Ταξιδεύουν, αλλά δεν φεύγουν

—της Μαρίας Κατσουνάκη—

Όλο και περισσότερο πια, δεν ταξιδεύουμε. Απλώς, φεύγουμε. Φεύγουμε από την πόλη, από τη χώρα, από την κρίση, από τη συναισθηματική πίεση ενός περιβάλλοντος που γεμίζει με προβλήματα και αδειάζει από καλή διάθεση και δυνατότητες επιλογών. Οι συγκρίσεις με τον έξω κόσμο γίνονται πιο βασανιστικές. Δεν είναι η οικονομική αδυναμία που μας περιθωριοποιεί, αλλά η βεβαιότητα ότι επιστρέφουμε σε μια δύσκολη καθημερινότητα που αφήνει όλο και λιγότερες διαφυγές.

TIFF-2013

Στο Τορόντο, τις τελευταίες ημέρες, δημιουργήθηκε μια περαστική ελληνική παροικία από σκηνοθέτες, παραγωγούς, δημοσιογράφους. Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης, στο πλαίσιο του προγράμματος City to City, τίμησε φέτος την Αθήνα, επιλέγοντας 10 ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όλες πρόσφατης παραγωγής. Η κρίση αποτυπωνόταν παντού: στις εικόνες, στους διαλόγους, στη θεματολογία. Οι περισσότεροι από τους ήρωες είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς, όπως δάνεια που έπρεπε να αποπληρώσουν, έπαιρναν ένα μισθό ο οποίος τους επέτρεπε με δυσκολία να καλύψουν το ενοίκιο και να βγάλουν τον μήνα τους ή αναζητούσαν δουλειά σε συνθήκες σχεδόν εξευτελιστικές.

Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά είναι σκληρό, ριζοσπαστικό, ευθύ στον σχολιασμό του, δηλώνει — δεν υπαινίσσεται, επιτίθεται — δεν αναδιπλώνεται, βλέπει την πραγματικότητα χωρίς να την παραμορφώνει για να «χωρέσει» βολικά σε στερεότυπα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες κινούνται πέρα από το καλό και το κακό, επινοώντας νέους κανόνες συμβίωσης ή επιβίωσης, αυθαίρετους, συχνά εκτός νομιμότητας, προκλητικούς, κάποτε νοσηρούς, συντριπτικά μοναχικούς. Η κάμερα τούς ακολουθεί, τους κρίνει ή τους κατανοεί, διχάζει.

Οι εκπρόσωποι αυτής της κινηματογραφικής εποχής στο Τορόντο (Αλ. Αβρανάς, Θ. Αναστόπουλος, Π. Παναγιωτοπούλου, Μ. Καραμαγγιώλης, Ελ. Ψύκου, Γ. Σερβετάς, Γ. Σακαρίδης, Χρ. Κουτσοσπύρου – A. Hughes, Φ. Τσίτος, Α. Παπαδημητρόπουλος – Γ. Βόγκελ ) πρόσφεραν μια βεντάλια όψεων της ελληνικής κοινωνίας. Πολλές Ελλάδες, συμπληρωματικές ή αντικρουόμενες, εξέπεμπαν στις αίθουσες του Τορόντο μηνύματα αγωνίας και κινδύνου. Ρεαλιστικά, ή με υπερβάσεις και συμβολισμούς που όμως δεν γλιστρούσαν στο φαντασιακό, με χιούμορ, σαρκασμό, διάθεση παρέμβασης και ανατροπής. Στους Καναδούς, Ευρωπαίους ή Ασιάτες θεατές φαίνεται ένα σινεμά «συναρπαστικό», «εκρηκτικό», «γεμάτο ενέργεια και ποικιλία». Τα σχόλια του κοινού ήταν εγκωμιαστικά, η αποδοχή αιφνιδίαζε καμιά φορά και τους ίδιους τους σκηνοθέτες. Στις συνεντεύξεις τους μιλούν για τη βία στην Αθήνα, για τις διαμαρτυρίες, για το χάος, τις διαρκείς ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και για τη δημιουργική αναγέννηση στις τέχνες, για την ανάγκη «να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας». Αμα τα πράγματα είναι τόσο δυσοίωνα όσο τα περιγράφετε γιατί μένετε και δεν δραπετεύετε, ρώτησε ο Κάμερον Μπέιλι, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, στη συνέντευξη Τύπου του ελληνικού αφιερώματος. «Δε θέλουμε να φύγουμε, να τα αλλάξουμε θέλουμε», απάντησε ο Αλ. Αβρανάς και συγκατένευσαν σχεδόν όλοι.

Στο Τορόντο δεν συναντήσαμε μόνο τις εικόνες ενός τόπου που ρημάζει, αλλά και ανθρώπους που παλεύουν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους. Που δεν «φεύγουν» αλλά ταξιδεύουν. Το ελληνικό σινεμά είναι αξιόπιστος και ισότιμος συνομιλητής σε ένα διεθνές περιβάλλον που αναζητεί αισθητικό αιφνιδιασμό, κοφτερά ανακλαστικά, βλέμμα καθαρό, γενναιόδωρο και γενναίο. Είναι ένα σινεμά που δεν προσπερνάει αλλά και δε μένει στάσιμο. Κινείται, προτείνει, αλλάζει.

Πηγή: Η Καθημερινή

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook