Ο Μαρκόνι στην Ακρόπολη και οι αντένες της ποίησης

Χίλιες αντένες τσακισμένες για το σήμα
Και σήματα είναι όλα 
του ακατανόητου
Οι ερωτήσεις έχουν λείψει όλα είναι η απάντηση

—Παυλίνα Παμπούδη—

—του Γιώργου Ζεβελάκη και του Γιώργου Τσακνιά—

marconi_1

Στις 25 Απριλίου 1874, γεννήθηκε στην Μπολόνια ο ξακουστός εφευρέτης της εκπομπής ραδιοκυμάτων σε μεγάλη απόσταση Γουλιέλμο Μαρκόνι. Το όνομά του πήραν οι ραδιοτηλεγραφητές: «μαρκόνης» δούλεψε στα καράβια, για πολλές δεκαετίες, ο Νίκος Καββαδίας. Το 1935, ένα από τα τελευταία καλοκαίρια της ζωής του, ο Γουλιέλμο Μαρκόνι —πέθανε το 1937— επισκέφτηκε με τη γυναίκα του την Αθήνα και φωτογραφήθηκαν μπροστά στον  Παρθενώνα. Είναι μία από τις λίγες φωτογραφίες μεγάλων επιστημόνων και εφευρετών στην Ακρόπολη — ο Τόμας Έντισον π.χ. είναι γνωστό πως ήθελε να επισκεφτεί την Αθήνα αλλά δεν τα κατάφερε.

Μαρκόνι στην Ακρόπολη 1935

Η εφεύρεση της ασύρματης επικοινωνίας αποτέλεσε τεράστιο βήμα προόδου. Ειδικά όσον αφορά τη ναυσιπλοΐα, ο ασύρματος στάθηκε σωτήριος και έσωσε πολλές ζωές, καθώς έως τότε δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας των πλοίων που κινδύνευαν.

marconi-herld19071016

Το 1919, ο Μαρκόνι αγόρασε το ατμόπλοιο Rovenska για τα πειράματά του στην ασύρματη επικοινωνία. Η Rovenska είχε κατασκευαστεί το 1904 στα ναυπηγεία Ramage & Ferguson και είχε χρησιμοποιηθεί στον Α΄ Παγκόσμιο ως ναρκαλιευτικό. Ο Μαρκόνι μετονόμασε το πλοίο —απολύτως ταιριαστά— σε Elettra· εκτός από καμπίνες για τον ίδιο, για τη σύζυγό του Βεατρίκη και για τους καλεσμένους τους, η Elettra διέθετε βιβλιοθήκη και εργαστήριο, εξοπλισμένο με πομπό 8Kw.

54585-MARCONI'S-YACHT-ELETT

Elettra

54445-first-radio-conv-1930

Ο Μαρκόνι στο εργαστήριο της Elettra, 1930

* * *

Η αντένα, η κεραία του ασυρμάτου αρχικά και της ραδιοτηλεόρασης αργότερα, εμφανίζεται σε αρκετές περιπτώσεις στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ενδιαφέρον ότι ο όρος απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Από την κυριολεκτική τους χρήση στο «Πούσι» του ασυρματιστή – ποιητή Νίκου Καββαδία μέχρι τον κεντρικό τους ρόλο στις περίφημες «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» του Καρυωτάκη, οι αντένες καταγράφονται ως αξιοπερίεργο και ενδιαφέρον μοτίβο στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα. Ακολουθεί μια —επιλεκτική και όχι εξαντλητική— αποδελτίωση (στην παρένθεση, το έτος δημοσίευσης του ποίηματος):

Κώστας Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες…] (1927)

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Γιώργος Σεφέρης, Ρουκέτα (1936)

Δεν είναι ούτε η θάλασσα
δεν είναι ούτε ο κόσμος
το γαλάζιο αυτό φως
στα δάχτυλά μας

κάτω από τα βλέφαρα
χίλιες αντένες
ψάχνουν ζαλισμένες
τον ουρανό

κόκκινο γαρούφαλο
μοναχό στη γλάστρα
στάθηκες σαν έγραφα
μπρος μου σαν αγάπη

ήταν μια ελαφίνα
κίτρινη σα θειάφι
κι ήταν ένας πύργος
από χρυσάφι

μέτρησαν τα χρόνια τους
πέντε κοράκια
μάλωσαν και σκόρπισαν
σαν πεντάλφα

τα μαλλιά της όμορφης
τ’ άσπρισαν τα κρίνα
στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία.

Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια
μήτε να ταξιδεύω μερόνυχτα
μέσα στα μάτια της γοργόνας.

Talita Hoffman Campos e Antenas

Talita Hoffman, «Campos e Antenas»

Νίκος Καββαδίας, Πούσι (1947)

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Διονύσης Σαββόπουλος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1969)

Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλληκάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού

Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό

Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
οι προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Οδυσσέας Ελύτης, Η ταράτσα και το παράθυρο (1972)

α’

Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα

Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Να δείτε που φυλάγω καραούλι
σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.

β’

Όπα και να σου — μέσα στο σκοτάδι
ένα παρά — παράθυρο που ανάβει:

Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
απ’ τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
ένα κορίτσι — πως το περιμένω!

Κάθε που το ‘να γόνατο σηκώνει
μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει

Με παίρνει τ’ αεράκι και πηγαίνω
στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.

10322884_10152395975022140_1079576698_n

Norman Rockwell

Μάρκος Μέσκος, Θλιβερή συμβίωση (1973)

Ρετιρέ, φωταγωγός, ασανσέρ
αντένες στο ύψος των πολυκατοικιών
κοινόχρηστα, θυρωροί, σκουπίδια

σκάλες των έξι ορόφων τώρα
στο υπόγειο δεν μένει κανείς αλλά
πάνω του το μαγαζί με το «Ρομάντζο»

Πάλι στα διαμερίσματα 3Χ4
— είναι καλό έχει και καλοριφέρ
κι αυτό το παράθυρο.

Ρετιρέ, φωταγωγός, ασανσέρ
αντένες, ακάλυπτος χώρος
φως και νερό απ’ το σίδερο —

Μ’ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ ΤΟΝ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΩΝΑ
ΣΑΣ ΣΒΗΝΩ. Και στη γωνιά
το γραφείο κηδειών αδίκως με καρτερεί
αδίκως τα δημόσια ουρητήρια — τι όνειρο
τι όνειρο φριχτό φίλε μου!

27083_1390700204260_6327350_n

Φωτό: Γ. Τσακνιάς

Παυλίνα Παμπούδη, Η ουρά του ζώου (1974)

Η ουρά του Ζώου στο διάστημα φλεγόταν.
Πίσω απ’ την ζελατίνα,
Φωσφορικές ρόγες δαχτύλων –
Α, ο Ατλαντικός πονετικά που με πλημμύριζε
Κι όλος ο ερυθρός οίνος των μεταλήψεων-

Στην ιερή αντένα το δαιμόνιο έσκουζε
Με διακοπές ρεύματος, γιάου φυλαχτείτε
Περιστερές ραμφίζαν τα καλώδια
Πανό μεγάλα έπεφταν στο χάος με καπνούς
Έσκουζε, γιάου έρχεται
Έρχεται ευημερία
Φυλαχτείτε –
Οι λέξεις αιχμηρές φυτρώναν μ’ εκτινάξεις
Απ’ την καρωτίδα του
Έσκουζε,

Πύκνωνε ο γαλακτώδης τρόμος γύρω
Κι εγώ στο γυάλινο κώδωνα
Κενό αέρος, κενό αέρος, έγραφα πάντα,
Ήρεμα· η ουρά μου,
Σφάδαζε απ’ έξω
Μέχρι που χάθηκε. Τότε,
Οι δονήσεις σταμάτησαν απότομα καθώς

Μια νέφωση ψυχρές ακρίδες
Κάλυψε τα γράμματα.
Τότε, μια άσπρη γλώσσα
Πέρασε πάλι και πάλι απ’ την σκηνή.

paisaje-de-antenas-y-cables

Ehecatzin

Οδυσσέας Ελύτης, Η Παρουσία [απόσπασμα] (1978)

Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά,
μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας.
Πρώτα θα ξεχωρίσουν
οι ασημένιοι τρούλοι,
κατόπιν τα καμπαναριά.
Θα φανούν οι δρόμοι πιο στενοί,
πιο ίσιοι απ’ ότι φανταζόμασταν.
Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες
για την τηλεόραση
και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί
ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή
θα δούμε όλη τη θάλασσα.
Οι ψυχές επάνω της θ’ αφήνουν
μικρούς λευκούς ατμούς.

Roger J. Wendell

Φωτό: Roger J. Wendell

Πάνος Κ. Θασίτης, Βρέχει (1983)

Il pleut des voix de femmes…
G. Apollinaire

Βρέχει απ’ το πρωί.
Βρέχει στ’ αυτοκίνητα, στα πλαστικά υπόστεγα των δρόμων.
Στο δράκο καπνοσυλλέκτη
ψηλά στην ταράτσα
στο λεπρό δάσος με τις αντένες.
Βρέχει και δε βλέπεις τη βροχή
στο γραφείο 405 από βροχή δεν ξέρεις.
Βρέχει έξω από τις αίθουσες των μυστικών συσκέψεων
τους κύλινδρους των στεγνοκαθαριστηρίων έξω.
Βρέχει και δε βρέχεσαι, αδύνατο να βραχείς
νά ’ρθεις να περπατήσεις κάτω απ’ τη βροχή μαζί μου.

Βρέχει στον τελευταίο σταθμό της βενζίνης, στο χαλασμένο
λάστιχο του φορτηγού
στο νεκροταφείο της ακτής, στην κρεμασμένη θάλασσα
στους πεθαμένους ουρανούς των διυλιστηρίων
στις τρομερές σημαίες των διεθνών εταιρειών.
Βρέχει στους σκουπιδότοπους.
Στ’ ασθενοφόρο που σε παίρνει.

Βρέχει συνέχεια.
Μήτε φωνές γυναικών

Μήτε τίποτα.

Walterio Iraheta composición antenas

Walterio Iraheta composición antenas

Μιχαήλ Μήτρας, Poems to let (2007)

Ποίημα με θέα σε θάλασσα
Ποίημα με θέα σε δάσος
Ποίημα με θέα σε καφετέριες
Ποίημα με θέα σε αυτοκινητόδρομο
Ποίημα με θέα σε φαρμακείο
Ποίημα με θέα σε λούνα παρκ
Ποίημα με θέα σε μηχανοστάσιο
Ποίημα με θέα σε ξενοδοχείο
Ποίημα με θέα σε καταιγίδα
Ποίημα με θέα σε σούπερ μάρκετ
Ποίημα με θέα σε διαδήλωση
Ποίημα με θέα σε σταθμό τρένων
Ποίημα με θέα σε ανθοπωλείο
Ποίημα με θέα σε τηλεοπτικές αντένες
Ποίημα με θέα σε ερωτικό ραντεβού
Ποίημα με θέα σε κεντρική λεωφόρο
Ποίημα με θέα σε νεκροταφείο
Ποίημα με θέα σε φωταγωγό πολυκατοικίας
Ποίημα με θέα σε κινηματογράφο
Ποίημα με θέα σε μαιευτήριο
Ποίημα με θέα σε αστυνομικό τμήμα
Ποίημα με θέα σε βιτρίνα με φορέματα
Ποίημα με θέα σε τηλεφωνικό θάλαμο
Ποίημα με θέα σε έναστρο ουρανό

10299280_10152395979452140_1054939278_n

Joe Simon

* * *

Εκτός συναγωνισμού, το «Ειδύλλιο» του Ρώμου Φιλύρα: αν και οι λέξη «αντένες» απαντάται, δεν σημαίνει την κεραία ασυρμάτου αλλά χρησιμοποιείται με την παλιότερη σημασία της: αντένα στη ναυτική ορολογία των ιστιοφόρων είναι το οριζόντιο ξύλο από το οποίο κρέμονται ορισμένα πανιά (συνώνυμο: πίκι).

Ρώμος Φιλύρας, Ειδύλλιο

Η περηφάνια μου έγινε συντρίμμι
κι όμως θυμήσου πόση α! πόση πόζα!…
Τί να κρύβει κανείς μπρος στα σκερτσόζα
λόγια σου, που φριχτά κρατάει η μνήμη;

Ελεύθερο το κίνημα – κιλίμι
απέραντο η αγάπη μου η φαμόζα,
κι ας στέκεις συ, τάχα ψηλά, σε λόζα
θεόρατη να με κοιτάς, – θρασίμι

Να φτιάχνω κοκοράκια μες στον κόσμο,
παιζογελώντας μ’ εύκολες παρθένες,
που είν’ άχαρες σαν τον κομμένο δυόσμο

Ενώ για Σε ετοιμάζω τις αντένες
και τους φλόκους φουσκώνω για ταξίδι
μεγάλο, στων ειδυλλίων το παιχνίδι!

il_570xN.311461937

* * *

Επίσης εκτός συναγωνσιμού, μιας και σε αυτό το μικρό αφιέρωμα δεν πιάσαμε την ξένη ποίηση, ένα ποίημα της Joyce Mansour από τη συλλογή Όρνια, μεταφρασμένο από τον Έκτωρα Κακναβάτο:

Joyce Mansour, Pericoloso Sporgersi

Γυμνή
Πλέω ανάμεσα στα ναυάγια με μουστάκια ατσαλένια
Σκουριασμένα από όνειρα
Που σακάτεψε η γλυκερή οιμωγή της θάλασσας
Γυμνή 
Κυνηγώ τα φωτερά κύματα
Που τρέχουνε στην άμμο τη σπαρμένη με κρανία άσπρα
άφωνη στον αγέρα πάνω απο την άβυσσο
Ο πηχτός ζελές, που είναι η θάλασσα, 
Βαραίνει στο κορμί μου επάνω
Τέρατα θρυλικά με ρύγχη πιάνων
Κορδώνονται μέσα σε βάραθρα από σκοτεινιά
Γυμνή κοιμάμαι

Κοίτα, είμαι αηδιασμένη απο τους άντρες
Τις ικεσίες τους το τρίχωμά τους
Την πίστη τους τους τρόπους τους
Μπούχτισα τις περίσσιες αρετές τους
Τις μισοντυμένες 
Μπούχτισα τα κουφάρια τους
ʼγιασέ με τρελλό φέγγος που καταυγάζεις τα ουράνια όρη
Λαχταράω να ξαναγίνω κενό σαν το ήσυχο μάτι 
της αγρύπνιας
Λαχταράω να ξαναγίνω άστρο

Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια
Που πάνω στα κύματα ουριοδρομούνε 
Τραχιά ιδιότροπα
Τυρρανικά ως δεσπόζουν στο κορμί μου επάνω
Μαραίνομαι ανατριχιάζω
Ο νους μου παει στους αστακούς 
Ακόρεστες οι περιφερόμενες αντένες
Ξαίνουν το σπέρμα των ναρκωμένων καραβιών
Για να τ’απλώσουν ύστερα στις κυματοκορφές του ορίζοντα
τις οκνηρές κυματοκορφές πασπαλισμένες με ψαρίσια σκόνη
εκεί που όλες τις νύχτες παπακορδώνομαι
μπουκωμένο στόμα χέρια σκεπαστά
θαλασσινή υπνοβάτισσα αλατισμένη με φεγγάρι

Θα κυλιέμαι κατά σένα
Διασχίζοντας τον χώρο τον ασύνορο τον άπατο
Ξινή σαν ρόδου κάλυκας
Θα σ’ εύρω άνθρωπε αχαλίνωτε
Νηστευτή καταπιωμένε μες στο βόρβορο
ʼγιε της ευκαιρίας
Και θα κάνεις απόμένα 
Το κρεβάτι σου και το ψωμί σου
Τα Ιεροσόλυμά σου

Θα γράψω με δύο χέρια 
Τη μέρα που θα σιωπής
Μ’ αλύγιστα γόνατα θα προχωρήσω
Γεμάτο από βυζιά το στήθος
ʼρρωστη από καταπιωμένη σιωπή
Στεντόρεια θα ξεφωνίσω
Τη μέρα που θα πεθάνω
Για να μην αναστραφώ όταν τα χέρια σου θα με μαντεύουν
Γυμνή μες στη φρυγμένη γή
Θα στραγγαλίζομαι με τα δυό μου χέρια
Όταν η σκιά σου θα με γλείφει 
Ξεμερδισμένη μες στον τάφο μου
Όπου λαμποκοπάνε μανιτάρια
Θα με πάρω στα δυό χέρια
Γιά να μη στραγγίσω μέσα στη σιωπή του σπήλιου
Για να μη σκλαβωθώ στον άμετρο έρωτά μου
Κ’ η ψυχή μου θα πραΰνετε 
Γυμνή μες στο ιλαρό κορμί μου

Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
Μαδούσα τον άντρα
Τον άντρα αυτή την αλειμμένη μαύρο λάδι αγκινάρα
Που με την τροχισμένη γλώσσα μου μαχαιρώνω, γλείφω
Τον άντρα που τουφεκάω, που αρνιέμαι
Αυτόν τον άγνωστο που είναι αδερφός μου
Και που μου στρέφει το άλλο μάγουλο
Όταν χύνω το μάτι του το κλαψιάρικο τ’αρνίσιο
Τον άντρα που για τα κοινά είναι νεκρός, δολοφονημένος
Χτες προχτές και πρίν και πάλι
Μες στα φτωχά του πεσμένα πανταλόνια υπερανθρώπου

Τα χέρια σου κορφολογούσανε
Μες στο ξεσκέπαστο μου στήθος
Στρουφουλιάζοντας ξανθένιες μπούκλες,
Τσιμπώντας μπούκλες,
Τσιμπώντας ρώγες,
Κάνοντας τις φλέβες μου να τρίζουν
Πήζοντας το αίμα 
Μέσα στο στόμα μου η γλώσσα σου χόντραινε απο μίσος,
Το χέρι σου σημάδεψε με ηδονή το μάγουλό μου,
Πάνω στην ράχη μου τα δόντια σου σκαλίσανε βλαστήμιες,
Ανάμεσα στις κνήμες μου έσταζε των οστών μου το μεδούλι
Κ’ έτρεχε τ’ αυτοκίνητο στον αλαζόνα δρόμο
Περνώντας πάτησε την οικογένειά μου

Προχωρείς επάνω στο ξυλένιο σου άλογο
Σάρκινο ακόντιο η φτενή σου
Φόρτε του άσπρου, της εφηβείας οσμή
Μπροστά σου τεντωμένη
Το πάει να τρυπήσει την χοντρή απάθεια
Μανιταριών που ντύθηκαν στο κρεμεζί μετάξι
Που ξαπλώνουνε πάνω στο δρόμο σου
Ιππότη αγένεια
ʼσπιλε και δίχως πορτέλο

Καθρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
Θαυμάζοντας την τετράγωνη κοιλιά μου
Τα δόντια του θηρίου
Τα ενσαρκωμένα μάτια μου
Περιμένοντας να καταφτάσει το αβέβαιο
Βαρύτιμα ντυμένη με αφρό απο σαπούνι και σκατά
Μικρούλης παπαγάλος μέσα σε κλουβί καταχρυσωμένο
Αηδιασμένη που δεν κάνω τίποτα με κύρος

Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
Τα μάτια μου άλογα τρελά για απεραντοσύνη
Το στόμα μου στολισμένο με αίμα άγνωστο
Το δέρμα μου
Στύλοι οδηγοί τα δάχτυλά μου μαργαριταρένια από τον
Πόθο
Θα οδηγούν τα βλέφαρά σου ίσα στ’αυτιά μου
Στις ωμοπλάτες μου
Προς την ολάνοιχτη εξοχή της σάρκας μου
Τα σκαλοπάτια των πλευρών μου στευνεύουνε απο σκέψη
Πως η φωνή σου θα μπορούσε να γεμίσει το λαρύγγι μου
Πως τα μάτια σου θα μπορούσαν να γλεάσουν
Δεν γνωρίζεις την χλωμάδα των ώμων μου
Τη νύχτα
Όταν οι φλόγες των εφιαλτών αλλόφρονες
Απαιτούν σιωπή
Και συφίγγονται οι μαλθακοί της πραγματικότητας τοίχοι 
Δεν ξέρεις πως των ημερών μου οι ευωδίες πεθαίνουνε 
πάνω στη γλώσσα μου
Όταν οι πονηροί έρχονται με αιωρούμενα μαχαίρια
Πως μένει ολομόναχος ο περήφανος έρωτας μου
Όταν βουλιάζω μες στη λάσπη της νύχτας

Ξέρεις ακόμα το γλυκερό άρωμα των φυτειών
Πόσο ξένα μπορεί να είναι τα οικεία πράγματα
Ύστερα από ένα χωρισμό
Πόσο θλιβερή η τροφή
Πόσο ανούσιο ένα κρεβάτι
Και οι γάτες
Θυμάσαι τις γάτες με τα γαμψά νύχια 
Που ούρλιαζαν πάνω στη στέγη
Όταν η γλώσσα σου με ανάσκαφτε
Και που καμπούριαζαν όταν τα νύχια σου με γδέρνανε
Οργάζανε όταν παραδινόμουν
Δεν ξέρω πια να αγαπώ
Οι οδυνηρές φουσκάλες του ντελίριου σβήσαν απ’ τα χείλια 
Μου
Παράτησα την θαλερή μου μάσκα
Μια τριανταφυλλιά ψυχομαχάει κάτω από το κρεβάτι
Δεν ξεγοφιάζομαι πιά ανάμεσα σε σωρό χαλίκια
Οι γάτες παράτησαν την στέγη 

* * *

Marconi-pc

Εδώ ένα video για τις αντένες

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Vintage

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

3 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.