—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα ρήματα—
Μοιάζει κάπως με το μοιραίο σλόγκαν: «λεφτά υπάρχουν». Αλλά η υπόθεση και οι πρωταγωνιστές δεν ταιριάζουν με το αρχικό σενάριο του ΓΑΠ. Την προηγούμενη Τρίτη, ο επικεφαλής και ο ειδικός Γραμματέας του ΣΔΟΕ αποκάλυψαν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής πως η φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν περιορίστηκε αλλά φούντωσε, μέσα στα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ[1], οι καταθέσεις που «βγήκαν» στο εξωτερικό, τα τελευταία χρόνια, ανέρχονται στο ποσό των 54 δισ. ευρώ. «Από αυτά, τα 20 δισ. ευρώ θεωρούνται καταθέσεις που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα “πόθεν έσχες” – εισοδήματα των καταθετών». Παράλληλα, παρουσιάστηκαν στοιχεία «για παράνομες επιστροφές ΦΠΑ και επιδοτήσεις, μη έκδοση αποδείξεων, πλαστά και εικονικά τιμολόγια, ψευδή «πόθεν έσχες» κτλ.», ενώ ταυτόχρονα δηλώθηκε η πλήρης αδυναμία ελέγχου της «λίστας Λαγκάρντ»: από τα 1.700 ονόματα της λίστας Λαγκάρντ, μόνο 266 περιπτώσεις βρίσκονται σε διαδικασία ελέγχου. Με άλλα λόγια, στην εποχή της κρίσης, οι φοροφυγάδες Έλληνες «κροίσοι» (ανάμεσα τους, αγρότες, δικηγόροι, γιατροί, καλλιτέχνες και επαγγελματίες της «μαύρης αγοράς») έχουν βρει έναν αρκετά πρωτότυπο τρόπο να σπάνε πλάκα με τις λεγόμενες «θυσίες του ελληνικού λαού». Γιατί για αυτούς τους μικρομεσαίους Έλληνες «κροίσους», η κρίση είναι για τους άλλους.
Κατανοώ την προκαταβολική ένσταση: στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι μάταιο να θέτεις τραπεζικά σύνορα στη ροή του διεθνικού κεφαλαίου. Πόσο μάλλον όταν η χώρα έχει ζήσει την απειλή της άτακτης χρεοκοπίας και οι διάφοροι Λαφαζάνηδες της αντιπολίτευσης έχουν μετατρέψει την εκτίμηση ρίσκου σε διαρκή αγωνία για την στοιχειώδη πολιτική σταθερότητα και τον μεσοπρόθεσμο επιχειρηματικό σχεδιασμό. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, η πλήρης αδυναμία των φοροελεγκτικών μηχανισμών έχει επιφέρει μια νέα αντίληψη ως προς τους κανόνες της κινητικότητας του κεφαλαίου: «όλοι για έναν και καθένας για την πάρτη του». Κάπως έτσι, η θεωρία της αυτορρύθμισης της αγοράς οδήγησε το νεοφιλευθερισμό στο πλήρες αδιέξοδο: στον καιρό της κρίσης, η εκούσια συμμετοχή των πολιτών στη διάσωση του κοινωνικού κράτους όχι μόνο μειώθηκε αλλά τίναξε στον αέρα ακόμη και τις στοιχειώδεις λειτουργίες του. Η ασύμμετρη σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος έχει σήμερα αποδομήσει πλήρως την έννοια «εσωτερικευμένων καθηκόντων» εκείνων των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων που, μέχρι χτες, θεωρούνταν το αρχετυπικό συστατικό της κοινωνικής ευμάρειας.[2]
Η φοροδιαφυγή πλέον στην Ελλάδα έχει υπερβεί τις τρέχουσες πρακτικές μιας παραβατικής οικονομικής συσσώρευσης και έχει εξελιχτεί στον κατεξοχήν παράγοντα απορρύθμισης της δημόσιας ηθικής. Για την ώρα, το πολιτικό σύστημα αναδιπλώνεται πάλι σε μια σκανδαλολογία που αντικαθιστά τη δημόσια ηθική με την εύκολη καρικατούρα της: την ηθικολογία. Αλλά κι αυτή είναι μέρος του προβλήματος∙ δεν είναι η λύση.
Ποιος μπορεί σήμερα να εγγυηθεί κανόνες οικονομικής συμπεριφοράς που θα ενσωματώνουν την επιχειρηματική δράση σε μια νέα προοπτική συλλογικού συμφέροντος με δίκαια κοινωνικά βάρη;
Το πρόβλημα μοιάζει δισεπίλυτο ακριβώς επειδή η Δεξιά έχει ενδώσει σε μια αγοραία αντίληψη ιδιωτικών συμφερόντων και η Αριστερά έχει αντικαταστήσει τη λύση του με ένα ψυχολογικό άλλοθι «τιμωρίας για τους κλέφτες». Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση έσπευσε να καλύψει τις πολιτικές ευθύνες των προσώπων που ενέχονται στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ενώ ο κ. Τσίπρας βρήκε μια ακόμη χρυσή ευκαιρία να προαναγγείλει τα μελλοντικά δικαστήρια της κάθαρσης. Κάπου ανάμεσα στη διαχειριστική απραξία και στην τιμωρητική φαντασίωση, χάνεται μια ακόμη ευκαιρία για να διαπιστώσουμε την άμεση πολιτική προτεραιότητα: τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Παγιδευμένοι σε χαζοχαρούμενες συζητήσεις για το «μικρό κράτος» και σε επαναστατικούς βερμπαλισμούς για τις «εθνικοποιήσεις τραπεζών», οι πολιτικοί του διπολισμού αρνούνται να κατανοήσουν πως η αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και η διάσωσή της τιμής της πολιτικής συμπυκνώνεται σήμερα στο αίτημα για μια πραγματική παρέμβαση στο φορολογικό σύστημα. Ίσως επειδή ξέρουν πως το πρόβλημα το λύνει καθημερινά ο κ. Αυτιάς στην πρωινή του εκπομπή, θέτοντας επίμονα το ερώτημα αν «φτάνει στο Μαξίμου η φωνή του λαού που υποφέρει». Ίσως πάλι επειδή έχουν ήδη αποφασίσει πως η «ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας» έχει συντελεστεί με τέτοιους όρους, που δεν αφήνει περιθώρια για μεταρρυθμίσεις αλλά μόνο για παλαιοκομματικούς χειρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, τα λεφτά είναι αλλού∙ εκεί που τα στέλνουν, κάθε φορά, οι «Έλληνες κροίσοι», στην κρίση.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Ανώμαλα ρήματα

[2] Βλ. σχετικά το στοχαστικό και αναλυτικό άρθρο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά και του Τάκη Καφετζή «Περί πολιτικής διαφθοράς» στο : Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Μορφές συνέχειας και ασυνέχειας. Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική δυσφορία, Θεμέλιο, Αθήνα, 2013, σ. 155-213.

Σχολιάστε