγινε μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», τη χρονιά ίδρυσής του, συμπράττοντας βέβαια με φίλους και οπαδούς του Βενιζέλου. Αποδοκιμάζοντας την καθαρεύουσα έγραψε χαρακτηριστικά: «…είνε γλώσσα που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμι, σου αλλάζει το αίσθημα. […] Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο· της ρίχνεις φωτιά και σου βγάζει στάχτη· της ρίχνεις αίμα και σου βγάζει λαχανόζουμο» (Α. Καρκαβίτσας, Διηγήματα, ό.π., σελ. ια΄-ιβ΄).
Στους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στα βόρεια, και έμεινε αρκετό καιρό στη Θεσσαλονίκη. Το 1916, αντιτάχθηκε στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, στάση για την οποία αρχικά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, για να εκτοπιστεί ακολούθως από τον Βενιζέλο στη Γέρα της Μυτιλήνης και εντέλει να φυλακιστεί στη Θεσσαλονίκη, έως ότου τεθεί οριστικά εκτός στρατεύματος. Μετά τις εκλογές, όμως, του 1920, στις οποίες ο Βενιζέλος δεν εξελέγη ούτε βουλευτής, ο Καρκαβίτσας επέστρεψε στο στράτευμα, από όπου αποστρατεύθηκε αυτοβούλως λίγο πριν από το θάνατό του, ασθενής και ζώντας πια με τη σύντροφό του Δέσποινα Σωτηρίου.
Αντιβενιζελικός μεν, νατουραλιστής δε συγγραφέας ο Καρκαβίτσας, και μάλιστα ο κορυφαίος έλληνας νατουραλιστής, στο έργο του εκφράζει προοδευτικές ιδέες, και ιδίως στο μυθιστόρημά του Ζητιάνος (1897) απευθύνει δριμύ κατηγορώ για την εξαθλίωση των χωρικών, ασκώντας αυστηρή κοινωνικοπολιτική κριτική.

Τα Λόγια της πλώρης κατά κοινή παραδοχή είναι η αρτιότερη συλλογή διηγημάτων του Καρκαβίτσα, όπου το «καλό» αντιμάχεται το «κακό» χωρίς ελπίδα επιτυχίας — αλλά ο συγγραφέας γράφει χρυσές σελίδες στην ελληνική διηγηματογραφία.
Το Project Gutenberg έχει αναπαραγάγει την πρώτη έκδοση της Εστίας, το 1899· βέβαια, το 1918 ο συγγραφέας προέβη σε δεύτερη έκδοση της συλλογής, στην οποία προχώρησε σε πολλές διορθώσεις. Το βιβλίο έχει αναπαραχθεί στο μονοτονικό σύστημα (produced by Sophia Canonis), με σεβασμό στην ορθογραφία του πρωτοτύπου — αν και η γλώσσα στα Λόγια της πλώρης είναι τέτοια που δεν προδίδει ότι πρόκειται για βιβλίο ηλικίας 113 ετών.

Αφήστε απάντηση στον/στην dimartblog Ακύρωση απάντησης