Ιστορίες ανάγνωσης #33 — μια στήλη για επίμονους αναγνώστες, γραμμένη από λάτρεις της ανάγνωσης
—του Αλμπέρτο Μανγκέλ—
Απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο «Το βιβλίο της μνήμης» από το βιβλίο του Alberto Manguel, Η ιστορία της ανάγνωσης, μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς, «Νέα Σύνορα» – Λιβάνη, Αθήνα 1997.
Αυτό που προτείνει ο Αυγουστίνος (στο φανταστικό δημιούργημα του Πετράρχη) είναι ένας νέος τρόπος ανάγνωσης: ούτε να χρησιμοποιούμε το βιβλίο σαν δεκανίκι της σκέψης ούτε να το εμπιστευόμαστε όπως θα εμπιστευόμασταν την αυθεντία ενός σοφού, αλλά να παίρνουμε από αυτό μια ιδέα, μια φράση, μια εικόνα, να τη συνδέουμε με μια άλλη που έχουμε ξεχωρίσει από κάποιο μακρινό κείμενο που διατηρούμε στη μνήμη μας, να τα ενώνουμε σ’ ένα σύνολο βάσει δικών μας συλλογισμών — και τελικά να δημιουργήσουμε ένα νέο κείμενο συγγραμμένο από εμάς τους αναγνώστες. Στην εισαγωγή του Περί επιφανών αντρών ο Πετράρχης επισημαίνει ότι το βιβλίο του φιλοδοξεί να χρησιμεύσει στον αναγνώστη ως «ένα είδος τεχνητής ανάμνησης» «διάσπαρτων» και «σπάνιων» κειμένων, τονίζοντας πως δεν τα είχε απλώς συλλέξει αλλά, το πιο σημαντικό, τα είχε βάλει σε τάξη με μέθοδο. Η προτροπή του Πετράρχη ήταν ανήκουστη για τους αναγνώστες του 14ου αιώνα, αφού η αυθεντία του κειμένου ήταν φύσει κατοχυρωμένη και ο αναγνώστης δεν ήταν παρά ένας εξωτερικός παρατηρητής· έπρεπε να περάσουν περίπου δύο αιώνες, για να γίνει η προσωπική, αναδημιουργική, ερμηνευτική, συνενωτική μέθοδος ανάγνωσης του Πετράρχη συνήθης μέθοδος λόγιας μελέτης σε όλη την Ευρώπη. Ο Πετράρχης εφευρίσκει τούτη τη μέθοδο χάρη σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «θεία αλήθεια»: ο αναγνώστης πρέπει να διακατέχεται από αυτή την αίσθηση, πρέπει να έχει ευλογηθεί με αυτή, ώστε να μπορεί να κρίνει και να ερμηνεύει, να βρίσκει το δρόμο του πάνω στα κακοτράχαλα μονοπάτια της σελίδας. Ακόμα και οι προθέσεις του συγγραφέα, όπως κι αν τις υποπτευτόμαστε, δεν έχουν ιδιαίτερη αξία για να κρίνουμε ένα κείμενο. Αυτό, προτείνει ο Πετράρχης, πρέπει να γίνεται μέσα από τις αναμνήσεις άλλων αναγνωσμάτων μας, γιατί μέσω αυτών των αναμνήσεων λαμβάνει σάρκα και οστά η μνήμη που ο συγγραφέας κατέγραψε στη σελίδα. Σε αυτή τη δυναμική διεργασία δούναι και λαβείν, διαμελισμού και ανασύνθεσης, ο αναγνώστης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ηθικά όρια της αλήθειας — η οποία οροθετείται από τη συνείδηση του αναγνώστη (εμείς θα λέγαμε από την κοινή λογική). Η «ανάγνωση», έγραψε ο Πετράρχης σε μία από τις πολλές επιστολές του, «σπάνια διαφεύγει τον κίνδυνο, εκτός από τις περιπτώσεις που το φως της θείας αλήθειας φωτίσει τον αναγνώστη και τον διδάξει τι να ψάξει και τι να αποφύγει». Αυτό το φως (για να κάνουμε χρήση της νοητικής εικόντας του Πετράρχη) φωτίζει διαφορετικά τον καθένα μας αλλά και τις διαφορετικές φάσεις της ζωής μας. Ποτέ δεν επιστρέφουμε στο ίδιο βιβλίο ή ούτε καν στην ίδια σελίδα, διότι όπως το φως αλλάζει έτσι αλλάζουμε κι εμείς και το βιβλίο, κι οι αναμνήσεις μας ξεκαθαρίζουν και θαμπώνουν και ξανακαθαρίζουν και ποτέ δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι αυτό που μαθαίνουμε κι αυτό που ξεχνάμε, τι είναι αυτό που θυμόμαστε. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η πράξη της ανάγνωσης διασώζει τόσες φωνές από το παρελθόν και τις διατηρεί ενίοτε και για το μέλλον, όπου ίσως μπορέσουμε να τις χρησιμοποιήσουμε με τρόπους γενναίους και απροσδόκητους.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: «Κύριος που διαβάζει», Λορέντζο Λότο, c. 1530
Επιμέλεια στήλης: Γιώργος Τσακνιάς
Εδώ άλλες Ιστορίες ανάγνωσης
Reblogged this on tolmima.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!