—της Μαρίας Τσάκος—
Ποτέ δεν ήταν αρκετό ένα επίθετο για να περιγράψει κανείς την Ingrid Bergman και αυτό εξακολουθεί να είναι αλήθεια μέχρι σήμερα που κλείνουν 32 χρόνια από το θάνατό της και 99 από τη γέννησή της (γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημερομηνία: 29 Αυγούστου). Ένας κριτικός την παρομοίωσε κάποτε με «το αεράκι που μαστιγώνει γλυκά τις σκανδιναβικές βουνοκορφές». Ένας άλλος χρειάστηκε ένα ολόκληρο δοκίμιο για να περιγράψει πως αυτό που αποπνέει —και ταυτόχρονα εμπνέει— συνοψίζεται στις λέξεις «σε χρειάζομαι». Υποστήριξαν πως στον πυρήνα του μαγνητισμού της υπήρχε κάτι φοβερά απτό, εκείνη η ιδιότητα που οι οπερατέρ του Χόλιγουντ ονομάζουν «αλάνθαστες γωνίες»: δεν υπήρχε ούτε μια γωνία λήψης που να την αδικούσε, ούτε μια γωνία που να πρόβαλε τη σπάνια ομορφιά της περισσότερο.
Και, πράγματι, η ομορφιά της ήταν τόσο εξωπραγματική που πολλές φορές έμοιαζε να ρίχνει βαριά σκιά στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο της ως ηθοποιού. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, ακόμα και ανάμεσα στους θαυμαστές της, που ανακάλυψαν —ή έστω, ομολόγησαν— την υποκριτική της δεινότητα μόνο μετά την ερμηνεία της στην αριστουργηματική Φθινοπωρινή Σονάτα του Ingmar Bergman, το 1978, παρά το γεγονός πως είχε ήδη κερδίσει τρία Όσκαρ (για το Εφιάλτης, το 1944, την Αναστασία, το 1956 και το Άνθος του κάκτου, το 1970), άλλες τόσες Χρυσές Σφαίρες, Tony, BAFTA, και, και..
Υπήρχε, βέβαια, πάντοτε κάτι πάνω σε αυτό το σουηδικό γερό σκαρί που είχε εισαγάγει στο Χόλιγουντ ο David Selznick μετά την πρώτη ταινία που γύρισαν μαζί (το Intermezzo με συμπρωταγωνιστή τον Leslie Howard το 1939), το οποίο δεν ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα της σταρ του κινηματογράφου. Ήταν ήσυχη, δεν είχε παράλογες απαιτήσεις, μάθαινε στην εντέλεια το ρόλο της, στα διαλείμματα των γυρισμάτων κυκλοφορούσε στα πλατό με μπαλαρίνες και χωρίς μακιγιάζ.
Το πόσο διαφορετική ήταν από τις αμερικανίδες συναδέλφους της αποκαλύφθηκε όταν δε δίστασε να στραπατσάρει την εικόνα της και να θυσιάσει τη λατρεία του κοινού της εγκαταλείποντας τον πρώτο σύζυγο και το παιδί της για να ακολουθήσει (και αργότερα να παντρευτεί) τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, το 1949. Για κάποιον λόγο, οι ρόλοι που είχε ως τότε ενσαρκώσει στον κινηματογράφο (με πρωταρχικό εκείνον της Ilsa στο εμβληματικό Casablanca) την είχαν μετατρέψει σε σύμβολο ηθικής στη συνείδηση της υπέρ-συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας και το σοκ από την προδοσία της ήταν τόσο μεγάλο ώστε να προκαλέσει το μένος του Τύπου, οργανωμένο μποϊκοτάζ των ταινιών της από το κοινό, μέχρι και την επίσημη καταδίκη της πράξης της στη βουλή των Γερουσιαστών.
Η Bergman παρέμεινε ψύχραιμη και αμετακίνητη. Όταν, επτά χρόνια αργότερα, επέστρεψε στις ΗΠΑ και συνέχισε (και μάλιστα με τεράστια επιτυχία, τόσο κριτική όσο και εισπρακτική) την καριέρα της, δήλωσε στην συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο αεροδρόμιο: «Η ζωή μου ήταν υπέροχη. Δε έχω ποτέ μετανιώσει για κάτι που έκανα. Μετανιώνω μόνο για πράγματα που δεν κάνω. Όλη μου τη ζωή ενεργώ με την παρόρμηση της στιγμής και αυτές είναι οι εμπειρίες που τελικά μου μένουν αξέχαστες. Είμαι προικισμένη με θάρρος, αγάπη για την περιπέτεια και μια δόση χιούμορ. Δεν νομίζω πως έχει κανείς το δικαίωμα να επεμβαίνει στη ζωή μου, αλλά το κάνουν. Θα προτιμούσα να μπορούν να διαχωρίζουν την ηθοποιό από τη γυναίκα».
Το κουράγιο και την αγάπη της για τη ζωή και για την τέχνη της τα απέδειξε και τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής της, κατά τη διάρκεια του γενναίου αγώνα που έδωσε για να νικήσει τον καρκίνο. Μιλούσε συχνά και ανοιχτά για την πάθησή της παρακινώντας τις άλλες πάσχουσες να συνεχίσουν να χαίρονται τη ζωή και να μη σπαταλήσουν ούτε λεπτό της.
Η ίδια, συνέχισε να παίζει στο θέατρο και στην τηλεόραση και έδωσε δύο από τις μεγαλύτερες ερμηνείες της (στη Φθινοπωρινή σονάτα και στο A woman called Golda) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πέθανε στο σπίτι της στο Λονδίνο, ήσυχα, στις 29 Αυγούστου 1982, μετά από 67 χρόνια γεμάτης και ωραίας ζωής.
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art



Σχολιάστε