—του Θοδωρή Τριανταφύλλου—
Η είδηση του θανάτου του Jack Bruce, ήταν ένα μεγάλο σοκ για μένα, παρόλο που γνώριζα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εδώ και καιρό. Ακούγοντας σε μεγάλο βαθμό μουσική των περασμένων δεκαετιών, ιδίως από τα 60’ς και 70’ς, ο Bruce υπήρξε ένας «μουσικός ήρωας» για μένα τόσο παιδικός όσο και τωρινός. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μαζί του έμαθα το ροκ. Ελάχιστοι μουσικοί στέκουν τόσο ψηλά στο προσωπικό μου «εικονοστάσι» όσο αυτός.
Γεννημένος το 1943 και με μουσικό background στην οικογένεια, φάνηκε από νωρίς τι δρόμο θα ακολουθούσε. Ξεκίνησε να μαθαίνει τσέλο, και το σταδιακό πέρασμα του στο μπάσο συνέπεσε με το μεγάλο βρετανικό blues boom στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 60. Είχε την τύχη (και την ικανότητα βεβαίως) να περάσει από τα σπουδαία σχήματα της εποχής του, όπως οι Blues Incorporated του Alexis Korner και οι Graham Bond Organization, μπάντες-σχολεία, στην κυριολεξία.
Εν συνεχεία έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τους Bluesbreakers του John Mayall και τους Manfred Mann με τους οποίους γνώρισε και μεγάλη επιτυχία.
To 1966 είχε φτάσει η στιγμή των Cream, του αξεπέραστου αυτού supergroup, με συνοδοιπόρους τον Εric Clapton και τον «άσπονδο φίλο» του Ginger Baker. Ως γνωστόν, το τρίο αυτό μεγαλούργησε στα δυο περίπου χρόνια που έπαιξε μαζί, ηχογραφώντας μοναδικά άλμπουμ με συγκλονιστικά τραγούδια, δυναμικό παίξιμο, επικά μακροσκελή σόλο και, γενικά, πήγαν την υπόθεση ροκ αρκετά βήματα παραπέρα. Ο Bruce τραγουδούσε, έπαιζε μπάσο, έγραφε τις συνθέσεις.
Μετά την διάλυση των Cream, ο Jack Bruce ξεκινάει μια σημαντική σόλο καριέρα και ταυτόχρονα μια μεγάλη σειρά σπουδαίων συνεργασιών με top καλλιτέχνες του ροκ και της τζαζ.
Ο πρώτος του προσωπικός δίσκος ήταν το Songs for a tailor του 1969, μια υπέροχη δουλειά όπου λάμπει η τραγουδοποιία του Bruce σε ένα τόσο ροκ όσο και jazz setting.
Έπαιξε στους σκληροπυρηνικούς jazz rock fusion Lifetime του μεγάλου jazz drummer Tony Williams μαζί με τον παλιό γνώριμο του κιθαρίστα John Mclaughlin.
Καταλυτική ήταν η παρουσία του και σε ένα άλλο πρωτοποριακό έργο της εποχής, την εκτεταμένη avant-garde jazz rock opera της Carla Bley Escalator over the hill.
Στο μεταξύ συνέχιζε να ηχογραφεί σημαντικές σόλο δουλειές.
Aφήνοντας για λίγο κατά μέρος τις jazz αναζητήσεις, σχημάτισε ένα ακόμα power trio με τον κιθαρίστα Leslie West και τον drummer Corky Laing, γνωστούς από την θητεία τους στους Μountain. Μαζί ηχογράφησαν τρία άλμπουμ σκληροπυρηνικού και «ριφαδόρικου» blues-rock.
Στα επόμενα χρόνια ο Bruce θα εμφανιστεί σε πολλές ηχογραφήσεις σαν session μουσικός. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν δυο συμμετοχές σε θρυλικά άλμπουμ του ροκ: στο Berlin του Lou Reed και στο Apostrophe του Frank Zappa.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 θα ξαναδοκιμάσει εκ νέου τις δυνάμεις του σε power trio, αυτήν την φορά με τον βιρτουόζο κιθαρίστα Robin Trower.
Σταθμός στην μετέπειτα πορεία του υπήρξε η συνεργασία διαρκείας με τον στυλίστα παραγωγό Kip Hanrahan, έναν πολύ ιδιαίτερο καλλιτέχνη με το μουσικό σύμπαν του οποίου ο Bruce έδεσε αρμονικά.
O Bruce συνέχισε και τα επόμενα χρόνια με πολυάριθμες συνεργασίες αλλά και προσωπικές δουλειές, πάντα ανήσυχος και δημιουργικός.
Χρόνια καταχρήσεων έφθειραν τον οργανισμό του και το 2003 διαγνώστηκε με καρκίνο στο ήπαρ οπότε και χρειάστηκε να κάνει μεταμόσχευση περνώντας κρίσιμες στιγμές. Τελικά, όμως, στάθηκε δυνατός και επέστρεψε στην μουσική του. Και επέστρεψε για τα καλά, μια και μέχρι πρόσφατα τον συναντούσες σε πλήθος projects των πιο διαφορετικών μεταξύ τους καλλιτεχνών. Μάλιστα, πριν λίγους μήνες επέστρεψε και στην δισκογραφία με solo δουλειά.
Ο Jack Bruce υπήρξε μια τεράστια μορφή του ροκ, της σύγχρονης μουσικής γενικότερα, ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες όλων των εποχών, ένας συγκλονιστικός καλλιτέχνης. Πέθανε σε ηλικία 71 ετών. Θα μου (και θα μας) λείψει πολύ. They don’t make ‘em like this any more…
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Μουσική
