Footsteps, Suddenly Last Summer

Αυτό δεν είναι τραγούδι #514
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Κάθε καλοκαίρι, από παιδί και μέχρι τη μέση εφηβεία μου, περνούσα τον Ιούλιο στο χωριό με τους παππούδες. Ορεινό χωριό. Κι εγώ μοναχοπαίδι. Βαρεμάρα του σκοτωμού. Διάβαζα (Αστερίξ και Λούκυ Λουκ κυρίως, μη φανταστείτε τίποτα βαριές κουλτούρες – δεν ήμουνα παιδί-θαύμα, αλλά ήμουνα παιδί: αυτό ήταν το θαύμα!), άκουγα μουσική· και μέτραγα τις μέρες.

Την προτελευταία φορά που πέρασα τον Ιούλιο στο χωριό, όλα αυτά άλλαξαν. Καταρχάς, θεωρούσα ότι είχα μεγαλώσει: στα 14 πια, κόντευα να τελειώσω το γυμνάσιο. Έπειτα, είχα όντως μεγαλώσει, πώς να το κάνουμε; Άλλαζα μέρα με τη μέρα. (Τώρα ξέρω τι μου συνέβαινε –οι ορμόνες έκαναν μέσα μου τελετές ενηλικίωσης χωρίς να με ρωτήσουν– αλλά τότε είχα αγριευτεί: δεν με καταλάβαινα καθόλου – πόσο μάλλον οι άλλοι.) Τρίτο και βασικότερο, εκείνο το καλοκαίρι στο διπλανό σπίτι, που μέχρι τότε ήταν άδειο κι έρημο χειμώνα-καλοκαίρι, έμενε ο Σ.

Ο Σ., αφού ήταν συμμαθητής του πατέρα μου, θα πρέπει να ήταν τότε σαραντάρης. Ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος – ανησυχητικά αδύνατος. Έτυχε να περάσει από τη γιαγιά την πρώτη μέρα μου εκεί, μόλις είχα φτάσει. Η γιαγιά μας σύστησε κι έφυγε να του ετοιμάσει το ταπεράκι με το μεσημεριανό του (της επιμελητείας η γιαγιά). Εγώ περίμενα στωικά τις κλασικές ερωτήσεις των ενήλικων προς παιδιά που δεν γνωρίζουν πολύ καλά. Αντ’ αυτού, το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Βάζω στοίχημα ότι θα προτιμούσες να ήσουν αλλού αυτή τη στιγμή, για να μη σου πω κάθε στιγμή». Και βέβαια, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Τον κοίταξα καλύτερα. Και αναψοκοκκίνισα μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου! Ήρθε η γιαγιά με το ταπεράκι και σώθηκα. «Πες στον Π. (τον πατέρα μου, δηλαδή) τα συγχαρητήριά μου για την κόρη του. Έργο τέχνης!» είπε στη γιαγιά, ευχαρίστησε για το φαγητό και έφυγε με βήμα αργό, περήφανο, αλλά ζορισμένο. Έργο τέχνης! Εγώ; Τι πήγαινε να πει αυτό;

Η γιαγιά μου δεν είχε πολλά λόγια, γι’ αυτό δεν μου είπε όσα θα ήθελα για τον Σ., μολονότι την έπρηξα στις ερωτήσεις εκείνη τη μέρα. Τι είναι ο Σ.; «Άτυχος, παιδάκι μου, αυτό είναι ο Σ.» Και τι κάνει εδώ μοναχός του; «Ήρθε μπας και του κάνει καλό ο αέρας». Γιατί, άρρωστος είναι; Η γιαγιά παραξενεύτηκε, γιατί συνήθως δεν έκανα τέτοιες ερωτήσεις. «Να μη ρωτάς! Και να μην τον ενοχλείς όσο θα είσαι εδώ, θέλει την ησυχία του», μου το ξέκοψε.

Από ησυχία άλλο τίποτα εκεί πάνω! Έλα όμως που δεν είχα με τι άλλο ν’ ασχοληθώ. Επεδίωκα να συναντώ τον Σ. σε κάθε ευκαιρία: για θελήματα, για απορίες (έμαθα ότι ήταν φιλόλογος και ξαφνικά γέμισα απορίες περί των γραμμάτων), για ψύλλου πήδημα. Επίσης, ήθελα να διερευνήσω γιατί αναστατωνόμουν τόσο όποτε τον έβλεπα: εξάψεις, εφιδρώσεις, τραυλίσματα: πεταλούδες στο στομάχι – αλλά από τις μεγάλες, τις αφρικάνικες! Κι άλλη διερεύνηση από την ομοιοπαθητική, δεν είχα. Του έγινα τσιμπούρι του ανθρώπου.

Κάποια στιγμή, τον άκουσα να λέει με παράπονο ότι του λείπει το τσιγάρο. Ρώτησα κι έμαθα: «Δεν κάνει, το απαγορεύει ο γιατρός». Κι επειδή στο χωριό μόνο στο μπακάλικο έβρισκες τσιγάρα (και οτιδήποτε άλλο, δηλαδή), ο μπακάλης ήταν μιλημένος και δεν του πουλούσε. Άρρωστος ήταν, λοιπόν. Τι είχε; Δεν ήξερα. Ούτε μου έλεγαν. Και τον ίδιο να τον ρωτήσω δεν γινόταν, μου φαινόταν αδιανόητο. Πάντως, έδειχνε άρρωστος, έτσι χλωμός και αδύνατος που ήταν. Αλλά είχε κάτι. Κάτι! (Μ’ αυτό, δεν εννοώ την αρρώστια του, αλλά τη δική μου.)

Μια μέτρα, πώς μου ’κοψε, κι έκλεψα ένα τσιγάρο από το πακέτο του παππού και του το πήγα. Δεν είχα δει άνθρωπο να χαίρεται έτσι με κάτι τόσο ασήμαντο (για μένα τότε). Έλαμψε ολόκληρος. Πήρε συνωμοτικό ύφος, «μόνο ένα, εντάξει;» και το άναψε με προφανή απόλαυση. «Την ημέρα;» ρώτησα, δήθεν αθώα. Γέλασε μέχρι που τον έπνιξε ο βήχας.

Από κει και πέρα, του πήγαινε σταθερά ένα τσιγάρο κάθε μέρα. Καθόμασταν στην αυλή και τα λέγαμε. (Κυρίως εκείνος, εγώ τι να έλεγα; Ξαφνικά, από κει που δεν έβαζα γλώσσα μέσα, είχα γίνει πολύ φειδωλή στα λόγια. Μυστήρια πράματα…) Δεν θυμάμαι τίποτα απ’ όσα μου έλεγε (μάλλον μου πρότεινε βιβλία που έπρεπε να διαβάσω οπωσδήποτε πριν μεγαλώσω, να διαβάζω όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί «έχει πλάκα το διάβασμα», τέτοια). Θυμάμαι μόνο ότι μέσα μου στριμώχνονταν δυνάμεις που αψηφούσαν τη βαρύτητα: ήθελα να βγω από μέσα μου, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω.

Εκείνος ο Ιούλιος πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Είχα συνέχεια τον νου μου να βρω αφορμή «να πεταχτώ δίπλα» και η ώρα περνούσε βασανιστικά κι ευχάριστα – ναι, ταυτόχρονα. Η γιαγιά κάτι πρέπει να είχε πάρει χαμπάρι (σου λέει, τόση προθυμία να του πηγαίνει κάθε μέρα πότε το ένα και πότε το άλλο, από πού κι ως πού, το αχαΐρευτο;), αλλά προς τιμή της δεν είπε ποτέ τίποτα – φαίνεται πώς είχε εμπιστοσύνη στον «κύριο Σ.».

Ο μήνας κόντευε να περάσει όταν μπήκε ο διάολος μέσα μου. Ένα απόγευμα πλύθηκα σαν να πήγαινα να κοινωνήσω, χτενίστηκα όμορφα-όμορφα και φόρεσα για πρώτη φορά το μοναδικό φορεματάκι που είχα πάρει μαζί μου, ένα τοσοδούλι πράμα, βυσσινί με άσπρα λουλουδάκια. (Η γιαγιά σταυροκοπήθηκε σαν με είδε, αλλά δεν έδωσα σημασία. Άλλωστε, σταυροκοπιόταν όλη την ώρα, οπότε…) Πήρα το κλεμμένο τσιγάρο που είχα κρύψει για την περίσταση και πήγα δίπλα.

Ο Σ., αν ξαφνιάστηκε που με είδε με τα “καλά μου”, δεν το έδειξε. (Φορούσα τα καλά μου, αλλά δεν ήμουν στα καλά μου.) Έφτιαξε καφέ (και για μένα!), άναψε το τσιγαράκι του και καθίσαμε να το απολαύσει. Πρέπει να τον κοίταζα κάπως, γιατί κάπνισε μόνο το μισό (ανήκουστο μέχρι τότε!). Έβγαλε τα γυαλιά του (αυτό χειροτέρεψε την κατάσταση γιατί έτσι ήταν ακόμα καλύτερος) και με κοίταξε πολύ σοβαρός στα μάτια. Σαν το παιχνίδι «ποιος θα γελάσει πρώτος» ήμασταν. Μόνο που δεν γέλασε κανένας, ούτε πρώτος ούτε δεύτερος. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, που δεν έχω ιδέα πόσο κράτησε, μου είπε: «Θέλω μια χάρη από σένα. Να μείνεις παιδί όσο περισσότερο μπορείς. Θα μου την κάνεις;» Δεν κατάλαβα (τότε). Ίσως να έγνεψα καταφατικά, δεν θυμάμαι. Πάντως, δεν είπα κουβέντα – και να ήθελα, δεν μπορούσα. Όταν σταμάτησαν να τρέμουν τα γόνατά μου, σηκώθηκα, καληνύχτισα κι έφυγα.

Μέχρι να έρθει η μέρα να φύγω για την πόλη, έκοψα τα πολλά πέρα-δώθε. Θλίψη! Δεν είχα θυμώσει μαζί του. Ούτε τον ντρεπόμουν. Λυπημένη ήμουν. Νέτα-σκέτα.

Το επόμενο καλοκαίρι, πήγα περιχαρής στο χωριό. Δεν το έδειχνα, για να μη δώσω λαβή στη μάνα μου, αλλά δεν έβλεπα την ώρα να πάω. Ένα χρόνο μετά, απόφοιτη γυμνασίου πια, είχα μεγαλώσει αρκετά για να ξέρω τι είχα πάθει πέρσι τέτοια εποχή. Φτάνοντας στο σπίτι των παππούδων, κρατήθηκα μέχρι να πούμε τα τυπικά σε αυτές τις περιστάσεις και μετά ρώτησα, «Τι κάνει ο κύριος Σ.;» Μούγκα. Σφίχτηκα, γιατί έπιασα με τη μία το τι είχε συμβεί. «Πέθανε, έτσι;» Μούγκα στο τετράγωνο. Άκρα του τάφου σιωπή. Μαύρο στην οθόνη του μυαλού μου.

Εκείνος ο Ιούλιος, ο τελευταίος μου στο χωριό, δεν περνούσε με τίποτα. Δε με χωρούσε ο τόπος. Στο τέλος, ο πατέρας μου ήρθε και με μάζεψε πρόωρα – δεν άντεχε άλλο την γκρίνια μου.

Τον Ιούλιο του ’84, ανάμεσα στις διάφορες κασέτες που είχα φέρει μαζί μου, ήταν και μία με ολόκληρο τον δίσκο Little Robbers των Motels. Τότε τον είχα λατρέψει, όλα τα τραγούδια, αλλά κυρίως το “Footsteps”. Τον επόμενο Ιούλιο, είχα και πάλι πάρει μαζί μου την κασέτα, αλλά δεν τόλμησα να την ακούσω ούτε μία φορά. Δεν θ’ άντεχα να ακούσω το “Suddenly Last Summer”, το ήξερα.

Τώρα που τα άκουσα πάλι, με τη σωστή σειρά: φως-σκοτάδι, θυμήθηκα εκείνους τους δύο Ιουλίους καλύτερα κι από το να διάβαζα το ημερολόγιό μου (αν κρατούσα): σ’ το κάνουν αυτό τα τραγούδια: δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις. Αναβοσβήνει μέσα μου το φως, τριπάκι σκέτο – τι άλλο να ζητήσει κανείς από δύο τραγούδια;

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

* * *

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.