Από τη μεριά του Ιούδα

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Τα κέρματα κατρακύλησαν κουδουνίζοντας στη δεξιά χούφτα του ανθρώπου, ενώ ο δείκτης του αριστερού του χεριού αιωρήθηκε για λίγο πάνω από τον μικρό ασημένιο σωρό μετρώντας. Έπειτα, η χούφτα έκλεισε και χάθηκε μέσα στο σακούλι, λίγο βιαστικά, λες και ο κάτοχός της ανησυχούσε μήπως τα ίδια τα κέρματα αλλάξουν γνώμη και επιστρέψουν εκεί από όπου ήλθαν. Ο άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι και έσκασε ένα λειψό σε θέρμη –και δόντια– χαμόγελο στον Ιούδα Ισκαριώτη απέναντί του.

– Εντάξει είμαστε. Δικό σου.

Ο Ιούδας κατένευσε χωρίς να μιλήσει. Ανυπομονούσε να μείνει επιτέλους μόνος στον αγρό του. Εξάλλου, του είχε κοστίσει ακριβά, πολύ πιο ακριβά από τριάντα ασημένια κέρματα.

Έμεινε να κοιτάζει την πλάτη του ανθρώπου που απομακρυνόταν, όρθιος πλάι στην ισχνή σκιά του δέντρου. Ο αγρός του. Μια μικρή έρημος μέσα στην όαση της μεγάλης πόλης που γιόρταζε. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Τα πάντα γύρω του κίτρινα και καφετιά και ξεροψημένα  από τον ήλιο. Ούτε ίχνος ζωής. Το μόνο που έμοιαζε να κινείται ήταν η σκιά του δέντρου. Τι ώρα να ’χε πάει; Τόσο νωρίς το πρωί κι η ζέστη ήταν κιόλας αφόρητη. Πού να ήταν τώρα, άραγε; Να τον έχουν ακόμα οι αρχιερείς ή να τον έχουν πάει στον Πιλάτο; Ο Ιούδας έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε να μην έχει κάνει λάθος, να μην έχει παρερμηνεύσει τα σημάδια. Ήξερε την αποστολή του, βέβαια, εξ αρχής, τη μοίρα του, που ήταν τόσο αναπόδραστη όσο και του Δασκάλου, δεμένη με τη δική του σαν θηλιά γύρω από το λαιμό. Είχε συμφωνήσει να το κάνει ήδη από τότε που πρωτοσυναντήθηκαν στη Γαλιλαία. Μόνο το πότε δεν είχαν ξεκαθαρίσει· αυτό, και το πόσο ακριβώς θα του κόστιζε, μετά από τόσα χρόνια προετοιμασίας.

Αλλά επέλεξε εκείνη τη μέρα για πολλούς λόγους. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως ο Δάσκαλος ήταν έτοιμος. Πόσες φορές τούς είχε επαναλάβει τελευταία πως ο Υιος του Ανθρώπου θα πεθάνει; Κι ύστερα, εκείνη η κρίση που τον έπιασε στο Ναό, το ξέσπασμά του, η βία από το πουθενά. Ο Δάσκαλος, να αναποδογυρίζει τραπέζια και να ουρλιάζει… Αυτός που τόσον καιρό απαντούσε με υπομονή σε όλες τις βλακώδεις ερωτήσεις που του έκαναν μετά από κάθε παραβολή. Και βέβαια, το δείπνο, χτες. Εκείνο το «Συ είπας». Δεν άντεξε ούτε στιγμή παραπάνω ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, που δήθεν τον αγαπούσαν και δεν θα τον πρόδιδαν ποτέ. Δεν τον πήραν καν χαμπάρι που έφυγε σαν τρελός. Στο μυαλό του ήρθε και πάλι ο Πέτρος, αυτός ο μπουνταλάς, που κοιμόταν του καλού καιρού την ώρα που ήρθαν οι στρατιώτες. Και μετά ξύπνησε και πήγε κι έκοψε το αυτί του ανθρώπου, να ’χουμε άλλα. Παραλίγο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Τι να του πεις; Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, σκέφτηκε ο Ιούδας, και το στόμα του γέμισε πικρό σάλιο. Να δεις που κάποια μέρα θα πουν πως το ’κανα για τα λεφτά ή πως εγώ είχα γκρινιάξει τότε για το μύρο που σπατάλησε εκείνη η γυναίκα για χάρη του Δασκάλου. Ή πως, ξέρω γω, μπήκε ο διάβολος μέσα μου! Εμένα! Που τον διάβολο τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά! Δε βαριέσαι. Εγώ έκανα το σωστό, είπε σχεδόν φωναχτά. Κανείς δεν τον άκουσε.

Ο πιο σοβαρός λόγος απ’ όλους όμως που διάλεξε τη συγκεκριμένη μέρα ήταν αυτή η έσχατη, αδύναμη ελπίδα του, πως ίσως τελικά η πραγματικότητα θα χαλούσε τα σχέδια του Δασκάλου, ότι η ίδια η ζωή θα τον έσωζε, θα τους έσωζε και τους δυο. Δύσκολα θα έβρισκαν μάρτυρες να καταθέσουν εναντίον του. Ποιος ασχολείται με τέτοια πράγματα τέτοιες μέρες; Ακόμα όμως κι αν ο Δάσκαλος είναι εντελώς αποφασισμένος, ακόμα κι αν προσπαθήσει πολύ να καταδικάσει τον εαυτό του, μπορεί και να του δώσει χάρη ο Πιλάτος, που είναι άνθρωπος ήπιος και λογικός και αγαπάει την αλήθεια. Βέβαια, εδώ που φτάσαμε, τι είναι η αλήθεια; Αυτό που δεν ξέρει κανείς ή αυτό που ξέρουν όλοι;

Κοίταξε προς την Ιερουσαλήμ. Στ’ αυτιά του έφτανε ένα αχνό βουητό, ακατάληπτο. Καλύτερα να μη μάθει ποτέ τι απέγινε ο Δάσκαλος. Ξαφνικά, ένιωσε τα πόδια του να λύνονται. Στηρίχτηκε στο δέντρο, χάιδεψε τον κορμό του και τράβηξε προς τα βράχια, λίγο πιο πέρα. Είχε ήδη ετοιμάσει τη σπηλιά όπου θα περνούσε το υπόλοιπο του βίου του, όσο και να ήταν αυτό. Έχωσε το χέρι μέσα στο σακούλι του για να βεβαιωθεί πως είχε μαζί του τους παπύρους που χρειαζόταν για να γράψει την αλήθεια, ως έσχατο φόρο τιμής στην ανθρώπινη φύση του, που τώρα επαναστατούσε άγρια μέσα του. Τι είναι η αλήθεια; Στο χέρι του ήταν να το μάθουν κάποτε όλοι.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Short stories

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook

4 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.