Ρεϊμόν Κενώ

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 21 Φεβρουαρίου του 1903, γεννήθηκε στη Χάβρη ο συγγραφέας που ανανέωσε τη γαλλική λογοτεχνία, εισάγοντας στη γραφή του τον προφορικό λόγο και την παραδοξολογία.

m_222248977_0

Ο Ρεϊμόν Κενώ σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία στη Σορβόνη (1921-1923), όπου παρακολούθησε και μαθηματικά, και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Αλγερία και το Μαρόκο. Μέλος της ομάδας των Γάλλων σουρεαλιστών μεταξύ 1926-1933, διετέλεσε αργότερα διευθυντής της περίφημης Encyclopedie de la Pleiade και από το 1951 μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ. Μεταξύ 1955-1957 υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών. Το 1959 γνώρισε την επιτυχία με το παιγνιώδες αφήγημα Η Ζαζί στο μετρό, που εισήγαγε εκδοχές της καθομιλουμένης στον τρόπο γραφής του, το οποίο μετέφερε την επόμενη χρονιά στον κινηματογράφο της νουβέλ βαγκ ο Λουί Μαλ. Το 1960 ίδρυσε μαζί με άλλους την ομάδα Ouvroir de litterature potentielle (OULIPO). Στις 3 Φεβρουαρίου του 1973, κατά τη διάρκεια έκθεσης προς τιμήν του, του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Πόλης του Παρισιού. Εξέδωσε πεζογραφήματα, ποιητικές συλλογές, δοκίμια και ημερολόγια. Πέθανε στο Παρίσι το 1976.

queneau_raymond-20010222.2_png_300x387_q85

Ο Ρεϊμόν Κενώ από τον David Levine

Βιβλία του στα ελληνικά

(2003) Τα γαλάζια άνθη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1995) Φταίμε εμείς που είμαστε καλοί με τις γυναίκες, Opera
(1993) Το απόκρυφο ημερολόγιο της Σάλλυ Μάρα, Opera
(1992) Όνειρο και φυγή, Αιγόκερως
(1988) Το δέρμα των ονείρων, Αστάρτη
(1987) Ιστορίας πρότυπον, Ύψιλον
(1984) Ασκήσεις ύφους, Ύψιλον
(1981) Η Ζαζί στο μετρό, Γράμματα

* Βιογραφικό και εργογραφία στα ελληνικά από τη BiblioNet

queneau1

Raymond Queneau, Photomaton, 1928

* * *

Ασκήσεις ύφους

Ο Κενώ έγινε ευρέως γνωστός το 1959, χάρη στη Ζαζί στο μετρό, έργο που σήμερα το θυμόμαστε μάλλον χάρη στην κινηματογραφική του μεταφορά από τον Λουί Μαλ, και οφείλει την υστεροφημία του κυρίως στα Γαλάζια άνθη (1965· συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα) και στις Ασκήσεις ύφους (1947), έργο που αποδεικνύει στην πράξη (παιγνιωδώς — άρα, με τον καλύτερο τρόπο) πώς το ύφος συνιστά περιεχόμενο και πώς η ίδια ακριβώς ιστορία μπορεί να λεχθεί με ανεξάντλητους τρόπους — πεπερασμένα τα θέματα, μα κάθε φορά καινούργια, χάρη στο ύφος και χάριν ύφους.

Ο Κενώ αρχίζει το βιβλίο του ως εξής:

Σημειώσεις

214568-bigΣ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ’ ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ’ ένα φίλο του που του λέει: «Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου». Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί.

Ο συγγραφέας αφηγείται, δηλαδή, με τη μορφή «σημειώσεων», ένα μάλλον ασήμαντο γεγονός στο Παρίσι. Και συνεχίζει παραθέτοντας 99 παραλλαγές του ως προς το ύφος, τις οποίες ο μετέφρασε απολαυστικά o Αχιλλέας Κυριακίδης (Ύψιλον, 1984). Επιλέγουμε μερικές: 

Αφήγηση

Μια μέρα γύρω στο μεσημέρι, στην περιοχή του πάρκου Μονσό, πάνω στην πλατφόρμα ενός σχεδόν πλήρους λεωφορείου της γραμμής S (σήμερα 84), πρόσεξα έναν άνθρωπο με πολύ μακρύ λαιμό, που φορούσε ένα μαλακό καπέλο, που είχε γύρω του ένα πλεχτό κορδόνι αντί για κορδέλα. Ο άνθρωπος αυτός τα ’βαλε ξαφνικά με τον διπλανό του, κατηγορώντας τον πως επίτηδες του πατούσε τα πόδια κάθε φορά που επιβάτες ανέβαιναν ή κατέβαιναν. Εγκατέλειψε πάντως νωρίς τη συζήτηση, για να ριχτεί σε μια θέση που άδειασε. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναείδα μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ, να συζητάει μεγαλοφώνως μ’ ένα φίλο του, που τον συμβούλευε να μικρύνει το άνοιγμα του πέτου του παλτού του, βάζοντας έναν έμπειρο ράφτη να του ράψει λίγο ψηλότερα το πάνω πάνω κουμπί.

Λιτό

Ήμασταν κάμποσοι και μας πήγαιναν στριμωγμένους. Ένας νεαρός, που δεν έδειχνε και πολύ ξύπνιος, κουβέντιασε για λίγο μ’ έναν κύριο που στεκόταν δίπλα του, κι ύστερα πήγε και κάθισε. Δύο ώρες αργότερα, τον ξανασυνάντησα: ήταν παρέα μ’ ένα φίλο του και μιλούσαν για ρούχα.

Η υποκειμενική άποψη

Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμό μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα ’πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου. Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο που το ’κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ’ ένα από κείνα τα βρωμερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ.

Κι άλλη υποκειμενική άποψη

Ήταν σήμερα δίπλα μου στο λεωφορείο ένα από κείνα τα μυξιάρικα που, ευτυχώς, εκλείπουν σιγά σιγά, γιατί καμιά μέρα θα σκότωνα κανένα από δαύτα. Ο λεγάμενος, ένα τσογλάνι γύρω στα είκοσι έξι, τριάντα, μου την έδινε πολύ, όχι μόνο για το μακρύ λαιμό του σαν ξεπουπουλιασμένης γαλοπούλας, αλλά και γιατί είχε στο καπέλο του αντί για κορδέλα ένα λεπτό μελιτζανί κορδόνι. Α το κάθαρμα! Πόση αηδία μού προκαλούσε! Όπως λοιπόν είχε πολύ κόσμο στο λεωφορείο εκείνη την ώρα, έβρισκα την ευκαιρία, κάθε φορά που στριμωχνόμασταν για να κατέβει ή να ανέβει κόσμος, να του χώνω τον αγκώνα μου στα παΐδια του. Στο τέλος μού την κοπάνησε, πάνω που ήμουν έτοιμος να του τραβήξω ένα ξεγυρισμένο ξενύχιασμα. Θα του ’λεγα ακόμα, μόνο και μόνο για να τον φτιάξω, πως το παλτό του ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο.

Διευκρινιστικό

Σ’ ένα λεωφορείο (και να μη γίνει σύγχυση με το: Εσένα λέω, φορείο!), παρατήρησα (και όχι παρατύρισα) έναν τύπο μ’ ένα (και όχι τυπωμένα) καπέλο στολισμένο με (και όχι καπέλο στολής μένομε) ένα πλεγμένο κορδόνι (και όχικορδωμένο πλεχτό). Είχε ένα λαιμό παρατεταμένο (και όχι ένα μελό παραπεταμένο). Οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι (και όχι συν όστις μένει). Με κάθε απότομη κίνηση του οχήματος (και όχι οχύρωση του κινήματος), ο παραπλήσιος τον πατούσε (και όχι ο παραπατήσας τον πλησίαζε). Ο νεαρός έγινε άνω ποταμών (και όχι ο ποταμός έγινε άνω νεαρών), μόλις όμως άδειασε μετά μια θέση (και όχι μια άδεια σε μετάθεση), πηδώντας πήγε προς τα κει (και όχι ο πηδών ας πει μια προσταγή).
Αργότερα τον πήρε το μάτι μου που λες (και όχι αργό τεράτων πυρετό, μα τι μου λες), να μιλά με το φίλο του (και όχι να μήλα με το φύλλο του) για ένα κουμπί στο πανωφόρι του (και όχι για ένα αποκούμπι στο ανηφόρι του).

 Ομοιοτέλευτο 

Ένα μεσημέρι, μέσ’ στο καλοκαίρι, μπήκα στο S για να με μεταφέρει στου Σαμπερέ τα μέρη. Δεν φυσούσε αγέρι κι όπως είχε μαζευτεί εκεί μέσα ένα ασκέρι, κινδύνευα να κολλήσω μπέρι μπέρι. Ακούω ένα μακρυχέρη, λιγνό σαν αγιοκέρι, να βρίζει κάποιον: «μαουνιέρη», για τα πλήγματα που του επιφέρει και που τον κάνουν να υποφέρει. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, καταλαβαίνοντας πως είναι χαμένος από χέρι, παρατά το νταραβέρι και, ενώ όλος ο κόσμος επιχαίρει, την κοπανά σαν περιστέρι.
Τον ξαναείδα πιο πέρι, έξω απ’ το σταθμό του Σαιν Λαζέρι, που ’χε ανοίξει κουβεντέρι για το πέτο στο παλτέρι.

Σονέτο 

Ένας φτωχοταλαίπωρος, που θύμιζεν απάχη,
μ’ ένα καπέλο παρδαλό και με λαιμό μακρύ,
περίμενε — τι βάσανο! — στη στάση ένα πρωί,
να ’ρθει το λεωφορείο του για να ριχτεί στη μάχη.

Σα στάθη ομπρός του τ’ όχημα, μέσα του είπε «όρμα!»,
τι η απαντοχή τον έλιωσ’ ώσπου νά ’ρθει εκείνο το S,
και νιώθοντας πρωτόγνωρες και άγριες ηδονές,
έδωσε μια και βρέθηκε στου κήτους την πλατφόρμα.

Αλίμονο όμως του ’λαχε μπροστά του ένα γομάρι,
που μια, δυο, τρεις δεν άντεξε, τον έβρισε αφού
σε κάθε απότομη στροφή του πάταε το ποδάρι,

μα πήε και κάθισε μακριά, να διαλυθούν τα νέφη.
Αργότερα, ένας φίλος του, στην πόρτα ενός σταθμού,
για ένα μικρό σκατόκουμπο του χάλασε το κέφι.

 Ιταλισμοί

Κοντά στο μετσοτζόρνο ήρθε το λεωφορέττο. Αβάντι! είπα μέσα μου και μ’ ένα σάλτο ήμουνα τροβάτος στο γκρίζο μαρσεπιέτο του. Εκεί είδα ένα τζόβενο σαν αρλεκίνο: λούνγκος σαν κατσαβίδι και πάνω στην τέστα του φορούσε ένα καπέλο με γαρνιτούρα μία τρέσα. Ξαφνικαμέντε, τα ’βαλε με τον βιτσίνο του (ένα σινιόρε ντελικάτο, όλο φινέτσα), γιατί — λέει — του πατούσε τα ποδαρίνια του. Καπάτσος όμως καθώς ήτανε, μόλις είδε ένα καθισματίνο λίμπερο, πήγε πρέστο να ριποζάρει τον καβάλο του.
Ντόπο δυο ωρίνες, τον ξαναείδα τον κανάγια. Ήταν στην πιάτσα Σάντο Λάζαρο, κομπανία μ’ ένα αμίκο του τάλε κουάλε, που του ’δινε κονσίλιες για ένα μποτόνι στο παλτό του.
Φινάλε.

Αμερικανισμοί 

Ένα ντέι, γύρω στο νούνι, πάνω στο μπούσι που μας πήγαινε στο Σαμπερέι, λουκάρω ένα τζούνιορ σαν κλόουν: το νέκι του ήταν δέκα ίντσες και στο χάτι του είχε αντί για ριμπόνι ένα στρίνγκο. Στα ξαφνικέισιον, ο τζούνιορ έγινε φουντούκια κι ακιουζάρισε ένα τζέντλεμαν πως του πάταγε τα φούτια. Πριν όμως ο άλλος του δώσει κάνα σουτ και τον βγάλει μπι-ελ-αρ, διάλεξε ένα άδειο τσέρι σ’ ένα κόρνερ και βγήκε άουτ.
Δυο ώρες αργότερα, πήρα ένα νέο σοκ: είδα ξανά τον σταρ του σκετς έξω απ’ το μπαρ της Κουρ ντε Ρόουμ. Ήταν μ’ ένα φρέντι του του ίδιου σεξ, που του ’δινε οπίνιες για το κολάρο της ρεντιγκότας του.

Χωριάτικο

Ελόου μας, ματάκια μ’, διν ίχαμ’ αυτούνα τα χαρτάκια με τσ’ αριθιμοί απού παν’, αλλά στου καρ’ ανιβίκαμ’ που να μην έσωνε. Μουόλις πατήσαμ’ του πόδι μας (τι πατήσαμ’ δηλαδή, που λέει ο λόγος — πιτάμεν’ ήμασταν), τι ζούληγμα ήταν δαύτου γιόκα μ’, τι στριμουξίδ’! Δουόσαμ’ τα χριέματ’ δόξα να ’χει ου Κύριους μη μας πουν και τιέπουτ’, κάναμ’ μια γυρουβουλιά μι τ’ ματ’ και τι βλέπουμ’ μαθές: ίνα ντ’ρεκ’ ίσαμ’ κει παν’ μι κατ’ λαιμά κι ίνα καπέλου Βαγγελίστρα μ’! Του καπέλ’ εί­χε τριγύρ’ μια πλιεξούδ’! Και τι τούνα τσίμπησε κει που καθόντανε, γυρνάει μαθές κι λέει κατ’ λόγια στουν κύριου που ’ταν σμα ’τ κι μια κι δυο ιπίγ’ κι καθ’σ.
Τι βλέπουν τα ματάκια μας στην πολ’! Αμ δι σ’ είπ’! Που τουν ματάδαμ’ το ντ’ρεκ! Μπρουστά σ’ ίνα μεγάααλου σπιτ’ που κι ιγώ διν ξέρου τι ’ντουνα, να τους πάλ’ πάαινε κι ιρχούντανε μ’ ιν’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι κι αμ τι θαρρείς που του ’κρέεν τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι; Του ’κρεν «αυτούν’ τ’ κουμπί πριέπ’ να τ’ ράψ’ λίγου πιου παν’ να σ’ χαρώ». Σ’ αρσ’; Αυτά του ’κρεν’ του ντ’ρεκ τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι.

Μάγκικο

Νταν μεσημέρι καβαλάω το ές. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ’ ένα σβέρκο σαν τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και του τη βγαίνει ούτως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε. Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να ’χει πιάσει λακριντί μ’ έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και του λέει! Να ράψει κι άλλο κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!

Modern Style

Σ’ ένα αστικό μια μέρα, γύρω στο μεσημέρι, υπήρξα μάρτυς της ακόλουθης μικρής κωμικοτραγωδίας. Ένας τζιτζιφιόγκος, που τον κατέτρυχε ένας μακρύς λαιμός και (άλλο πάλι τούτο) ένα μικρό σιρίτι ολόγυρα από το καπέλο του (είναι πολύ της μόδας, αλλά εγώ δεν το πάω καθόλου), με την πρόφαση πως τάχα μου έπεφτε γερό σπρώξιμο, βγήκε του διπλανού του μ’ ένα τουπέ, που πρόδινε ένα χαρακτήρα αδύνατο, και τον κατηγόρησε πως του ποδοπατούσε συστηματικά τα λουστρίνια του κάθε φορά που ανέβαιναν ή κατέβαιναν κυρίες ή κύριοι που κατευθύνονταν προς το Σαμπερέ. Ο τύπος δεν περίμενε ούτε στο ελάχιστο μιαν απόκριση που, το δίχως άλλο, θα τον έφερνε να γίνει χαλκομανία στο πάτωνα, και σκαρφάλωσε με ζωηράδα στο υπερώο, όπου τον καρτερούσε ένα ελεύθερο κάθισμα, γιατί ένας από τους χρήστες του οχήματός μας μόλις είχε πατήσει το πόδι του στη λιωμένη άσφαλτο του πεζοδρομίου της πλατείας Περέρ. Δύο ώρες αργότερα, καθώς τώρα βρισκόταν η αφεντιά μου στο υπερώο, είδα ξανά το παιδαρέλι, για το οποίο σας μίλησα πιο πάνω, που ’δειχνε ν’ απολαμβάνει πλέρια τα λεγόμενα ενός νεαρού λιμοκοντόρου, που οπωσδήποτε το ’παιζε συμβουλάτοράς του για το πώς φοριέται ένα κοντομάνικο στο καθωσπρέπει.

Φτωχό

Που λες, στάθηκα στη στάση ώσπου στάθηκε το λεωφορείο. Μπαίνει ένας μ’ ένα μακρύ τέτοιο κι ένα πράμα στο κεφάλι μ’ ένα μαραφέτι. Οπωσδήποτε του μπήκε του διπλανού του γιατί πήγε να του βγει από δίπλα. Μετά του μπήκε να πάει να κάτσει σ’ ένα απ’ αυτά τα πώς τα λένε. Πιο ύστερα, μπροστά στο σταθμό Σαιν-Κι-Εγώ-Δεν-Ξέρω-Τι, ένας φίλος του του ’λεγε του τύπου, να ράψεις, λέει, του’λεγε, λίγο πιο πάνω ετούτο σου. Αυτά.

9782070109661

Τα περιεχόμενα των Ασκήσεων ύφους:

Σημειώσεις
Εις διπλούν
Λιτό
Μεταφορικό
Οπισθοδρομικό
Έκπληκτο
Όνειρο
Προφητικό
Συγκεχυμένο
Ουράνιο Τόξο
Αγώνες Λόγου
Διστακτικό
Ακριβές
Η Υποκειμενική άποψη
Κι άλλη υποκειμενική άποψη
Αφήγηση
Λεξιπλαστικό
Αρνήσεις
Ανιμιστικό
Αναγραμματισμένο
Διευκρινιστικό
Ομοιοτέλευτο
Επίσημος Αναφορά
Δελτίο Τύπου
Ονοματοποιητικό
Λογική ανάλυση
Επίμονο
Άγνοια
Σε χρόνο Παρακείμενο
Σε χρόνο Ενεστώτα
Σε χρόνο Αόριστο
Σε χρόνο Παρατατικό
Δεκαπεντασύλλαβο
Φορολογικό
Αφαιρέσεις
Συγκεκομμένο
Μασημένο
Εγώ να Ούμ’
Αναφωνήσεις
Βασικά
Στομφώδες
Μάγκικο
Ανακριτικό
Θεατρικό
Εσωτερικοί Μονόλογοι
Παρηχητικό
Φαντασματικό
Φιλοσοφικό
Ύμνος
Αδέξιο
Αναίσθητο
Μεροληπτικό
Σονέτο
Οσφρητικό
Γευστικό
Απτικό
Οπτικό
Ακουστικό
Τηλεγραφικό
Τραγούδι
Αντιμεταθέσεις κατ’ αύξουσες ομάδες γραμμάτων
Αντιμεταθέσεις κατ’ αύξουσες ομάδες λέξεων
Ελληνισμοί
Σύνολα
Ορισμοί
Τάνκα
Ελεύθεροι στίχοι
Κρυπτογραφικό
Φτωχό
Αμερικανισμοί
Προσθέσεις
Παρενθέσεις
Επιθέσεις
Μέρη του λόγου
Μεταθέσεις
Από μπρος, από πίσω
Κύρια ονόματα
Σημειολογικό
Αρχαίο
Αντεστραμμένο
Λατινικό
Ομόηχο
Ιταλισμοί
Για τους τουρίστες
Σαρδάμ
Βοτανικό
Ιατρικό
Υβριστικό
Γαστρονομικό
Ζωολογικό
Ανήμπορο
Modern style
Πιθανολογικό
Πορτρέτο
Γεωμετρικό
Χωριάτικο
Επιφωνήματα
Επιτηδευμένο
Αναπάντεχο
Σημείωμα του μεταφραστή
Χώρος ασκήσεων προς χρήσιν των αναγνωστών

Queneau (1)

* * *

Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Κεχαγιόγλου

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

3 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.