Οι Αφγανοί καλλιτέχνες είχαν σχετική ελευθερία τα τελευταία χρόνια. Θα διατηρηθεί αυτή και μετά την επικείμενη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων;
—του Chris Sands. Μετάφραση για το dim/art: Μαρία Τσάκος—

Παρότι είναι σχεδόν 90 χρονών και έχει σοβαρά κινητικά προβλήματα, ο Ustad Amruddin δεν αφήνει κανέναν άλλον να κουβαλήσει την «dilruba» του – ένα κλασικό έγχορδο όργανο που σπάνια ακούγεται πια στο Αφγανιστάν, στις μέρες μας. Εδώ και δεκαετίες δίνει συναυλίες για μονάρχες, κομμουνιστές και πολέμαρχους, τον έχουν απειλήσει με φυλακή κι έχει αναγκαστεί να ζήσει στην εξορία. Δε γνωρίζει τι τον περιμένει όταν οι Αμερικάνοι και οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν. «Όλοι ανησυχούν, το ίδιο κι εγώ. Είμασταν άνετοι και ήσυχοι, η ζωή στα σπίτια μας και στη δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Μα όταν οι ξένες δυνάμεις αποχωρήσουν δεν είμαι βεβαίος ότι θα συνεχίσουν να μας υποστηρίζουν», λέει.
Παρόλο που το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας συνεχίζει να υποφέρει και μετά από την αμερικάνικη επέμβαση, οι καλλιτέχνες αδιαμφισβήτητα βρέθηκαν σε πολύ καλύτερη θέση απ’ ότι ήταν πριν, σε ό,τι αφορά την ελευθερία έκφρασης. Πολλοί απ’ αυτούς λοιπόν αναρωτιούνται τώρα αν αυτό το βελτιωμένο καθεστώς είναι βιώσιμο. Ακόμα και στην ίδια την Καμπούλ, υπάρχουν ήδη σημάδια σταδιακής επιστροφής στο πιο συντηρητικό και πολιτικά φορτισμένο παρελθόν, στην εποχή όταν όλοι, από τους ζωγράφους ώς τους ποιητές, αντιμετώπιζαν σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή τους, απλώς και μόνο εξαιτίας του έργου τους.

Ο Amruddin ήταν ακόμα παιδί όταν πρωτόπαιξε dilruba και σύντομα προσελήφθη ως μουσικός στον —μοναδικό τότε— εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό στο Αφγανιστάν. Σε αντίθεση με μερικούς από τους συναδέλφους του, η καριέρα του απογειώθηκε επί σοβιετικής κατοχής, από το 1979 ώς το 1989, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε. Τα χειρότερα ήρθαν όταν το καθεστώς ανακάλυψε πως συνήθιζε τακτικά να δίνει συναυλίες για τον Abdul Rahid Dostum, έναν διάσημο πολέμαρχο. Φοβούμενος τη σύλληψη, ο Amruddin επιχείρησε να διαφύγει στο Πακιστάν με το dilruba που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Οι Ταλιμπάν τον σταμάτησαν και κατέστρεψαν εσκεμμένα το μουσικό του όργανο. «Είμαι ακόμη θυμωμένος, αλλά επειδή τώρα μπορούν να με σκοτώσουν, έχω καταπνίξει αυτή την οργή», λέει.

Οι δημόσιες συναυλίες έγιναν ξανά συνηθισμένο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, όχι βέβαια πάντοτε χωρίς προβλήματα. Μια παράσταση που είχε προγραμματιστεί για τον προηγούμενο μήνα δεν έγινε τελικώς και οιαξιωματούχοι του καθεστώτος που την παρεμπόδισαν φέρονται να επικαλέστηκαν ως λόγο το ότι η μουσική ήταν «απαγορευμένη».
Εξάλλου, οι απειλές έχουν γίνει κομμάτι της καθημερινότητας και των συντελεστών της εκπομπής Afghan Star, ενός τάλεντ-σόου για επίδοξους τραγουδιστές. Ο Mohammad Qasem Ramishgar, μέλος της κριτικής επιτροπής της εν λόγω εκπομπής, ομολόγησε πως τα απειλητικά email και τηλεφωνήματα που έχει δεχθεί κατά καιρούς τον έχουν φοβήσει, προσθέτοντας πως το πραγματικό πρόβλημα είναι ο μέινστριμ φονταμενταλισμός και όχι οι διάφορες ομάδες ανταρτών. «Στη χώρα μας, δίνουμε πολύ μεγαλύτερο βάρος στο λόγο ενός μουλά απ’ ότι στο λόγο οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου», λέει.
Και μπορεί σήμερα μία συντηρητική ερμηνεία του Ισλάμ να θεωρείται η κύρια πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι τέχνες στο Αφγανιστάν, όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ταραγμένων ετών, ένας πολιτισμικός πόλεμος εξελίσσεται δίπλα σε εκείνον των χαρακωμάτων, ανάμεσα σε όλους όσοι διαγκωνίζονται για ισχύ.

Όταν ήταν στα πράγματα οι κομμουνιστές, η τέχνη τύχαινε καλής μεταχείρισης μόνον εφόσον προήγε την κυβερνητική γραμμή, ενώ σε διάφορη περίπτωση την καταδίωκαν. Ο Abdul Wasi Rahraw Omarzad, διευθυντής του Κέντρου για τη Διάδοση της Σύγχρονης Τέχνης του Αφγανιστάν («Center for Contemporary Arts of Afghanistan») λέει πως, στην πραγματικότητα, τότε ξεκίνησε το όλο πρόβλημα. «Το κίνημα των εικαστικών τεχνών προχωρούσε αργά μεν αλλά είχε δυνατότητες εξέλιξης. Όταν ήρθαν οι Ρώσοι, το σταμάτησαν εντελώς και είπαν: “φτιάξτε αφίσες και σοσιαλιστικό ρεαλισμό”». Ο Omarzad έκανε φυλακή για ένα μήνα στη δεκαετία του ΄80 με την αιτιολογία πως σχεδίαζε αντι-κυβερνητικές γελοιογραφίες. Παραδέχεται πως τον απειλούν και πως διστάζει να μιλήσει για να μη φοβίσει και άλλους ανθρώπους. «Δε θέλουμε να σκεφτόμαστε αρνητικά για την όλη κατάσταση», είπε. «Ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον».

Όπως και σε προηγούμενες εποχές, οι γυναίκες με δημόσιο προφιλ είναι εκείνες που μοιραία αντιμετωπίζουν και τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και οι συγγενείς τους δυσανασχετούν με την φήμη τους.
Τον Ιούνιο του 2012, η Ghazala Javed, μία Παστούν τραγουδίστρια με τεράστια δημοτικότητα και ο πατέρας της, δολοφονήθηκαν στην πόλη του Peshawar, στα σύνορα με το Πακιστάν. Μια ακόμα Παστούν γυναίκα τραγουδίστρια, η Yasmin Gul, πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες στην Quetta, στο Πακιστάν, το 2010. Μια τρίτη, την Ayman Udas, υποτίθεται πως την σκότωσαν στο Peshawar, το 2009, τα αδέλφια της.

H Sonia Sarwari, μια πολύ νεαρή Αφγανή ηθοποιός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, πιστεύει πως αξίζει να αναλάβεις αυτό το ρίσκο. Πέρυσι, έπεσε θύμα επίθεσης από έναν άνδρα ο οποίος της έριξε κάποιου είδους σκόνη στα μάτια με στόχο, προφανώς, να την τυφλώσει. Εκείνη δεν ανέφερε καν την επίθεση στην αστυνομία γιατί αμφέβαλλε ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να τη βοηθήσουν. «Γνωρίζουμε πως αν επιστρέψουν οι Ταλιμπάν θα μας σκοτώσουν όλους – εμάς που είμαστε γνωστοί από την τηλεόραση, πρώτους-πρώτους. Γιαυτό και ανησυχούμε· όχι μόνον εμείς οι ηθοποιοί αλλά και όλη η κοινωνία του Αφγανιστάν», λέει.
Όταν ρωτήθηκε αν θα συνεχίσει να παίζει παραταύτα, πρόσθεσε: «Φυσικά,. Είμαι Αφγανή και άρα δεν αποδέχομαι την ήττα, θα συνεχίσω μέχρι να πεθάνω».
Πηγή: Global Post
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ελευθερία λόγου/δικαιώματα < Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ
