—του Στέλιου Φραγκούλη— Μέσα στο τελειωμένο περιβόλι, το σκιάχτρο ρίχνει τον ίσκιο του. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε κι ο Σεπτέμβρης. Του χρόνου πάλι, θα ‘ρθουν

Συλλέγει και γράφει ο Στέλιος Φραγκούλης
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μέσα στο τελειωμένο περιβόλι, το σκιάχτρο ρίχνει τον ίσκιο του. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε κι ο Σεπτέμβρης. Του χρόνου πάλι, θα ‘ρθουν
—του Στέλιου Φραγκούλη— Λιγόστεψαν τα φαινόμενα, είπε ο παππούς σε μια μύγα που ανέβαινε επίμονα στις άκρες τον δαχτύλων του, τα παλιά ακροδάχτυλα. Τώρα κάνει
—του Στέλιου Φραγκούλη— Κλόουν. Τον αναγνώρισα από παλιά που ήταν σε άλλο φανάρι αμεταμφίεστος. Κάτι τατουάζ πρασινωπά, φυλακίσια, πολύ σγουρό μαλλί που κάλυπτε τον αυχένα,
—του Στέλιου Φραγκούλη— Συννεφιάζει. Άναψε το πορτατίφ. Ο Άγγελος σηκώθηκε, ακούγεται το κουτάλι στο μπρίκι, φτιάχνει τον καφέ του. Έχω πει του ψαρά να μου
—του Στέλιου Φραγκούλη— Όλα έκαναν θόρυβο. Το μυαλό ήταν διεγερμένο από μόνο του. Ο ήρεμος γιαλός τις νύχτες με τον ήσυχο φλοίσβο του, μονότονος απομονωνόταν
—του Στέλιου Φραγκούλη— Το πεζοδρόμιο ήταν στενό, οι νεραντζιές ακλάδευτες, έπρεπε να σκύβω και να πηγαίνω τοίχο-τοίχο. Πόσο δύσκολα βγαίναμε για δουλειές όταν το παιδί