H δόξα του θανάτου | Καταγραφή μικρή
—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—
Ήταν εκεί στο εστιατόριο, δυο δρόμους δεξιά από το κανάλι του Σηκουάνα, κοντά στο σπίτι της φίλης μου, φωτεινά και όμορφα. Και γλυκός ο καιρός. Κρύος, αλλά γλυκός. Περίμεναν τους καφέδες και τα γλυκά, Παρασκευή βράδυ. Παρασκευή βράδυ, είμαι ερωτευμένος την Παρασκευή το βράδυ.
Πυροβολισμοί, όμως, κραυγές, ποδοβολητά, πολυβολισμοί συγχρονισμένοι. Ριπές. Αγκώνες στην άσφαλτο και σερνάμενα μέλη πάνω σε αυλάκια αίματος του διπλανού, κι άλλες κραυγές, τζάμια μέταλλα από ανάποδα τραπέζια, καθίσματα να συρίζουν πάνω στο πεζοδρόμιο, στον πανικό. Κάλυκες στο ρείθρο ένας ένας μαζί με ψυχές. Δεν ακούγονταν αυτές αλλά οι κάλυκες ακούγονταν, όπως κυλούσαν. Δαχτυλήθρες για ουρλιαχτά πόνου. Τελικά, ησυχία λίγο.
Μόνο αγκομαχητά και ρόγχοι.
Λίγο μετά, συνήθως με αίμα και σάλιο να βουλώνουν τη μύτη, και εμετό, συχνό εμετό από το διάτρητο στομάχι, οι σειρήνες. Πιθανόν ασθενοφόρα.
Ο θάνατος σίγουρα.
Ο θάνατος, σίγουρα.
Δοξασμένος, υπέροχος, ψηλός, κοκάλινος, αγέρωχος, δρεπανοφόρος πάνω απ’ όλα, Θεός.
«Ο Θεός είναι μεγάλος!»
Αλλά εγώ αύριο θα είμαι εκεί, που είπε και ο Γιάννης, με τον καφέ μου και τα τσιγάρα μου, κι ας με φαντάζονται κρεμασμένο ανάποδα στην κολόνα μιας πλατείας της Μέσης Ανατολής.
Μετά, στο κινητό τηλέφωνο, μίλησα με τη φίλη μου. Μίλησα… Δηλαδή, στο messenger, εννοώ. Μου έστελνε φωτογραφίες του Σαββάτου μεσημέρι, αργά.
Κεράκια, λουλούδια, δάκρυα, ανθοδέσμες μεγάλες, δάκρυα, λεπτά μαύρα κορδονάκια πένθους, δάκρυα κι άλλα, κάρτες με λόγια, σφιγμένα χείλη μην κλάψουν, λευκός ή γκρι ουρανός, το ψιλόβροχο στην κλειστή πόρτα, τέτοια πράγματα μου έστελνε, και δάκρυα.
Οπότε και της έγραψα: «τι να σχολιασω…»
«τιποτα να μην σχολιασεις
εγω εχω να πω πως σημαδευτηκε η ζωη μου στο παρισι
η καθημερινοτητα μου τα στεκια του σαββατοκυριακου μου, γεμισαν νεκρους
θα χει φαντασματα δηλαδη εκει
νομιζω
εκανα ολη την διαδρομη
με επιασε ζαλαδα
εχει γεμισει κοσμο και καναλια»
«θα εχει φαντασματα ναι σιγουρα. αυτο σιγουρα»
«εχω γυρισει σπιτι με διαθεση για εμετο
ευτυχως που φιλοξενω δυο φιλους
και μιλαω»
«ναι ναι …. δεν εχω λογια καλη μου…»
«ουτε εγω»
«θα ηθελα να ημουν εκει να μιλαμε να σου παρω οσα μπορω
αλλα μαλλον δεν θα τα καταφερνα»
«πως καμια φορα κοιμασαι και βλεπεις ασχημο ονειρο
και λες θα περασει θα ξυπνησω
καπως ετσι
μονο που τωρα δεν θα περασει»
Της τηλεφώνησα δέκα λεπτά μετά. Σαν κηδεία ήταν. Όπως σε μια κηδεία. Αλλά από εκείνες που δεν παρίστασαι ως κοινωνικό πρέπει αλλά επειδή ο νεκρός ήταν αγαπημένος σου άνθρωπος. Και άρα θέλεις να αποφεύγεις τον εαυτό σου. Τον θρήνο. Την καταβύθιση. Το πηγάδι κραυγής που δεν βγαίνει από τον πόνο. Θέλεις να τα αποφύγεις όλα αυτά και μιλάς. Και συζητάς. Το πώς και το γιατί του χαμού του. Έτσι ήταν. Δευτερόλεπτα βουβά κι έλεγα μέσα μου Έλα τώρα συνέφερέ την θα συνεχίσει να ζει στα τρία στενά από τα φαντάσματα μην της το κάνεις αυτό πες κάτι… Δεν θυμάμαι τι είπα. Μπορεί και να μην είπα τίποτε. Πάντως το τηλεφώνημα το λήξαμε με λίγα γέλια και φιλιά.
Μετά, τα φαντάσματα, στέκονταν ευθυτενή και ασθμαίνοντα, με κουρελιασμένα ρούχα και αίματα στο πρόσωπο, αλλά γεμάτα καλοσύνη. Δεν ζητούσαν ούτε εκδίκηση ούτε τίποτε. Μόνο έβγαζαν μία μία τις σφαίρες και τα θραύσματα από τα εντόσθιά τους, κι αφού τα εναπόθεταν κάτω εκεί μπροστά, στο δάπεδο, λες και παρέδιδαν το τυχαίο της συνεύρεσής τους με τον Χάρο, μ’ έβαζαν ν’ ανάψω ένα κεράκι να υψωθεί η ψυχή τους στο θερμό αέρα της φλόγας να πάει στον ουρανό να παραληφθεί να ησυχάσουν.
Να πάψει κι ο άθλιος με το δρεπάνι να κομπάζει.
Να πάψουν κι οι απεσταλμένοι του να λένε ψευτιές για τον Θεό. Πως είναι του Θεού. Πως ο Θεός είναι μεγάλος. Κι άλλα μαύρα του έξω από εδώ.
Κι αμέσως είπα στα φαντάσματα πως ναι, βεβαίως, και άναψα εκατό τόσα κεράκια, μάλλον, σιγά μη και θυμάμαι, και γονάτισα κι άρχισα να κλαίω. Με λυγμούς και κόμπους. Αλλά δεν την πήρα τηλέφωνο. Είχε αποκοιμηθεί. Ήσυχη, χαμογελαστή, πανέμορφη.
Την Κυριακή έχω σκοπό να της πω να πάμε για καφέ και ζεστά κρουασάν στο κέντρο της μεγάλης πλατείας της πόλης.
Και θα έχω και τα τσιγάρα μου.
Πάντα θα έχουμε το Παρίσι.
2 comments