Σ’ έχω κάνει θεό

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

Το επετειακό σποτάκι του ΕΟΤ για την τουριστική προβολή της Ελλάδας (Gods, Myths, Heroes)[1] συζητήθηκε ως τώρα κυρίως για τη σκηνοθετική «γκάφα» της συμπερίληψης ενός πλάνου από τους Ολυμπιακούς αγώνες της ναζιστικής Γερμανίας του 1936[2]  καθώς και την επιλεκτική ευαισθησία του Guardian γύρω από το αρχείο των πλάνων αυτών.[3] Πράγματι, το θέμα που ανέκυψε, δηλώνει μια μάλλον προβληματική αντιπαράθεση, με άξονα την προώθηση του ελληνικού τουρισμού και τη χρήση της Ολυμπιακής δάδας ως οπτικής μεταφοράς για «τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος στην οικουμένη». Ίσως η συζήτηση θα ήταν πιο παραγωγική αν είχαν τεθεί πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα, που προκύπτουν από το ίδιο σποτάκι[4]∙ ερωτήματα που σχετίζονται με τα στερεότυπα που επιβάλλουν μια ορισμένη αντίληψη για τη σύνδεση της αρχαιότητας με τον πολιτισμό και τον τουρισμό σήμερα.

Ας ξεκινήσουμε με το βασικότερο ερώτημα: Είναι, άραγε, η Ελλάδα η «χώρα των Θεών, των Μύθων και των Ηρώων», έτσι όπως προβάλλεται στο φιλμ; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αρχαιότητα αποτελεί κεντρικό πυλώνα της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ ήδη από την αρχή του μαζικού τουρισμού βρέθηκε στο επίκεντρο του διαφημιστικού ενδιαφέροντος, με τις γνωστές χρήσεις και καταχρήσεις. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά τη ματιά του Γ. Σεφέρη απέναντι σε αυτές τις καταχρήσεις: «Τούτες τις μέρες, σε μια μουντή αίθουσα αναμονής, βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου ένα αμερικάνικο εικονογραφημένο πλατιάς κυκλοφορίας. Σκόνταψα σε μια έγχρωμη ολοσέλιδη διαφήμισή του: παράσταινε τη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα. Στη δεξιά γωνιά της ζωγραφιάς, παράμερα, σαν αφηρημένη οπτασία, δυο νεαροί τουρίστες ακουμπούσαν, μπροστά σε δυο γεμάτα ποτήρια, σ’ ένα σπόνδυλο κολόνας που τους χρησίμευε για τραπεζάκι. Τούτη η ρεκλάμα διατυμπάνιζε: «Όσο περισσότερα ξέρετε για την αρχαία αρχιτεκτονική, τόσο περισσότερο σας αρέσει η Ακρόπολη» («The more you know about ancient architecture the more you like the Acropolis»). Σκοπός αυτής της σκηνοθεσίας ήταν η διάδοση ενός αγγλοσαξονικού ποτού».

Φοβάμαι πως το σποτάκι του ΕΟΤ δεν είναι μακριά από αυτή την αντίληψη. Τα υλικά είναι απλά και γνωστά, σχεδόν τετριμμένα: ελληνικό φως, αγάλματα θεών, θαλασσινά και ορεινά τοπία του καλοκαιριού. Μια χώρα κατοικημένη μόνο από αρχαίους θεούς, μια χώρα ερημωμένη από σύγχρονους ανθρώπους, μια «χώρα-μουσείο». Τι απέγινε ο σύγχρονος πολιτισμός στο φιλμάκι του ΕΟΤ; Πώς και γιατί εξαφανίστηκε η σύγχρονη Ελλάδα με τις δικές της ζωντανές δυνάμεις, με τη δική της δυναμική, με τους δικούς της καθημερινούς ήρωες, με τη δική της ιστορική αίσθηση γύρω από την αρχαιότητα; Το σποτάκι του ΕΟΤ επιβεβαιώνει με το δικό του τρόπο αυτό που ήδη γνωρίζαμε. Η μέριμνα για το σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα είναι λειψή και η τουριστική προβολή του είναι μηδαμινή. Παραμένοντας εγκλωβισμένη στη «βαριά σκιά» μιας αρχαιόπληκτης αντίληψης για τον τουρισμό, η «Ελλάδα του ΕΟΤ» είναι μια μυθική χώρα που «εκτοπίζει» τη συγχρονία ως παραγωγή πολιτισμικών νοημάτων, δράσεων και πρακτικών ανθρώπινης συνύπαρξης.

Αν, ωστόσο, η ανθρώπινη συνύπαρξη είναι ήδη και πάντα «χωρική», όπως έχει δείξει ο Μερλώ Ποντύ, η σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί μια διακριτή οντότητα που μετασχηματίζει επιτελεστικά την ίδια την έννοια της αρχαιότητας. Η σύγχρονη λογοτεχνία αποτέλεσε πάντα ένα καλό αγωγό αυτών των μετασχηματισμών, τόσο στο επίπεδο των αρχαίων μύθων όσο και στο επίπεδο της υλικής αρχαιότητας. Οι πληροφορίες αυτές, τόσο ενδιαφέρουσες ακόμη και για τις στοιχειώδεις ταξιδιωτικές οδηγίες, απουσιάζουν από την τουριστική πολιτική. «Τα εκατομμύρια τουρίστες που προσγειώνονται στο Ηράκλειο», παρατηρεί σχετικά ο Δημήτρης Τζιόβας στο επίκαιρο άρθρο του, «αμφιβάλλω αν μαθαίνουν ποτέ ποιος ήταν ο Καζαντζάκης, το όνομα του οποίου φέρει το αεροδρόμιο του».[5] Προς το παρόν, ο ΕΟΤ έχει κάνει τις επιλογές του. Στρέφεται στα αρχαία αγάλματα για να τα «μνημειοποιήσει» ακόμη περισσότερο, σε μια τουριστική αφήγηση της χώρας των ερειπίων. Μόνο που σε αυτή τη χώρα, οι θεοί είναι περισσότεροι από τους ανθρώπους, και η επικράτειά τους θυμίζει ένα απέραντο νεκροταφείο.

Σε αυτή «τη χώρα των θεών και των μύθων», ακόμα και η αρχαιότητα «ξεψυχά», αφήνοντας αδιάφορο τον τουρίστα. «Με άλλα λόγια», γράφει ο Σεφέρης, «χρειάζεται, νομίζω, μια πίστη σ’ αυτά τα αρχαία σημάδια μέσα στο τοπίο τους∙  η πίστη πως έχουν δική τους ψυχή. Τότε, θα μπορέσει ο προσκυνητής —πρώτη φορά τον ονομάζω έτσι— να πιάσει ένα διάλογο μ’ αυτά. Όχι μέσα σε τουριστικά πλήθη ποικιλότροπα αναστατωμένα, αλλ’ αν μπορώ να πω: μόνος, καθρεφτίζοντας την ψυχή που διαθέτει, στην ψυχή αυτών των μαρμάρων μαζί με το χώμα τους». Ξέρω πως αυτός ο διάλογος δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα τουριστικό σποτ. Αλλά θα άξιζε να τον σκεφτούμε  ως κομμάτι αυτών των ζωντανών μετασχηματισμών μιας λογιοσύνης, που στοχάζεται γύρω από την αρχαιότητα, θεωρώντας ότι η τελευταία δεν είναι μόνο μουσειακή. Ο άλλος δρόμος είναι εύκολος, στερεοτυπικός και μάλλον αποτυχημένος, ακριβώς επειδή καταφεύγει στη γνωστή λατρευτική προτροπή του λαϊκού άσματος : «Σ’ έχω κάνει θεό».[6]

[1] https://www.youtube.com/watch?v=5L0jzJTm9ug

[2] http://www.iefimerida.gr/news/177253/%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CF%86%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B7-%CE%BD%CE%AD%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%AF%CF%87%CE%B5-%CF%83%CE%BA%CE%B7%CE%BD%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CF%82-

 

[3] http://www.iefimerida.gr/news/177355/%CE%BF-%CF%83%CE%BA%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BF%CF%84-%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AC%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-iefimerida-%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CF%86%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%8E%CE%BD-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%BB%CE%AC%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7

 

[4] Βλ. σχετικά Δημήτρης Τζιόβας, «Μια χώρα που την κατοικούν θεοί και όχι πραγματικοί άνθρωποι», Το Βήμα 30/11/2014.

[5] Στο ίδιο

[6] Το τραγούδι «Σ’ έχω κάνει θεό», σε στίχους του Φώντα Θεοδώρου και μουσική του Πάνου Καπίρη ερμηνεύεται – μοναδικά, όπως πάντα- από την Κατερίνα Στανίση.  Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=VeGXORmb0Ok

Για μια οπερετική παρωδία του τραγουδιού, που συνδέεται ωστόσο με τις υπερβολές της «κλασικοποίησης», όπως περιγράφονται στο άρθρο μου, βλ.   https://www.youtube.com/watch?v=l_k6dCMFhks

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο Facebook
Το dim/art στο Facebook