Θερινή Ώρα

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι. Καθώς το μυαλό μου κατέγραφε την ώρα, ταυτοχρόνως συνειδητοποιούσα πως η καταγραφή δεν είχε νόημα, γιατί το ρολόι μου είχε σταματήσει εδώ και μέρες στις 4.15, που δεν ήξερα καν αν ήταν π.μ ή μ.μ. Το ρολόι σταμάτησε επειδή έμεινε από μπαταρία. Έχουν περάσει πολλές βδομάδες από τότε που πήγα μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς μου για να αγοράσω καινούργια, αλλά το βρήκα κλειστό για καλοκαίρι, και μετά βαρέθηκα να πάω σε άλλο παρακάτω. Αλλά, είπαμε, δεν έχει και πολλή σημασία. Το περίπτερο παραμένει κλειστό. Όλα κλειστά είναι. Η γειτονιά είναι έρημη, με εξαίρεση εμένα και μια γιαγιά. Κι όμως, το ημερολόγιό μου δεν κάνει λάθος. Ξέρω ακριβώς πόσος καιρός έχει περάσει από την αρχή του καλοκαιριού – το βλέπω και στις σελίδες της δουλειάς μου. Έχουμε πια Οκτώβριο. Τέλη Οκτωβρίου, και όλοι λείπουν ακόμα διακοπές.

Είναι μάλλον χαζό εκ μέρους μου που κάθομαι και τα γράφω αυτά, γιατί, αν κάποια στιγμή τα πράγματα αποκατασταθούν και ξαναγυρίσουν όλοι όσοι λείπουν, κανείς δεν θα πιστέψει ότι συνέβησαν. Πάω, δηλαδή, φιρί-φιρί για την ταμπέλα του παρανοϊκού. Αν πάλι δεν επιστρέψουν, το ημερολόγιό μου θα υπάρχει για να το διαβάζω μόνο εγώ που το έγραψα. Σαν να τρώω χαρτί. Εν πάση περιπτώσει.

Το καλοκαίρι, λοιπόν, κύλησε φυσιολογικά, μέχρις ενός σημείου. Γύρω στα τέλη Ιουλίου, η πόλη άρχισε να παίρνει άδεια και, άρα, να αδειάζει. Εμείς, πάλι, οι αιωνίως Αδιάκοποι παρατηρούσαμε όπως πάντα σαν συνωμότες ανίδεοι για τη συνωμοσία τους τα κλειστά πατζούρια των σπιτιών να πληθαίνουν μαζί με τις ελεύθερες θέσεις για παρκάρισμα. Σιγά σιγά απλώθηκε κι εκείνη η διαρκής μεσημεριανή ησυχία στους δρόμους, ο ήχος της πόλης χωρίς κατοίκους. Τα μαγαζιά έκλεισαν με λιτές ανακοινώσεις – οι οικογενειακές επιχειρήσεις συνήθως πρόσθεταν, φιλανθρώπως, και ένα «Καλό Καλοκαίρι» με θαυμαστικά κάτω από τις ημερομηνίες. Μέσα σε μια βδομάδα, το facebook γέμισε φωτογραφίες από παραλίες και γυμνά πόδια με φόντο τη θάλασσα ή την άμμο ή το ηλιοβασίλεμα ή το φεγγάρι, κοκτέιλ και υπαίθρια γεύματα, παιδιά με μπρατσάκια και ξαπλώστρες με πετσέτες και βιβλία.

Από τις αρχές του Αυγούστου και μετά λες και εξαφανίστηκαν και τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Ουδεμία εντύπωση θα μου έκανε αν, κι αυτά που περνούσαν, ήταν χωρίς οδηγό. Εγώ, συνέχιζα κανονικά τη δουλειά μου και τη ρουτίνα μου, κλεισμένη στο σπίτι, με τα ρολά κατεβασμένα για να μην μπαίνει ο ήλιος και τον ανεμιστήρα να μουρμουρίζει ατέλειωτα. Τα μεσημέρια κοιμόμουν βαριά στον καναπέ, μέσα στη ζέστη, σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνω, και ξυπνούσα με το κεφάλι ασήκωτο, ενώ ο ήλιος άρχιζε πια να πέφτει και η μοναδική εναπομείνασα γιαγιά της γειτονιάς έβγαινε, όπως συνήθως, έξω και κατέβρεχε το δρόμο. Το τηλέφωνο δεν χτυπούσε σχεδόν ποτέ.

Μετά ήρθε εκείνος ο ατέλειωτος καύσωνας, φαινόμενο στα χρονικά. Κράτησε δεκαπέντε γεμάτες μέρες, κι εγώ τις πέρασα σχεδόν αποκλειστικά μέσα στην μπανιέρα, όπου δεν είχα τι άλλο να κάνω παρά να χαζεύω το νερό να τρέχει. Μετά, έβγαινα και, βρεμένη ακόμα, καθόμουν μπροστά στον ανεμιστήρα και διάβαζα ώσπου να στεγνώσω και να ξαναμπώ στο μπάνιο. Έξω, μόνος ήχος απέμεινε το τρίξιμο από τα κουκουνάρια που έσκαγαν από την ορατή, σχεδόν χειροπιαστή ζέστη. Το φως ξάσπριζε τα πάντα κι εξαφάνιζε τα περιγράμματα. Μέσα στην απόλυτη ακινησία, όλα έμοιαζαν ταυτόχρονα να σαλεύουν στην αχλύ της θερμότητας. Η γειτονιά έγινε μια αενάως ρευστή εικόνα.

Αλλά κι ο καύσωνας, αν και θηριώδης, λίγο-πολύ μέσα στο πρόγραμμα ήταν. Δυσάρεστος αλλά όχι ανησυχητικός. Νομίζω πως πρώτη φορά σκέφτηκα ότι κάτι δεν πάει καλά όταν βγήκα να πάρω εκείνη την μπαταρία για το ρολόι και βρήκα στο περίπτερο πάλι το ίδιο χαρτί που έλεγε «ΚΛΕΙΣΤΟ 10-20/8». Ήταν πια 27 του μηνός, αλλά τίποτε δεν είχε αλλάξει γύρω μου. Όλες οι ημερομηνίες σε όλα τα χαρτιά σε όλες τις βιτρίνες είχαν παρέλθει και είχαν ξεθωριάσει. Αλλά η πόλη παρέμενε μακαρίως θερινή.

Όχι όμως και ο καιρός. Το ίδιο απόγευμα άνοιξαν οι ουρανοί και το βράδυ έβγαλε κρύο, που την επομένη δυνάμωσε κι άλλο, και ξαφνικά έγινε φθινόπωρο. Με μια ελαφρά κακεντρέχεια, μπήκα μετά από μέρες στο facebook να δω την αλλαγή διάθεσης: οι φωτογραφίες των παραθεριστών ήταν πάλι στο ίδιο μοτίβο – βραστές θάλασσες και ηλιοκαμένα πόδια. Ούτε μια νύξη περί βροχής ή κρύου ή, βεβαίως, επιστροφής.

Θυμάμαι πως γέλασα από μέσα μου και σκέφτηκα, «Κοίτα να δεις, άλλος κόσμος». Πήρα μερικά τηλέφωνα. Οι περισσότεροι δεν απάντησαν. Άλλοι, όταν ρώτησα πότε γυρνάνε, μου είπαν, «σε μια βδομάδα» ή «σε πέντε μέρες» ή «έλα ρε, ακόμα δεν ήρθαμε!» ενώ είχε ήδη περάσει ένας μήνας που έλειπαν. Δεν θέλησα να ενοχλήσω περισσότερο. Ήδη αισθανόμουν σαν απουσιολόγος που τους υπενθύμιζα την κανονική ζωή.

Μπήκε ο Σεπτέμβριος. Άνοιξαν τα σχολεία. Τίποτα δεν άλλαξε. Αραιά και πού, περνούσε κανένα σχολικό. Η γιαγιά έπαψε να καταβρέχει το δρόμο. «Πότε θα γυρίσει η κόρη σας;» ρώτησα κάποια στιγμή σε μια κρίση κοινωνικότητας, αλλά η γιαγιά με κοίταξε για μια στιγμή σαν να μην άκουσε καλά (διόλου απίθανο) κι ύστερα απλώς ανασήκωσε τους ώμους. Μάλλον ήμουν η μόνη που αναρωτιόταν. Ήταν εντελώς αφύσικο να έχουν παρατείνει όλοι (οι Εκεί) τις διακοπές τους τόσο· κάτι έτρεχε, αλλά κανείς από εμάς (τους Εδώ) δεν έμοιαζε να ανησυχεί πολύ. Στην ουσία, ήταν σαν να πραγματοποιούνταν εκείνη η αιώνια φαντασίωση του Αθηναίου, που ονειρεύεται την άνεση του καλοκαιριού στην πόλη για όλο το χρόνο. Έφτανες από τα βόρεια προάστια στο κέντρο μέσα σε πέντε λεπτά. Μόνο που φτάνοντας, δεν είχες και πολλά να κάνεις. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όσοι έφυγαν, παρέμεναν ακόμα, μήνες μετά, κολλημένοι στο καλοκαίρι τους.

Είχε ήδη πάψει πια να είναι αστείο, αλλά επειδή τα πράγματα συνέχιζαν να λειτουργούν, έστω και υπό κλίμακα, ήταν αδύνατο να πανικοβληθώ. Εξάλλου, λάμβανα διαρκώς νέα από Εκεί – φωτογραφίες, ηλεκτρονικά μηνύματα, τα πάντα (μόνο πόσο ακριβώς «νέα» ήταν δεν ήξερα). Γιατί όμως κανείς άλλος δεν ανησυχούσε; Γιατί μόνο εγώ; Μόνο εγώ έβλεπα πως η πραγματικότητά μας είχε χωριστεί σε δύο χρονικά στρατόπεδα, σχεδόν απόλυτα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο; Κι εγώ πού στεκόμουν; Πού ακουμπούσε αυτή η πράσινη γραμμή, η ουδέτερη ζώνη του χρόνου όπου ισορροπούσα; Πώς βρέθηκα εκεί ανάμεσα; Γιατί να μην έχω μελετήσει στη ζωή μου φυσική, να ξέρω πού πατάω, αλλά μόνο λογοτεχνία, όπου όλα μπορούν να συμβούν –και συμβαίνουν– απλώς και μόνο επειδή κάποιος θέλησε να φτιάξει μια συγκεκριμένη, δική του πραγματικότητα;

Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να σκεφτώ τα δεδομένα. Συνειδητοποίησα πως τα σημεία αναφοράς ήταν ελάχιστα. Και το καλοκαίρι, όπως και το χειμώνα, ζούμε με μελλοντικές προθεσμίες, γεμίζοντας τον ενδιάμεσο χρόνο, απλώς στις διακοπές ο ενδιάμεσος χρόνος είναι πιο μακρύς. Φέτος όμως κάτι συνέβη: ήταν λες και το φως κατέρρευσε μέσα στον εαυτό του, λες και ο ήλιος έλιωσε τον ίδιο το χρόνο, που μετά πάγωσε απότομα και ράγισε στη μέση. Αν πράγματι ο χρόνος είναι σχετικός ως απόλυτα συνυφασμένος με τον παρατηρητή, δεν μπορεί άραγε να δημιουργήθηκε μια χωριστή, συλλογική φυσαλίδα αργοπορίας γύρω από τους παραθεριστές και μια άλλη, συνηθισμένης ροής χρόνου, γύρω από τους Αδιάκοπους; Θυμήθηκα ένα άρθρο που είχα διαβάσει κάποτε, για έναν τύπο που είδε ξαφνικά το νερό στο ντους σχεδόν ακίνητο, τις σταγόνες να ξεμυτούν από τις τρυπούλες του «τηλεφώνου» και να διανύουν την απόσταση έως το πάτωμα της μπανιέρας αργά, μία προς μία, με απελπιστική ευκρίνεια. Λόγω ενός ελαφρού εγκεφαλικού, στο μυαλό του είχε διαταραχθεί η ικανότητα πρόσληψης του χρόνου: ο εγκέφαλός του αποτύπωνε τόσο λεπτομερώς, με τέτοια ταχύτητα τα πάντα, που τέντωνε τον προσωπικό του χρόνο σαν πελώρια τσίχλα. Στην ουσία όμως, το εφέ ήταν αυτό της ακινησίας. Πήγα στη βιβλιοθήκη μου, αλαφιασμένη, και βρήκα την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Άνοιξα στο κεφάλαιο 7· ναι εκεί ήταν: «Κι από τότε [που ο Mad Hatter τσακώθηκε με τον Χρόνο, ο Χρόνος] δεν κάνει τίποτε από ό,τι του ζητάω. Τώρα πια είναι πάντα έξι η ώρα». Δεν είναι απαραίτητα κακή η ακινησία. Το θέμα είναι πού ακριβώς θα σε πετύχει.

Δεν έχω ιδέα αν και πότε οι δύο φυσαλίδες χρόνου θα ξαναενωθούν. Όλοι μου οι φίλοι είναι στην άλλη μεριά. Μου φαίνεται πως βλέπω τη φυσαλίδα τους να ιριδίζει, όποτε βγαίνει λίγος φθινοπωρινός ήλιος. Εκείνοι μάλλον δεν βλέπουν τη δικιά μου, γιατί δεν κοιτάζουν. Γιατί να ασχοληθείς εσύ με το χρόνο όταν αυτός δεν ασχολείται με σένα;

Ξανακοίταξα το ρολόι μου. Πάλι 4.15 δείχνει. Μπορεί και να είναι.

* * *

10609206_10204467069616422_1599373905_n

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Short stories

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook

Σχόλια

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.