—του Διονύση Καψάλη—
Μετά από την ευγενική παραχώρηση του υλικού από τις εκπομπές του Διονύση Καψάλη (Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014), αναδημοσιεύουμε εδώ τα κείμενα της ενότητας «Κυριακή του ανθρώπου», συνοδευμένα από το αντίστοιχο ηχητικό αρχείο. Ευχαριστούμε τον Διονύση Καψάλη για την πρόθυμη συνεργασία με το dim/art. Καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση!
Σήμερα, το πρώτο μέρος της πρώτης εκπομπής, Κυριακὴ 23 Νοεμβρίου 2014.
* * *
Χαίρετε, ἀγαπητὲς φίλες καὶ ἀγαπητοὶ φίλοι. «Κυριακὴ τοῦ ἀνθρώπου» ἐδῶ στὸ Τρίτο Πρόγραμμα τοῦ δημόσιου ραδιοφώνου. Βαθὺ φθινόπωρο, στὸ κατώφλι τοῦ χειμώνα, παρέα μὲ τὴν «ἄρια» τοῦ Μπὰχ ἀπὸ τὶς περίφημες Παραλλαγὲς Γκόλντμπεργκ, ποὺ τὴν ἀκούσαμε καὶ θὰ τὴν ἀκοῦμε, ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, σὰν σῆμα τῆς ἐκπομπῆς. Στὸ πιάνο ὁ Γκλὲν Γκούλντ, ποὺ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε, ἐδῶ κι ἐκεῖ, τοὺς μυκηθμοὺς καὶ τὸ μουρμουρητό του καθὼς παίζει. Μαζὶ καὶ δύο χαϊκού, δύο μονοκονδυλιές, τοῦ Μπασό, ποὺ ζωγραφίζουν τὴ χαμηλόφωνη μελαγχολία τῆς ἐποχῆς:
Μαῦρο κοράκι
στὸ νεκρὸ κλαδί: βράδυ
τοῦ φθινοπώρου.
Τὸ φθινόπωρο
βαθαίνει – κι ὁ γείτονας
πῶς ἄραγε ζεῖ;
«Κι ὁ γείτονας / πῶς ἄραγε ζεῖ;» Ἕνα ἐρώτημα βαθιᾶς ἀλληλεγγύης, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ ἕναν μακρινὸ πνευματικὸ πολιτισμό, τὸν ἰαπωνικὸ βουδισμό: ἕναν πολιτισμὸ ποὺ δὲν ἀναγόρευσε σὲ ἐντολή, κι ἂς τὸ ἐφάρμοσε μὲ τὸν δικό του τρόπο, ἐκεῖνο τὸ «ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σευατόν». Φθινοπωρινὲς σκέψεις, λοιπόν, φθινοπωρινὰ λόγια καὶ φθινοπωρινὲς ἀπορίες σὲ μιὰ «Κυριακὴ τοῦ ἀνθρώπου», ὅπως θὰ εἶναι ὁ τίτλος τῆς ἐκπομπῆς ποὺ ἀκοῦτε καὶ θὰ ἀκοῦτε, ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, κάθε Κυριακὴ ἀπὸ τὶς 5 ὣς τὶς 6 τὸ ἀπόγευμα. Μιὰ φθινοπωρινὴ μουσικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Λέος Γιάνατσεκ : «Φύλλο ποὺ τὸ παρέσυρε ὁ ἀέρας» ἢ ἁπλῶς «φύλλο στὸν ἀέρα», ἀπὸ τὸν κύκλο σχεδιασμάτων γιὰ πιάνο «Πάνω σ᾽ ἕνα χορταριασμένο μονοπάτι», ἔργο τοῦ 1911. Παίζει πιάνο ὁ Βάκλαβ Μάτσα (Vaclav Macha).
Εἶπα «ὅσο εἴμαστε ἐδῶ». Ἔκφραση ἀβεβαιότητας, ἀσφαλῶς, ἴσως καὶ ἀνησυχίας, ὄχι γιὰ μένα ποὺ σᾶς μιλῶ ἀπόψε ἀλλὰ γιὰ τὸ ραδιόφωνο καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸ Τρίτο Πρόγραμμα, ποὺ κρατάει συντροφιὰ σὲ τόσους ἀνθρώπους καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἤδη ἀφήσει πίσω του μιὰ ἀκυρωμένη προσπάθεια νὰ ξαναγεννηθεῖ. «Ματαίωση» ὀνομάζει ἡ ψυχολογία αὐτὸ τὸ ἄκρως δυσάρεστο συναίσθημα, τὴν ἀσφυκτικὴ αἴσθηση μιᾶς προσπάθειας ἢ μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς ποὺ μοιάζει ἐμποδισμένη ἀπὸ παντοῦ. Τὸ 1953, σ᾽ ἕνα κείμενό του γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ Ἐρωτόκριτου, ὁ Ἄλκης Ἀγγέλου χαρακτήριζε τὴ νεοελληνικὴ φιλολογία «σπασμωδικὴ ἐπιστήμη». Τὸ 1963 ὁ ἴδιος μελετητὴς ἐπαναφέρει τὸν ὅρο. Ἡ νεοελληνικὴ φιλολογία, μὲ τὴν ἐκπνοὴ τῆς γενιᾶς τοῦ Bικέλα, παρουσιάζεται σὰν μιὰ ἐναγώνια ἐναλλαγὴ ἀπὸ συλλήψεις καὶ ἀκυρώσεις, προόδους, χάσματα καὶ ἀλλεπάλληλες ματαιώσεις, σὰν νὰ διερράγη ξαφνικὰ ἡ φιλολογικὴ συνέχεια ποὺ τόσο συστηματικὰ οἰκοδομεῖται ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Tουρκοκρατίας. «Tὴν ἐχαρακτήρισα . . . σπασμωδική», ἔγραφε ὁ ᾽Aγγέλου, «ἐπειδὴ δὲν παρουσίαζε συνοχὴ στὴν ἔρευνα καὶ σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ὁ μελετητὴς ἔπιανε κάθε φορά, σχεδὸν κατὰ κανόνα, τὰ θέματα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀνεξάρτητα ἂν ὑπῆρχε ἤδη προεργασία στὸ ἴδιο θέμα».
Φαίνεται ἐντούτοις ὅτι ἡ φιλολογία δὲν εἶναι ἡ μόνη σπασμωδικὴ δραστηριότητα στὴ χώρα μας. Στὰ πολλὰ ἄλλα σπασμωδικὰ καμώματά μας ἦρθε τώρα νὰ προστεθεῖ καὶ τὸ σπασμωδικὸ ραδιόφωνο: προσπαθεῖ νὰ ξαναγεννηθεῖ, κόβεται, ξαναπροσπαθεῖ, ξανακόβεται, καὶ κάθε φορὰ τὸ ξαναπιάνουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἢ περίπου ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μιὰ σπασμωδικὴ ἀναγέννηση ἢ –στὴν πιὸ αἰσιόδοξη ἐκδοχὴ– μιὰ δύσκολη ἀναγέννηση μὲ ἀλλεπάλληλους σπασμούς. Μόνο ποὺ ἐδῶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ εἰρωνικὴ σοφία τοῦ Μπέκετ: No matter. Try again. Fail again. Fail better. «Δὲν πειράζει. Προσπάθησε πάλι. Ἀπότυχε πάλι. Ἀπότυχε καλύτερα.» Ἐμεῖς ἀποτυγχάνουμε κάθε φορὰ καὶ λίγο χειρότερα. Σπασμωδικὸ ραδιόφωνο, σπασμωδική χώρα. Ἂς εἶναι. Σίγουρα κάτι ἄλλο ἐννοοῦσε ὁ Μπρετὸν ὅταν ἔλεγε ὅτι «ἡ ὀμορφιὰ ἢ θὰ εἶναι σπασμωδικὴ ἢ δὲν θὰ ὑπάρξει καθόλου». Ἀναφερόταν μᾶλλον στοὺς σπασμοὺς μιᾶς ἔντονης συγκίνησης: στὸν παροξυσμὸ τῆς ἡδονῆς, τῆς ὑπέρογκης λύπης ἢ τοῦ τρόμου. Ἀλλὰ ἐμεῖς προσώρας δὲν γνωρίζουμε ἂν οἱ δικοί μας σπασμοὶ εἶναι οἱ σπασμοὶ μιᾶς συνεχιζόμενης δυστοκίας ἢ οἱ σπασμοὶ ἑνὸς δύσκολου τοκετοῦ. Ἔτσι, ὅπως ἔλεγαν ἄλλοτε οἱ δημοσιογράφοι, γιὰ τὶς εἰδήσεις τῆς τελευταίας στιγμῆς, «ἐπὶ τοῦ πιεστηρίου», ἐμεῖς ἐδῶ, ἀπὸ τὸ μέτωπο τοῦ ραδιοφώνου ποὺ πασχίζει νὰ ξαναγεννηθεῖ, θὰ λέμε γιὰ καιρὸ ἀκόμα «ἐπὶ τοῦ μαιευτηρίου».
Σπασμωδικὰ ἑπομένως καὶ ἐπὶ τοῦ μαιευτηρίου ξεκινᾶμε πάλι, ἐδῶ, στὸ Τρίτο πρόγραμμα. Μ᾽ ἕνα σπασμὸ ποὺ μετατόπισε αὐτὴ τὴν ἐκπομπὴ ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή, ὑποχρεώνοντάς τη, μαζὶ μὲ τὴ μετοικεσία νὰ προβεῖ καὶ σὲ μιὰ ἐθελούσια μετονομασία. «Στὴν καρδιὰ τοῦ Σαββατόβραδου» ὀνομάζαμε ἐκείνη τὴν ἐκπομπή: ἴσως κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς, ἀγαπητὲς φίλες καὶ ἀγαπητοὶ φίλοι, τὴ θυμάστε. Τώρα, ὣς τὸν ἑπόμενο σπασμὸ (ποὺ τὸν ἀπεύχομαι – ἀλλὰ τί νόημα ἔχει;), θὰ λέγεται «Κυριακὴ τοῦ ἀνθρώπου». Ἂς καταφύγουμε προσώρας σὲ ἔνδοξα προηγούμενα κι ἂς ἐμπιστευτοῦμε τὴν ἀνησυχία μας στὰ ρομαντικά μας ἀνακλαστικά. Σκεφτεῖτε τὴ συνολικὴ εἰκόνα σὰν ἕνα ὡραῖο ἐρείπιο, ἕναν μισογκρεμισμένο ἢ μισοτελειωμένο ναὸ σὰν τὸ Ἀββαεῖο τοῦ Τίντερν (Tintern Abbey) στὴν Ἀγγλία, τὰ ἐρειπωμένα γοτθικὰ τόξα στοὺς πίνακες τοῦ Κάσπαρ Νταβὶντ Φρήντριχ (Caspar David Friedrich) ἢ τὴν Santa Maria dello Spasimo στὸ Παλέρμο, τὴν Παναγία ποὺ λιποθυμάει, τὴν Παναγία τῶν Σπασμῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἄσκεπου ναοῦ, τὰ γυμνὰ ἀρχιτεκτονικὰ τόξα κάτω ἀπὸ τὸν βαρὺ οὐράνιο θόλο, φέρνουν στὸ νοῦ ἕνα φθινοπωρινὸ σονέτο τοῦ Σαίξπηρ. Παίρνω τὸ θάρρος νὰ σᾶς τὸ διαβάσω πρῶτα στὸ πρωτότυπο καὶ ὕστερα σὲ μετάφραση.
That time of year thou mayst in me behold
When yellow leaves, or none, or few, do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruin’d choirs, where late the sweet birds sang.
In me thou see’st the twilight of such day
As after sunset fadeth in the west,
Which by and by black night doth take away,
Death’s second self, that seals up all in rest.
In me thou see’st the glowing of such fire
That on the ashes of his youth doth lie,
As the death-bed whereon it must expire,
Consum’d with that which it was nourish’d by.
This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well which thou must leave ere long.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἀντικρίζεις πιὰ σὲ μένα
ποὺ δίχως φύλλα, ἢ μὲ λίγα, τὰ κλαδιὰ
στέκουν στὸ κρύο, ἄδεια τόξα ἐρειπωμένα
ἐκεῖ ποὺ πρὶν χοροστατοῦσαν τὰ πουλιά.
Σὲ μένα βλέπεις μιὰν ἡμέρα ποὺ βαθὺ
λυκόφως πρὸς τὴ δύση πάει νὰ μεταλάβει,
στὴ μαύρη νύχτα λίγο πρὶν παραδοθεῖ,
στὸν ἄλλο θάνατο, ποὺ ὅλα τ᾽ ἀναπαύει.
Σὲ μένα βλέπεις τὴ φωτιὰ ποὺ πάει νὰ σβήσει
καὶ μὲς στὴν τέφρα τῆς ζωῆς της λάμπει ἀκόμη,
καθὼς σὲ κλίνη νεκρική, πρὶν ξεψυχήσει
ἀναλωμένη ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴ ρώμη.
Τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, κι ἡ ἀγάπη δυναμώνει,
γιὰ ν᾽ ἀγαπήσει πιὸ πολὺ πρὶν μείνει μόνη.
Φθινοπωρινοὶ στοχασμοὶ τοῦ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ, λόγια ἀγάπης ἑνὸς ἐραστῆ ποὺ μιλάει μέσα ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τῆς ζωῆς του. Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Σαίξπηρ θὰ ἦταν κατὰ πάσα πιθανότητα γύρω στὰ τριάντα πέντε, βία σαράντα, ὅταν ἔγραφε τὸ σονέτο αὐτό. Οἱ σπασμοὶ τοῦ φθινοπώρου ποὺ βαθαίνει, γύρω μας καὶ μέσα μας, ὅπως θὰ ἦταν ὁ Σεπτέμβρης στὸ Βορρὰ καὶ ὅπως εἶναι τώρα πιὰ ὁ Νοέμβριος σ᾽ ἐμᾶς ἐδῶ, στὸ Νότο. Θ᾽ ἀκούσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα φθινοπωρινὰ τραγούδια, τὸν «Σεπτέμβρη», σὲ στίχους τοῦ Χέρμαν Ἔσσε, ἀπὸ τὰ ὑπέροχα Τέσσερα τελευταῖα τραγούδια τοῦ Ρίχαρντ Στράους, ὅπως τὸ τραγούδησε ἡ μοναδικὴ Ἐλίζαμπετ Σβάρτσκοπφ (Elizabeth Schwartzkopf). Τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Ραδιοφωνίας τοῦ Βερολίνου διευθύνει ὁ Τζὼρτζ Σὲλ (George Szell).
Κυριακὴ τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, καὶ συνεχίζουμε, ὅπως περίπου θὰ συνεχίζαμε καὶ «Στὴν καρδιὰ τοῦ Σαββατόβραδου»: μ᾽ ἕνα κατεξοχὴν φθινοπωρινὸ θέμα, ποὺ θὰ ἦταν καὶ εἶναι –ποιὸ ἄλλο;– τὰ φύλλα, κίτρινα, κόκκινα, σκουριασμένα φύλλα νεκρὰ ποὺ στροβιλίζονται μὲ τὸν φθινοπωρινὸ ἄνεμο. Εἶναι γεμάτη ἡ ποίηση, ἡ δική μας καὶ ἡ ξενόγλωσση, ἀπὸ φθινόπωρο καὶ νεκρὰ φύλλα. Ἀλλὰ καὶ τὰ τραγούδια, τὰ δικά μας καὶ τὰ ξένα, εἶναι ἐπίσης γεμάτα φθινόπωρο καὶ νεκρὰ φύλλα. Τόσα ποὺ θὰ χρειάζονταν πολλὲς ἐκπομπὲς γιὰ ψηλαφήσουμε νὰ τὴν παράξενη γοητεία τους. Δὲν μποροῦμε ὡστόσο νὰ παραλείψουμε τὰ ὑπέροχα Feuilles mortes, τὰ «Νεκρὰ φύλλα», σὲ μουσικὴ τοῦ Ζοζὲφ Κοσμὰ (Joseph Kosma) καὶ στίχους τοῦ Ζὰκ Πρεβὲρ (Jacques Prévert), ὅπως τὰ τραγούδησε τὸ 1946 ὁ Ὕβ Μοντάν.
* * *
* * *
Εικόνα εξωφύλλου:
Σαλβαδόρ Νταλί, «Το αίνιγμα του φθινοπώρου», λάδι σε καμβά 97.79 x 97.79 εκ., c. 1935
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Κυριακή του ανθρώπου


Σχολιάστε