Κατηγορία: Ρακοσυλλέκτης
-

Πώς γεννήθηκε η ποίηση
—του Στέλιου Φραγκούλη— — Έτσι ήμουνα και ’γώ, Χτένα και Ιδέα, Χτένα και Ιδέα! Ο δάσκαλος μπήκε στην τάξη, τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και πρώτος-πρώτος έφεγγε ο Μάκης με την κατακόρυφη χωρίστρα του. Μαλλί ίσιο, κατάμαυρο, κλαψιάρης, τον χτένιζε η γιαγιά του βρέχοντάς του αλύπητα το κεφάλι και στέλνοντάς τον έτσι βρεγμένο να περπατήσει μέσα…
-

Τώρα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος
—του Στέλιου Φραγκούλη— Η ιδέα φαινόταν καλή, ήμουν ανάστατος. Δε μπορούσα ν’ αποκοιμηθώ. Έβλεπα τον ουρανό, την εξοχή και τους χαρταετούς. Πέρσι δεν τα κατάφερα, ο σπάγκος —μολονότι τα ’λεγα— δεν έφτασε, οι δικοί μου δεν ήξεραν πόσο ψηλά πετούσαν οι αετοί μας. Έγινα ρεζίλι, πιο χαμηλός απ’ όλους, δεν έφτανε να βρει τον αέρα,…
-

Ο θάνατος του κυρίου Λαμπρόπουλου
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο κύριος Λαμπρόπουλος ήρθε απ’ τα παιδικά μου χρόνια να φτιάξει τις βρύσες και τα καζανάκια. Αυτό ήταν τ’ όνομά του. Και ήταν μικρόσωμος σαν παιδί του δημοτικού. Σήμερα όμως είναι γέρος και βάφει τα μαλλιά του μαύρα. Σαν να ζωντάνεψε ένα τρόπαιο κυνηγού κεφαλών, ήρθε να εξαερώσει τα καλοριφέρ. Αχ, του…
-

Ο χρόνος μέσα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα. Στο χολ ήταν πεσμένοι σοβάδες από το ταβάνι, μια κρεμάστρα με ένα σακάκι. Το σαλόνι σκοτεινό. Στον πρώτο καναπέ κοιμόταν μια μούμια σκύλου. Έσπρωξα τα παραθυρόφυλλα να μπει λίγο φως. Στο ξύλινο τραπέζι έπεσε ήλιος, ήταν εφτά βρώμικα πιατάκια σούπας με ξερά υπολείμματα και με τα κουτάλια μέσα.…
-

Η σκόνη της Θεσσαλίας
—του Στέλιου Φραγκούλη— Τον συνάντησα πρώτη φορά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μετά βίας ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μου. Τον θεώρησα κακό άνθρωπο. Νομίζω εχτές έσπασα τις αλυσίδες μου και άρχισα να ποδοπατώ κόσμο. Παντού άνθρωποι σάλευαν τραυματισμένοι. Τα γκρέμισα όλα — τέντες, κλουβιά, τροχόσπιτα. Έπιασα τον διευθυντή και τον πέταξα μακριά, χτύπησε και έμεινε στον τόπο.…
-

Το τηλεφώνημα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Χτύπησε το τηλέφωνο κι άρχισε να μιλάει απ’ το Χαλάνδρι ως τον Ευαγγελισμό. Ή, μάλλον, δεν μιλούσε· έκλαιγε, ψέλλιζε, έκλαιγε και ψέλλιζε υποταχτικά — σαν να δεχόταν μια τιμωρία; Σαν να τον εγκατέλειπαν; Δεν καταλάβαινα, όσο κι αν προσπαθούσα. Κάθε τόσο κοβόταν η σύνδεση και το τηλέφωνο ξαναχτυπούσε. Τα δάκρυα γέμιζαν τις…
-

Άι Βασίλης
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο Άι Βασίλης στο χωριό μου ήταν ένας τρελός. Γύρω στις δέκα έβγαινε κι έπαιρνε τα καφενεία στη σειρά (τρία ήταν όλα κι όλα). Τότε που για τους λιγοστούς πελάτες τα λόγια και ο καφές είχαν τελειώσει. Έμπαινε, λοιπόν, ο Βασίλης κι έλεγε: «Θέλω πεπέλα» (κοπέλα), «θα βρούμε, Βασίλη, μόνο να μας…
-

Η ομιλία του Υπουργού
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο Yπουργός ξεροκατάπιε. Ζήτησε λίγο νερό. Περίμενε. Η αναμονή έφερε ένα σούσουρο στα έδρανα. Ο πρόεδρος χτυπούσε κάθε τόσο και φώναζε: «Ησυχία!» Δυο βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν αγκαλιαστεί και έβγαζαν σέλφι. Κάποιος από την αριστερή πτέρυγα μιλούσε έντονα, συνοδεύοντας τα λόγια του με τη χαρακτηριστική κίνηση του ανδρικού αυνανισμού. Ο παχύτερος βουλευτής…
-

Ντελίβερι
—του Στέλιου Φραγκούλη— Έβρεχε. Το πεύκο έπεσε. Ένα σεντόνι είχε πιαστεί στα κλαδιά του κυπαρισσιού (ακόμη εκεί είναι). Χτυπάει κουδούνι. — Παρακαλώ; — Ντελίβερι, μήπως ξέρετε το όνομα …όπουλος σε ποιο κουδούνι είναι; — Δεν ξέρω, φίλε, δυστυχώς δεν ξέρω. Ξανά κουδούνι. — Ναι; — Ο ντελίβερι είμαι, ξέρετε σε ποιον όροφο μένει ο …όπουλος;…
-

Σκουπιδιάρα του δήμου
—του Στέλιου Φραγκούλη— Η σκουπιδιάρα του δήμου, συνοδεία αστυνομικών, κυλούσε τόσο αργά στην άσφαλτο, σα να την έπαιρνε το ανεπαίσθητο ρεύμα του λιμανιού. Μια γύφτισσα έκλαιγε. Οι άλλοι όλοι κοίταζαν, συνηθισμένοι στον κατατρεγμό, καταταγμένοι από τη μέρα που γεννήθηκαν, απ’ τη μήτρα που βγήκαν σε ένα ασήμαντο και διόλου ηρωικό περιθώριο. Κάτι συρρικνωμένοι άνθρωποι, όλοι…
-

Στα χέρια του Μαυρογένη
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μια αληθινή ιστορία που έγινε πριν από σαράντα χρόνια και βάλε, θυμήθηκα διαβάζοντας χθες βράδυ την περιγραφή ενός πειρατή. Από το βιβλίο του Κάρολου Τζόνσον Οι Φημισμένοι Κουρσάροι, που γούσταρε να μεταφράσει και να μας συστήσει ο Φώτης Κόντογλου το 1936. Έπεσα στη κρεβάτι και πήρα να διαβάσω τη ζωή και τις…
-

Ο Δαιμονοβλεψίας
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο πούστης ο ήλιος δεν έχει στάξει ούτε μισό φλογισμένο δάκρυ. Ξημερώνει για να εκτελούνται θανατοποινίτες, ξημερώνει για να πηγαίνουν τα παιδιά σχολείο, ξημερώνει στο Άουσβιτς, ξημερώνει και τα κοκόρια το λένε. Βγαίνω στην αυλή χτυπώντας τον καφέ μου, καθώς το νερό ζεσταίνεται, μετράω βλαστάρια, μπουμπούκια, λέω την τυχερή φύση των ανθρώπων…