—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Όλοι θυμόμαστε τη σκοτεινή εκείνη εποχή που στο σχολείο μαθαίναμε να βρίσκουμε καλολογικά και λογοτεχνικά στοιχεία στα κείμενα. Οι παρομοιώσεις ήταν οι πιο εύκολες – έψαχνες για «σαν» και ήσουν μέσα. Οι μεταφορές, πάλι, μπέρδευαν λίγο τα πράγματα. Ποιος μεταφέρει τι και πού, αναρωτιόταν ο κυριολεκτικός μας παιδικός εγκέφαλος, την ώρα που σε όλα τα άλλα μαθήματα ήσουν υποχρεωμένος να μένεις εκεί ακριβώς που είσαι, να μην μεταφέρεσαι και να μην μεταφέρεις τίποτε πουθενά. Μεγαλώνοντας, το μπέρδεμα συνεχίστηκε. Μάθαμε, για παράδειγμα, πως η φράση «στο κόκκινο» σημαίνει «πάρα πάρα πολύ/πολλή», και έτσι δεν ψάχνουμε ποτέ κόκκινα δοχεία όπου κανονικά θα φυλάσσονταν ποσότητες αδρεναλίνης για να διανεμηθούν σε αναστατωμένους από την αγωνία ή τον ενθουσιασμό πολίτες. Παρά ταύτα, στον γραπτό λόγο εξακολουθούμε να βλέπουμε σχεδόν πάντα τη φράση εντός εισαγωγικών, καθότι ο πομπός του μηνύματος θέλει, μάλλον, να είναι βέβαιος ότι ο αποδέκτης δεν πρόκειται να παρερμηνεύσει τίποτα. (Από την άλλη, αν μια δεδομένη μεταφορά παρουσιάζεται εντός εισαγωγικών και άρα δηλώνεται ως μεταφορά, τότε δεν μιλάμε για μεταφορική χρήση της μεταφοράς – άρα είτε κυριολεξία είτε μια μετα-μεταφορά, σε άγνωστο προορισμό; Κι εξάλλου, όπως λέει και ο Postino, δεν ενδέχεται όλα να είναι μεταφορές για κάτι άλλο;)
* * *
Στην ταινία Il Postino (Ο Ταχυδρόμος) του Michael Radford (1994), ο εν λόγω ταχυδρόμος (Massimo Troisi) ρωτά τον ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Philippe Noiret): «Και γιατί όλος ο κόσμος, το σύμπαν, να μην είναι μια μεταφορά για κάτι;»
* * *
Με τις παρομοιώσεις ισχύει ό,τι περίπου και με τις ξένες γλώσσες: είναι πιο εύκολο να τις καταλάβεις παρά να τις διατυπώσεις. Απόδειξη, η μικρή ανθολόγηση που ακολουθεί και προέρχεται από γραπτά μαθητών γυμνασίου της Αγγλίας και της Αμερικής. Απολαύστε υπεύθυνα τη διαταραγμένη αρχή της ταυτότητας, όπου Α = ξέρω γω, ’ντάξει, χοντρικά Α.
Μιλούσε με τη σοφία που μόνο από την εμπειρία μπορεί να προέλθει, όπως κάποιος που τυφλώθηκε επειδή κοιτούσε ηλιακή έκλειψη χωρίς εκείνο το κουτί με την τρυπούλα, και τώρα περιοδεύει στη χώρα και κάνει ομιλίες στα σχολεία σχετικά με τους κινδύνους τού να κοιτάζεις ηλιακή έκλειψη χωρίς εκείνο το κουτί με την τρυπούλα.
Η βαρκούλα κυλούσε απαλά πάνω στη μικρή λίμνη, όπως ακριβώς δεν θα κυλούσε ποτέ μια μπάλα του μπόουλινγκ.
Από τη σοφίτα ακούστηκε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό. Η όλη σκηνή είχε κάτι το αλλόκοτο και σουρεαλιστικό, σαν να είσαι διακοπές σε άλλη πόλη και το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος» να ξεκινάει στις 7 αντί για τις 7.30.
Τα μαλλιά της γυάλιζαν στη βροχή σαν τις τρίχες της μύτης μετά από φτέρνισμα.
Τα μάτια της ήταν σαν δύο καφετιοί κύκλοι με μεγάλες μαύρες κουκίδες στο κέντρο.
Ο Τζον και η Μαίρη δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Ήταν σαν δύο κολιμπρί που
επίσης δεν είχαν ποτέ συναντηθεί.
Η βροντή αντήχησε δυσοίωνη, εντελώς σαν τον ήχο που κάνει ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα στα παρασκήνια όταν δονείται για να παραστήσει τη βροντή σε κάποιο έργο.
Το γέλιο της ήταν αυθεντικό, βαθύ και λαρυγγώδες, σαν τον ήχο που κάνει ένα σκυλί πριν ξεράσει.
Η μπαλαρίνα στάθηκε με χάρη στις πουέν της και έτεινε το λεπτό της πόδι προς τα πίσω, σαν σκυλί πλάι σε πυροσβεστικό κρουνό.
Η λάμπα έστεκε εκεί, σαν άψυχο αντικείμενο.
Αντήχησαν πυροβολισμοί, έτσι όπως συνηθίζουν οι πυροβολισμοί.
Μπήκε στο γραφείο μου σαν σαρανταποδαρούσα που της λείπουν 38 πόδια.
Οι σαρδέλες ήταν στριμωγμένες σαν λεωφορείο που μεταφέρει επιβάτες σε Μπόινγκ 747.
Κατέβηκε τις σκάλες κι όψη του ήταν σαν κάτι που ποτέ κανείς δεν είχε δει.
Το λεξιλόγιό της ήταν χάλια σαν, ξέρω γω, κάτι.
