Στην ευχή της Παναγίας

Τούτες τις άγιες μέρες, οι συντάκτες του dim/art συμμετέχουν στη γενική κατάνυξη και στέλνουν τις ευχές τους σε όλες και όλους. Σε μερικές και μερικούς στέλνουν ευχές με μπλε και πράσινους κόκκους και διπλάσιο αμονιαζόλ, γιατί πώς να το κάνουμε, τους έχουν μια μικρή αδυναμία.

ΖΑΝΟΣ ΒΑΛΜΑΣ

Είχαμε χωρίσει χρόνια πριν∙ ήρεμος χωρισμός, χωρίς καβγάδες. Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, ξαναμπήκε στη ζωή μου σαν εφιάλτης. Ανανεωμένη, με νέες κατακτήσεις και πολλές υποσχέσεις. Μαζί της είχαν έρθει και οι καινούργιοι της φίλοι. Σούπερ επαναστάτες, που τη γλυκοκοίταζαν και της κάνανε κομπλιμέντα. Όλοι μαζί λέγανε ιστορίες από τα παλιά. Τρόμαζα με την οικειότητα που είχαν μαζί της. Εκείνη, σχεδόν αμίλητη, μου υπενθύμιζε διαρκώς πόσο την είχα υποτιμήσει τότε. Και ρώταγε διαρκώς αν είμαι με την άλλη, την «Ευρωπαία».

Πέρναγα στριμωγμένους μήνες και το μόνο που δεν ήθελα ήταν να ξαναρχίσουμε τους καβγάδες. Προσπαθούσα να την αποφύγω, έστω κι αν δανειζόμουνα. Τότε άρχισε να μου στέλνει παλιές φωτογραφίες και να εκβιάζει. Μερικές φορές έβαζε κάτι ανεξέλεγκτους φίλους της να με ψεκάζουν. Κάποιοι άλλοι —οι περισσότεροι— με πλησίαζαν για να μου πουν πως πρέπει να κάνω μια νέα αρχή μαζί της.

Ένα βράδυ, μετά το ταξίδι μας στην Κύπρο, ήπιε πολύ και μου πέταξε στα μούτρα μια κουβέντα γεμάτη περιφρόνηση: «Το μόνο που σε δένει με την Ευρωπαία», μου είπε, «είναι το φετίχ». Στους επόμενους μήνες, τα πράγματα χειροτέρεψαν. «Πρέπει να είσαι μαζί μου», ούρλιαζε, «ακόμη κι αν ζήσουμε τη δυσμενέστερη εξέλιξη στη σχέση μας». Δεν άντεξα. Κατά βάθος ήθελα να περάσω ένα ήρεμο καλοκαίρι με την «Ευρωπαία». Την τελευταία φορά που μου έκανε σκηνή, άνοιξα την πόρτα και την πέταξα έξω. Την άκουγα να κλαψουρίζει, αλλά —το ομολογώ— σφύριζα αδιάφορα. «Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας, Δραχμούλα μου».

* * *

Παναγιά μου ένα μωρό
που μπήκε μέσα στο χορό
το κορμί του μια φωτιά
που καίει κι από μακριά

* * *

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

Μεγάλη η χάρη σου, Παναΐα μου, σου ’χω μια μικρή, πολύ μικρή δουλίτσα, που μπορείς να την κάνεις υπό τύπον παιχνιδιού όποτε ευκαιρείς: δώσε, σε παρακαλώ, σε δυο παλικάρια την ευχή σου, να φύγουνε, να πάνε αλλού. Για την ακρίβεια, δεν είναι καν δύο καλά-καλά, σχεδόν ένα παλικάρι είναι, που το λένε Μαχαιριτσακνή. Γιατί, Παναγίτσα μου, υποφέρει εδώ που είναι. Όλο είναι βουρκωμένο και κάτι παραπονιέται για την «ψυχούλα» του. Κάτι του φταίει. Κάτι θέλει να πει, αλλά όλο φοβάται γιατί είναι νύχτα και η πόλη το τρομάζει, και ο χρόνος επίσης, και τι να κάνει η ψυχούλα του. Την αγαπάει την ψυχούλα του, τη χαϊδολογάει με κάθε ευκαιρία και την εκθέτει επίσης προς χαϊδολόγημα, συχνά και απαιτητικά. Και θέλει να μαζεύονται γύρω του κι άλλες, πολλές τέτοιες ψυχούλες, να δυστυχούν όλες μαζί, όσο γίνεται περισσότερο. Αυτό θέλει. Γιατί έτσι είναι το σωστό, όχι χαχαχα και χουχουχου, έτσι; (για «ψυχούλα» είναι αρκετά στρίτζω και αυστηρή). Γενικά, είναι πάντα πολύ σοβαρό αυτό το παλικάρι, βλοσυρό και σκοτισμένο – θα το καταλάβεις, ξεχωρίζει αμέσως όπως ο κακός ηθοποιός. Γι’ αυτό σου λέω, δώσ’ του την ευχή σου, να πάει στο καλό. Κατά προτίμηση σε έναν πλανήτη κατάλληλο για τη διαρκή μονοθεματική εφηβεία του, με κατοίκους χωρίς καθόλου μνήμη, όπου το ένα τραγούδι που λέει και ξαναλέει εδώ με ελάχιστες παραλλαγές, να μοιάζει, τουλάχιστον εκεί, πάντα σαν καινούργιο.

* * *

Με τα μάτια σου πώς με καρφώνεις,
σβήνω όταν με κοιτάς,
μάνα μου, λατρεία μου, έλα Παναγία μου,
σαν μαγνήτης με τραβάς

* * *

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ

[In California]
Annie Hall: It’s so clean out here.
Alvy Singer: That’s because they don’t throw their garbage away, they turn it into television shows.
[Διάλογος από την ταινία “Annie Hall” (1977) τουWoody Allen]

Πέρσι τέτοια εποχή δεν έβαλα αποκωδικοποιητή τηλεοπτικού σήματος και ησύχασα: τηλεόραση τέλος. Να ’ναι καλά το Διαδίκτυο, όπου βρίσκω τα πάντα σε συνθήκες γενικώς ελέγξιμες. Υπάρχουν όμως και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), κι εκεί μπορεί δυστυχώς να πέσεις χωρίς να το θέλεις πάνω σε κάθε λογής κουλαμάρα. Δηλαδή, ενώ έχω γλιτώσει από τη ζωντανή (τρόπος του λέγειν «ζωντανή» – απ’ ώρα σε ώρα την περιμένουμε) μετάδοση του ναυάγιου του lifestyle, με ταλαιπωρούν ακόμα τα απόνερά του στα ΜΚΔ. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα σκουπίδια αναπαράγονται από διαδικτυακούς φίλους με σχολιασμό κατά κανόνα απαξιωτικό και χλευαστικό. Ναι, αλλά οι περισσότερες από αυτές τις αναρτήσεις δεν έχουν καθόλου πλάκα. Ούτε και παιδευτικό χαρακτήρα έχουν (μέσω της διαπόμπευσης), γιατί δεν έχει νόημα να προσπαθείς να πείσεις τον ήδη πεπεισμένο (με την προϋπόθεση ότι οι εκάστοτε διαδικτυακοί φίλοι είναι πάνω-κάτω συμβατοί). Άρα; Προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός; Γιατί, δηλαδή, να μάθω γιατί τσακώθηκε ο Ρέμος με τον Νότη; Γιατί να μάθω με ποιαν βγαίνει ο Κασιδιάρης; Γιατί, ρε γαμώτο, να μάθω ότι ο γερο-Παναγιώτου το γιο του δεν επώλησε, επώλησε το γιώτ του (που λέει κι ο μέγας Μποστ); Αυτό το lifestyle δεν έχει πια life (γιατί style δεν είχε ποτέ)∙ ας το αποσυνδέσουμε επιτέλους από τα ΜΚΔ τεχνητής υποστήριξης. Ευθανασία τώρα! Άϊντε, στην ευχή της Παναγίας.

* * *

Με προδώσαν οι φίλοι μου, μα να είσαι καλά
που σαν βράχος μου στάθηκες στην κάθε συμφορά
μου κρατούσες το χέρι στα λασπόνερα
βοήθα, Παναγιά μου, και μη χειρότερα

* * *

ΕΛΕΝΗ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ

Η κριτική βιβλίου είναι εργασία απαιτητική· προϋποθέτει αφενός ότι ο κριτικός διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να προχωρήσει σε εις βάθος (κριτική) ανάγνωση, αφετέρου ότι θα καταθέσει τον απαιτούμενο χρόνο προκειμένου να διαβάσει (και όχι να διατρέξει απλώς) το προς αξιολόγηση έργο. Οι κριτικοί βιβλίων οφείλουν να είναι αμερόληπτοι, στο κείμενό τους να υπερβαίνουν την προσωπική τους σχέση με τον εκδότη (όσο και αν τον εκτιμούν) ή και με τον συγγραφέα (δύσκολη υπόθεση, ειδικά στην Ελλάδα, όπου είναι ο χώρος μια σταλιά), και να καταθέτουν την κριτική τους άποψη.

Η μεγάλη πληγή όμως στις κριτικές ξένων βιβλίων (ακόμη και από ορισμένους έγκριτους κριτικούς) είναι το copy paste από κριτικές που έχουν δημοσιευθεί στον ξένο Τύπο, και μάλιστα αφενός τόσο άκομψα ώστε να μπορείς να βρεις από ποια ακριβώς κριτική έχουν αντιγραφεί ολόκληρες προτάσεις, χωρίς ωστόσο να τίθενται εντός εισαγωγικών και χωρίς να αναφέρεται η πηγή τους, αφετέρου τόσο βιαστικά ώστε να προδίδουν την «κλοπή» οι «μεταφραστικούρες», η απόδοση δηλαδή των ξένων λέξεων στα ελληνικά με την πρώτη τους έννοια στο λεξικό, οι οποίες στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα είναι ακατάληπτες — όσο κι αν ο συντάκτης τους επιχειρεί να προσδώσει ύφος «ακαδημαϊκό» στο κείμενό του.

Στην ευχή της Παναγίας, λοιπόν, οι «κριτικοί» οι οποίοι πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες, υιοθετώντας «κριτικό ύφος» και αποφαινόμενοι με σμιλεμένη δήθεν γλώσσα για βιβλία τα οποία έχουν απλώς διατρέξει. Στην ευχή της Παναγίας, οι «κριτικοί» που αντιγράφουν συστηματικά, και εμφανίζουν τα κλεμμένα λόγια ως δικά τους, συντάσσοντας απλώς ένα παστίς από ξένες κριτικές. Στην ευχή της Παναγίας — και σε άλλη δουλειά!

* * *

Αγάπη μου, λατρεία μου
κουβέντα κι ιστορία μου
δικό μου πεπρωμένο
Χριστέ και Παναγία μου
στην πρώτη απεργία μου
μαζί σου κατεβαίνω

* * *

ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΑΤΣΗΣ

Βάκχα Παναγιά

Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να έχει επικαλεστεί την Παναγία παραπάνω φορές σε διάστημα δύο μόλις ωρών από προχθές το βράδυ, όταν και είδα τη σκηνοθετική πρόταση του Δ. Λιγνάδη για τις Βάκχες του Ευριπίδη. Φαίνεται πως αυτή είναι η βαθύτερη σύνδεση με τη χριστιανική θρησκεία που επιχείρησε ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, βάζοντας στην αρχή του έργου την κορυφαία του χορού Γιώτα Βέη να ψάλλει τον ύμνο «Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται». Σίγουρα θα ήθελε στὴν πορεία να το εξελίξει, αλλά θα ξεχάστηκε. Λίγο η είσοδος του Βάκχου ως εναερίτη της ΔΕΗ που σκαρφαλώνει σε έναν στύλο να αλλάξει τη λάμπα, λίγο ο Πενθέας που θύμιζε ανώτατο μέλος των Ες Ες, λίγο ο τραβηγμένος από τους βοστρύχους Τειρεσίας, που θύμιζε Οιδίποδα Τύραννο, ξεχνιέσαι από το αρχικό εύρημα. Η κορύφωση, πάντως, της επίκλησης «Παναγιά μου, πέτα τον Λιγνάδη από το τρένο του μεταμοντερνισμού» σημειώθηκε στα χορικά. Ὀταν η μανία δεν μπορεί να θεωρηθεί άκρατος ηδονισμός της μεσονύχτιας ζώνης κι όταν έχεις ανάγκη να χρησιμοποιήσεις αφρικανικά κρουστά και «έγχρωμους» για να υποδηλώσεις τη βάρβαρη φύση του θεού και για να δώσεις ένα, υποτίθεται, αντιρατσιστικό μήνυμα, έχεις μπερδέψει απλώς τη διδασκαλία της τραγωδίας με την θεαματική επίδειξη. Στην ευχή της Παναγίας, Δημήτρη Λιγνάδη — όσο για μας, Βάκχα Βάκχα θα πάμε τον καημό μας.

* * *

Κι έμαθα σαν λησμόνησα του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα
κι όλοι μου λέγαν σε γιορτές, σε γάμους, σε βαφτίσια
«εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια»

* * *

ΤΑΝΙΑ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ

Στην ευχή της Παναγίας, Παναγίτσα μου, να πάει ο άνθρωπος, που τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό μου. Αυτό που πέρασε, εδώ και έναν χρόνο, πόσα τάματα και πόσες λαμπάδες ίσα με το μπόι του για να μην το ξαναπάθει; Ούτε αυτός, ούτε εμείς, κυρίως όμως να μην το ξαναπάθει ο έρμος ο ελληνικός κινηματογράφος που επί των ημερών του ό,τι είχε και δεν είχε, ό,τι του είχε απομείνει δηλαδή σε αυτή τη χώρα από χρηματοδοτήσεις, επιστροφές από κρατικές διαφημίσεις και χρηματικά έπαθλα βραβείων, ο κύριος Τζαβάρας τα ισοπέδωσε.

Να μην τον αδικώ βέβαια διότι τα βρήκε κουτσουρεμένα — αλλά, κύριε Τζαβάρα μου, αντί να τα βάλετε σε μια σειρά, εσείς τα κόψατε κι άλλο. Το Κέντρο Κινηματογράφου στεγνό το βρήκατε, στεγνό το αφήσατε. Τον περίφημο «Νόμο Γερουλάνου» που τον βρήκατε έτοιμο και ψηφισμένο, είπατε θα του κάνετε ένα ρετουσαρισματάκι και θα τον εφαρμόσετε. ‘Ομως, ούτε αυτόν ολόκληρο ούτε κανέναν άλλο εφαρμόσατε. Και εκείνον το νόμο για τις πολιτιστικές χορηγίες, ελληνικές και ξένες —συμβόλαια από τα ξένα, που περίμεναν την εφαρμογή του για να υπογραφούν— έτοιμο τον βρήκατε και αυτόν, αλλά δεν σας είδα να τον χρησιμοποιείτε, μια χαρά τον αφήσατε στο συρτάρι σας, εκείνο το δεξί κάτω-κάτω.

Για να μη χάνουμε όμως την πίστη μας στην Παναγιά τη Μεγαλόχαρη, έπιασε όπως φαίνεται το περσινό τάμα μερικών κινηματογραφιστών — τώρα που το σκέφτομαι μάλλον των μανάδων τους θα ήταν το τάμα, που χρηματοδότησαν με τις οικονομίες τους τις ταινίες. Έτσι, οι ελληνικές ταινίες και επίσημες συμμετοχές εξασφαλίζουν διεθνώς στα διαγωνιστικά τμήματα με το σπαθί τους και βραβεία και διακρίσεις μάς φέρνουν πίσω. Χάρη στα τάματα της μάνας του Έλληνα κινηματογραφιστή, κύριε Τζαβάρα μας.

* * *

Για σένα που έστρωσα χαλί τη καρδιά
κοιτάω τα σύννεφα, κοιτάω τα πέλαγα, τη γη, το βοριά
Μεγάλη χαμένη μου ξανθή Παναγιά

* * *

ΕΥΗ ΤΣΑΚΝΙΑ

Εις πείσμα της ύφεσης, της στασιμότητας και της απαισιοδοξίας, οι άνθρωποι της τέχνης κοιτάζουν με αισιοδοξία τόσο προς  το μέλλον όσο και προς  το μακρινό παρελθόν –μια σταθερή αξία και αγκύλωση– με μια εικαστική όμως μεταγραφή της καθιερωμένης ή έστω μιας εναλλακτικής αφήγησης πάντα. (sic)
Οι εικαστικοί του 2025  είναι ήδη εδώ, όπως μας πληροφορούν οι πολιτιστικές σελίδες στα έντυπα, κι αφού είναι εδώ, παρεμβάλεται αναγκαστικά ο Dr. Tyrell, o πατέρας και κατασκευαστής παρόμοιων androids με του Blade Runner, για να θέσει το ερώτημα τώρα σε εμάς, τους ζαλισμένους από το χωροχρονικό συνεχές αναγνώστες που προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε το μέλλον: “Would you like to be upgraded?”
Μας τους  συστήνουν εξάλλου 29 κατασκευαστές νέων καλλιτεχνών – άνθρωποι της τέχνης – αυτοί ξέρουν –  καθώς και τη νέα πολλά υποσχόμενη γενιά ηθοποιών του devised theater, που πάει ήδη στο νηπιαγωγείο και για τους οποίους θα συζητάμε τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια!
Φυσικά, δεν θα είχα καμμιά αντίρηση – και ποιος θα είχε δηλαδή, αν πρώτον, όλη αυτή η πρεμούρα για πολιτιστική ενημέρωση  γινόταν σοβαρά, με συνέπεια και συνέχεια (εξαιρούνται ελάχιστες περιπτώσεις), και δεύτερον, αν η γλώσσα που φοριέται συνήθως σε τέτοιες δημοσιεύσεις και κριτικές μεταφραζόταν σε απλά ελληνικά, έστω και καθημερινά αγγλικά.
«Language is a virus», και η επιτήδευση είναι κολλητική δυστυχώς. Αν λοιπόν οι νέοι καλλιτέχνες εκφράζονται παρομοίως με τους κατασκευαστές τους και αν ξαναδιαβάσω πως κάποιος ψάχνεται γύρω από τη δυναμική που προσδίδει στο εφήμερο και την ανατροπή της χρήσης των υλικών πάνω στο κόνσεπτ του διαδικτυακού αυτού και διαγαλαξιακού πρότζεκτ, θα αρχίσω κι εγώ να απαντώ με λιβέλλους στα ρουνικά, που τα παίζω στα δάχτυλα, να δούνε τι θα πει πολιτισμός.
Άντε στην ευχή της Παναγίας, χρονιάρα μέρα!

* * *

Ένα πρωινό η Παναγιά μου
θα ’ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά

* * *

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ

Ο Βύρων Πολύδωρας, που φοβάται μη μας κλέψουν τα φωνήεντα από τη γλώσσα· όλοι όσοι φοβούνται για τη «γλώσσα μας» γενικά, ενώ κυρίως οι ίδιοι την κατακρεουργούν· όλοι όσοι περηφανεύονται για το γεγονός ότι φοράνε παντελόνια· οι παπάδες που λένε από άμβωνος την άποψή τους για το δημόσιο χρέος ή για το ποιος πρέπει να γίνει δήμαρχος· όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο εχθρός του εχθρού τους είναι φίλος τους· όλοι όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι «και η σιωπή χρειάζεται»· όλοι όσοι έχουν την απαίτηση να διαλέξω μεταξύ αυτών που οι ίδιοι ορίζουν ως άσπρο και μαύρο, ενώ πάσχουν από αχρωματοψία· αντέστε στην ευχή της Παναγίας, μέρες που ’ναι.

* * *

Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου

* * *

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΟΣ

Γιώργος Τράγκας: Φύλακας άγγελος των απανταχού καμμένων-ψεκασμένων, υπερήφανων πατριωτών, των οποίων ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει (μόνο μονό). Πρώτος τη τάξει —μετά τον Γέροντα— στο τάγμα των «Ελευθερωριτών», μίας αίρεσης που ζει και κινείται ανάμεσά μας με απώτερο σκοπό να διαδώσει από άκρη σ’ άκρη της χώρας το λόγο του Αντιμνημονιακού. Φήμες που τον θέλουν να χρήζει άμεσης ψυχιατρικής βοήθειας –ή/και εγκλεισμού σε φρενοκομείο υψηλής ασφαλείας— ελέγχονται ως ανακριβείς. Φήμες που τον θέλουν να μας δουλεύει ψιλό γαζί και να γελάει σαρδόνια την ώρα που στέλνει το έμβασμα στην Ελβετία δεν ελέγχονται καν. Οι εμφανίσεις του στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση έδωσαν νέα πνοή στα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου με τους κριτικούς θεάτρου να μιλάνε για έναν ηθοποιό ο οποίος μπορεί να ερμηνεύσει με την ίδια ευκολία τραγικούς και κωμικούς ρόλους (κατά προτίμηση, ταυτόχρονα). Η παραμονή του στη χώρα –καίτοι ευεργετική για το φρόνημα του δοκιμαζόμενου λαού μας– αποστερεί την ανθρωπότητα από τον φάρο ελπίδας και λογικής που θα την οδηγήσει προς την έξοδο από την κοιλάδα του σκότους. Τον στέλνω λοιπόν, με πόνο ψυχής αλλά και με την αυταπάρνηση της γνήσιας Ελληνίδας, στην ευχή της Παναγίας.

* * *

Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριά
κι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά

* * *

Μουσική επιμέλεια αφιερώματος: Μυρσίνη Λιοναράκη

Σημείωση: ένα συνεργάτης του dim/art πήρε εξαίρεση από το αφιέρωμα για θρησκευτικούς λόγους. Οι υπόλοιποι, που δεν έστειλαν εμπρόθεσμα τη συμβολή τους, ομολόγησαν ότι έκαναν σαμποτάζ σε συνεννόηση με δυτικούς πράκτορες και βρίσκονται ήδη στο τρένο για το Ιρκούτσκ.

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.