—τοῦ Χρήστου Νάτση—
«Πρέπει νὰ σταματήσουμε τὸν ἐγκέφαλο αὐτὸ νὰ δουλεύει γιὰ εἴκοσι χρόνια». Μ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ εἰσαγγελέας ἀπύθυνε τὴν ἔκκληση φυλάκισης τοῦ Ἀντόνιο Γκράμσι, στὸ φασιστικὸ δικαστήριο τὸ 1927. Θα ξεκινοῦσε μία περίοδος ἰλιγγιώδους θεωρητικῆς παραγωγῆς μέσα στὴ φυλακή, ἕνα σύνολο περίπου 3000 σελίδων, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὰ περιβόητα Τετράδια τῆς φυλακῆς, ἕνα ἔργο ἀποσπασματικὸ ποὺ γονιμοποίησε ὅσο λίγα τὴ μαρξιστικὴ φιλοσοφία, θεωρία τοῦ Πολιτικοῦ καὶ πάλη τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος.
Ὁ Ἀντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε στὶς 22 Ἰανουαρίου 1891 στὴν κωμόπολη Ἄλες τῆς Σαρδηνίας. Ὁ πατέρας του ἦταν χαμηλόβαθμος δημόσιος ὑπάλληλος καὶ ἡ μητέρα του κόρη ἐφοριακοῦ. Παιδικὰ χρόνια δύσκολα. Μὲ τὲν πατέρα νά ἔχει περιπέτειες μὲ τὴ δικαιοσύνη, μὲ πρόσχημα μιὰ ὑπόθεση κακοδιαχείρησης, μὲ δυσκολία συντήρησης μιᾶς ἐννιαμελοῦς οἰκογένειας, μὲ ὑγεία εὔθραστη, ὁ Γκράμσι θὰ δομήσει ἐντούτοις ἕναν χαρακτήρα δυναμικό καὶ αἰσιόδοξο. Θὰ γράψει μερικὰ χρόνια ἀργότερα:
«Τὸ μίσος καὶ ὁ θαυμασμὸς δὲν εἶναι παραγωγικά. Ἡ ζωὴ μόνο εἶναι παραγωγική: ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι πειθαρχημένη δραστηριότητα, ποὺ εἲναι σταθερὴ πρόθεση, ποὺ εἶναι σίγουρη καὶ ἀδάμαστη θέληση, ποὺ εἶναι ἀφανὴς ὑπηρεσία τοῦ ἀτόμου στὴν συλλογικότητα». («Χαρακτήρας», μτφ. Γ. Μαχαίρας) Θὰ μείνει πιστὸς σ’ αὐτὴν τὴν θέση ἀκόμα καὶ ζώντας τὶς κακουχίες τῆς πολύχρονης φυλάκισης. Θὰ γράψει χαρακτηριστικὰ σ’ ἔνα γράμμα του ἀπὸ τὴν φυλακή:
«Εἶμαι πεισμένος πὼς, ἀκόμα ὄταν ὅλα ἔχουν χαθεῖ ἤ μοιάζουν νὰ ἔχουν χαθεῖ, πρέπει ἤρεμα νὰ ξαναρχίζουμε τὸ ἔργο μας ἀπὸ τὴν ἀρχή. Eἶμαι πεισμένος πὼς πρέπει πάντα νὰ στηριζόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὶς δικές μας δυνάμεις. Nὰ μὴν περιμένουμε τίποτα ἀπό κανέναν, καὶ ἔτσι νὰ μὴν προμηθευόμαστε ἀπογοητεύσεις. Πὼς πρέπει νὰ προγραμματίζουμε νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ ξέρουμε καὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο μας. Ἡ ἠθική μου κατάσταση εἶναι ἐξαιρετική: ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ μὲ θεωροῦν σατανὰ κι αὐτοὶ ποὺ μὲ θεωροῦν περίπου ἅγιο. Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κάνω οὔτε το μάρτυρα οὔτε τὸν ἥρωα. Πιστεύω ἀπλῶς πὼς εἶμαι ἔνας μέσος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τὶς δικές του πεποιθήσεις καὶ ποὺ δὲν τὶς ἀλλάζει μὲ τίποτα στὸν κόσμο». (μτφ. Δ. Ραυτόπουλος).
Απὸ τὸν φτωχὸ καὶ ἡμιφεουδαλικὸ νότο θὰ μετακομίσει γιὰ σπουδὲς στὸ Τορίνο, στὸ κέντρο τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης τῆς Ἰταλίας, τὸ 1911. Εκεί θὰ μυηθεῖ στὶς σοσιαλιστικὲς ἰδέες καὶ τὸ 1913 θὰ γίνει μέλος τοῦ Ἰταλικοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος. Μέχρι τὸ 1920 θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ἰθύνουσα μορφή του, ἀρθρογραφώντας τακτικὰ σὲ διάφορα ἔντυπα, στὴ Φωνή του λαού, στὸ Εμπρὸς καὶ στὴ Νέα Τάξη, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καὶ ὁ ἱδρυτής.
Ὁ Γκράμσι, ἕνας μαρξιστὴς ἐν τῶ γίγνεσθαι, θὰ ἀντιμετωπίσει ἐν θερμῶ τὴν Ρωσικὴ Ἐπανάσταση, τόσο κριτικὰ ὅσο καὶ μὲ θαυμασμό. Μὲ τὶς ἐλλιπεῖς πληροφορίες, ἀλλά καὶ τὴ γενικότερη οἰκονομίστικη ἀνάγνωση τοῦ Μὰρξ, ποὺ κυριαρχεῖ στοὺς κόλπους τῶν θεωρητικῶν τῆς Β’ Διεθνοῦς, ὁ Γκράμσι θὰ δεῖ ἀρχικὰ τὴν Ρωσικὴ ἐπανάσταση ὡς μιὰ «Ἐπανάσταση ἐνάντια στὸ Κεφάλαιο» — μὲ τὴ διττὴ σημασία τῆς φράσης. Ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὶς πρῶτες ἐνέργειες τῆς ἐπαναστατικῆς κυβέρνησης θὰ εἶναι ἔντονος. Θὰ γράψει σχετικά:
«Οἱ ἐπαναστάτες δὲ φοβήθηκαν νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους ἀνθρώπους, ποὺ ἡ ἀστικὴ δικαιοσύνη σημάδεψε μὲ τὸ ἐπονείδιστο στίγμα τοῦ μιάσματος, ποὺ ἡ ἀστικὴ ἐπιστήμη ταξινόμησε στοὺς διάφορους τύπους τῶν ἐγκληματιῶν ὑποδίκων. Μόνο σὲ μιὲ ἀτμόσφαιρα κοινωνικοῦ πάθους μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἕνα τέτοιο γεγονός, ὅταν τὸ ἔθιμο ἔχει ἀλλάξει, ὅταν ἡ κυρίαρχη νοοτροπία ἔχει ἀλλάξει. Ἡ ἐλευθερία κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἐλεύθερους, πλαταίνει τὸν ἠθικὸ ὁρίζοντα, κάνει τὸν χειρότερο κακοποιὸ κάτω ἀπὸ ἕνα αὐταρχικὸ καθεστώς, μάρτυρα τοῦ καθήκοντος, ἥρωα. […]» (Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση», μτφ. Γ. Μαχαίρας).
Ο απόηχος της Ρωσικής Επανάστασης θα φτάσει μέχρι το Τορίνο. Μέσα στὸ κλίμα μεγάλων ἀπεργιῶν ὁ Γκράμσι θὰ στοχαστεῖ πάνω στὴν μορφὴ ὀργάνωσης ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὰ ἐργοστασιακὰ συμβούλια. Οἱ ἀναλύσεις του ἀνακαλοῦν στὸ νοῦ τὶς ἀντίστοιχες τοῦ Μὰρξ στὸ Ἐβραϊκὸ ζήτημα γιὰ τὴν πλάνη τῆς διεκδίκησης ἁπλῶς πολιτικῶν ἐλευθεριῶν σὲ μιὰ ταξικὰ δομημἐνη κοινωνία:
«Οἱ ἐπαναστατικὲς ὀργανώσεις (τὸ πολιτικὸ κόμμα δηλαδὴ καὶ τὸ ὁμοιοεπαγγελματικὸ συνδικάτο) γεννήθηκαν στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς ἐλευθερτίας, στὸ χῶρο τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας, σὰν κατάφαση κι ἀνάπτυξη τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας ἐν γένει, δηλαδὴ σ᾽ ἕνα χῶρο ὅπου κυριαρχοῦν οἱ σχέσεις πολίτη πρὸς πολίτη. Ἡ ἐπαναστατικὴ διαδικασία λαμβάνει χώρα στὸ πεδίο τῆς παραγωγῆς, στὸ ἐργοστάσιο, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ σχέσεις καταπιεστὴ καὶ καταπιεζόμενου, ἐκμεταλλευτὴ καὶ ἐκμεταλλευόμενου, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία γιὰ τὸν ἐργάτη, ὅπου δὲν ὑπάρχει δημοκρατία. Ἡ ἐπαναστατικὴ διαδικασία λαμβάνει χώρα ἐκεῖ ὅπου ὁ ἐργάτης δὲν εἶναι τίποτα καὶ θέλει νὰ γίνει τὰ πάντα, ἐκεῖ ὅπου ἡ δύναμη τοῦ ἰδιοκτήτη εἶναι ἀπεριόριστη κι ἔχει ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου πάνω στὸν ἐργάτη, πάνω στὴ γυναίκα του πάνω στὰ παιδιά του.» («Τὸ ἐργοστασιακὸ συμβούλιο» μτφ, Θ.Χ. Παπαδόπουλος).
Τὸ 1921 θὰ μετάσχει στὸ συνέδριο τοῦ ΙΣΚ στὸ Λιβόρνο, ὅπου τὸ κόμμα θὰ διασπασθεῖ καὶ ὁ Γκράμσι θὰ ενταχθεῖ στὴν κομμουνιστικὴ πτέρυγα ὑπὸ τὸν ἀριστεριστὴ Μπορντίγκα. Τὸ 1922 θὰ ταξιδέψει στὴ Μόσχα, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ΚΚΙ στὴν Κομιντέρν. Εἶναι ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ φασισμὸς θὰ κατακτήσει τὴν ἐξουσία. Ὁ Γκράμσι θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς συνθῆκες ἐπικράτησης τοῦ φασισμοῦ θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, μὴ φοβούμενος νὰ παραδεχθεῖ στὶς Θέσεις τῆς Λυὼν πώς:« Ἡ νίκη τοῦ φασισμοῦ τὸ 1922 πρέπει νὰ είδωθεῖ, συνεπῶς, ὄχι σὰν μιὰ νίκη κερδισμένη εἰς βάρος τῆς ἐπανάστασης, ἀλλὰ σὰν μιὰ συνέπεια τῆς ἤττας ποὺ ὑπέστησαν οἱ ἐπαναστατικὲς δυνάμεις μέσα ἀπὸ τὶς ἴδιες τους ἐγγενεῖς ἀδυναμίες». (μτφ. Δ. Περισσιοῦ, Θ. Καμπαγιάννης).
Τὸ 1924 θὰ ἐκλεγεῖ βουλευτής, ἐνῶ ἕναν χρόνο ἀργότερα θὰ ἐκλεγεῖ γραμματέας τοῦ ΚΚΙ. Θὰ συλληφθεῖ στὶς 3 Νοεμβρίου 1926. Μετά τὴν καταδίκη, θὰ πάρει ἄδεια ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς τὸ 1929. Μέχρι τὸ 1935 θὰ καταγράφει τὶς σημειώσεις του. Τὸ 1937 θὰ ἀποφυλακιστεῖ, στὶς 21 Ἀπριλίου, γιὰ νὰ πεθάνει ἐπτὰ ἡμέρες ἀργότερα, ἐνῶ ἐτοιμαζόταν νὰ ἐπιστρέψει στὸ χωριό του.
Τὰ Τετράδια της φυλακής αποτελοῦν μιὰ σειρὰ κατευθύνσεων ἔρευνας σὲ ἄξονες ὅπως ἡ σχέση λαοῦ καὶ κουλτούρας, ὁ σχηματισμὸς καὶ ἡ λειτουργία τοῦ κράτους, ὁ ρόλος τῶν διανοουμένων καὶ ἡ σχέση τους μὲ τὶς μάζες. Τὰ διαπερνᾶ ἡ κομβικῆς σημασίας ἔννοια τῆς ἡγεμονίας.
Στὰ τετράδια ἀνευρίσκονται ποικίλα στοιχεῖα ἐπιρροῆς καὶ συνομιλίας μὲ πνευματικὲς παραδόσεις. Ἰσχυρὸ εἶναι τὸ μακιαβελικό στοιχείο: ὁ Γκράμσι συνομιλεῖ μὲ τὸ ἔργο τοῦ Μακιαβέλλι ἀποβλέποντας στὸν προσδιορισμὸ τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ νέου ἡγεμόνα, τοῦ ὑποκειμένου ἐκείνου ποὺ μπορεῖ νὰ θεσμοθετήσει μία νέα πολιτικὴ κοινότητα, μία νέα ἰσορροπία βίας καὶ συναίνεσης, κυριαρχίας καὶ ἡγεμονίας. Στὸν Μακιαβέλλι τὸν γοητεύει τὸ στοιχεῖο τῆς δράσης: δὲν ἐκφράζεται χρησιμοποιώντας τὸ ἀποστεωμένο ὕφος μιᾶς πραγματείας τοῦ σπουδαστηρίου, ἀλλὰ τὸ ἐναργὲς ὕφος ἑνὸς ἀνθρώπου τῆς δράσης, ποὺ μεριμνᾶ γιὰ τὸ παρὸν μὲ τὸν τρόπο τοῦ κατεπείγοντος. Ὁ νέος ἡγεμόνας γιὰ τὸν Γκράμσι δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἕνας ὀργανισμός. Πρόκειται γιὰ «ἕνα σύνθετο στοιχεῖο τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἔρχισε ἤδη νὰ συγκεκριμενοποιεῖται μιὰ συλλογικὴ θέληση», πρόκειται γιὰ τὸ πολιτικὸ κόμμα.
Τὸ μαρξικό στοιχείο τῆς γκραμσιανῆς σέψης ἑδράζεται ἀσφαλῶς στὴν προτεραιότητα τοῦ οἱκονομικοῦ στοιχείου. Αὐτὴ ἡ προτεραιότητα παραμένει ἐναργής, ἔστω καὶ ὑπόρρητη, παρὰ τὴν αἰχμὴ τῆς γκραμσιανῆς ἀνάλυσης, ποὺ ἑστιάζει κυρίως στὸ ἐποικοδόμημα. Ἀπὸ ἐδῶ θὰ προέλθουν οἱ κρίσιμες διακρίσεις ἀνάμεσα σὲ «κοινωνία τῶν πολιτῶν» (società civile) καὶ «πολιτικὴ κοινωνία ἤ κράτος» (società politica o stato). Τὸ κράτος ἀντιστοιχεῖ στὴν ἄμεση κυριαρχία ποὺ ἀσκεῖ ἡ κυρίαρχη τάξη σὲ μιὰ κοινωνία, ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν στὴν ἡγεμονία. Κομβικὴ γιὰ τὴ διαμεσολάβηση τῶν δύο ἐπιπέδων εἶναι ἡ λειτουργία τῶν διανοουμένων: αὐτοὶ παράγουν τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ «αὐθόρμητη» συναίνεση ἀφενὸς καὶ ἡ νομιμοποίηση τοῦ καταναγκασμοῦ ποὺ ἀσκεῖ τὸ κράτος ἀφετέρου.
Ἡ σχέση κοινωνίας τῶν πολιτῶν καὶ κράτους δὲν εἶναι δεδομένη ἄπαξ διὰ παντός. Ὁ Γκράμσι θὰ παραμείνει ἱστορικιστής: ἡ ἀνάλυση ἐνὸς κοινωνικοῦ σχηματισμοῦ θὰ πρέπει νὰ λάβει ὑπόψη τὶς ἰδιομορφίες τῆς ἀτομικῆς του ἀνάπτυξης. Στὴ Ρωσία ἡ ἐπανασταση πέτυχε γιατὶ «στὴν Ἀνατολὴ τὸ κράτος εἶναι τὸ πᾶν, ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν ἦταν ἀρχέγονη καὶ ζελατινώδης. Στὴ Δύση ἀνάμεσα στὸ κράτος καὶ τὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν ὑπῆρχε μιὰ συμμετρικὴ θέση καὶ μὲ τοὺς τριγμοὺς τοῦ κράτους ἀναδύονταν ἀμέσως μιὰ ρωμαλέα δομὴ τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν. Τὸ κράτος ἀποτελοῦσε μόνο ἕνα προκεχωρημένο ἀνάχωμα, πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔστεκε μιὰ ἰσχυρὴ ἀλυσίδα φρουρίων καὶ ὀχυρῶν […]». Ἔτσι προκύπτει ἡ ἀνάγκη τῆς πάλης θέσεων, τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ἡγεμονία, πρωτίστως, καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν κυριαρχία. Μέσῳ τοῦ σύγχρονου ἡγεμόνα-κόμματος ὡς συλλογικοῦ διανοουμένου τῆς ἐργατικῆς τάξης ἡ ἔμφαση τῆς γκραμσιανῆς σκέψης ἑστιάζει στὴ διαμόρφωση τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν μετατροπὴ τῆς κοινωνίας. Ἡ τάση αὐτὴ θὰ εἶναι ἐμφανὴς ἐξάλλου καὶ στοὺς ὑπόλοιπους ἐκπροσώπους τοῦ Δυτικοῦ Μαρξισμοῦ: ἀπὸ τὸν Λούκατς μέχρι τὸν Σὰρτρ ἡ θεωρία τοῦ πολιτικοῦ ὑποκειμένου θὰ περάσει μέσα ἀπὸ μιὰ θεωρία τοῦ πολιτισμοῦ.
Αντόνιο Γκράμσι, Οι αδιάφοροι
Άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art

3 comments