Χρήστος Αγγελάκος, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Γιώργος Θεοχάρης, Ελένη Κεχαγιόγλου, Ξένια Κουναλάκη, Σάκης Κουρουζίδης, Μάνος Ματσαγγάνης, Αθηνά Μιχαλακέα, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Τάκης Πατσάκης, Μάριος Σπηλιόπουλος, Ελίνα Τραϊφόρου, Εύη Τσακνιά, Γιώργος Τσακνιάς — οι συνεργάτες του dim/art εξομολογούνται: τι διάβασαν (ή τι δεν διάβασαν) στις γιορτές και πώς τους φάνηκε. Η ιδέα οφείλεται στον Μάνο Ματσαγγάνη. Ορισμένοι συνεργάτες λόγω φόρτου εργασίας δεν πρόλαβαν να συμμετάσχουν στο αφιέρωμα· δεν πειράζει, θα τους ξαναρωτήσουμε τι διάβασαν (μπορεί να τους βάλουμε τεστάκι — και μάλιστα απροειδοποίητο). Η διεύθυνση του dim/art εύχεται στους συνεργάτες και στους αναγνώστες ευτυχές και διαβαστερό το νέον έτος.
Χρήστος Αγγελάκος: H μαθητεία του μηδενός
Aνάποδος άνθρωπος! To χειμώνα ονειρεύομαι παραλίες. Η συντροφικότητα των γιορτών πυροδοτεί τον αυτισμό μου. Όταν η επικαιρότητα βράζει, καταφεύγω σε κείμενα και ταινίες περασμένων δεκαετιών. Κι όταν κυκλοφορούν τα νέα βιβλία, κατεβάζω απ’ τη βιβλιοθήκη μου τα παλιά.
Βρέθηκα λοιπόν, παραμονές Χριστουγέννων, να ξανανοίγω την Αισθηματική Αγωγή του Φλωμπέρ, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη μου ανάγνωση. Ίσως γιατί θέλησα να ξανασυναντήσω την παλιά μου εμμονή: την εγγραφή των προσωπικών ιστοριών στο σώμα της επίσημης Ιστορίας. Τον τρόπο με τον οποίο χανόμαστε ή διασωζόμαστε στην παλίρροια μιας κρίσιμης εποχής. Ίσως γιατί θέλησα να ξαναβρώ τον πιο οικείο λογοτεχνικό μου ήρωα, τον Φρεντερίκ Μορώ· και μαζί του τη Μαντάμ Αρνού, που θαρρώ πως τη συνάντησα κι εγώ στα νιάτα μου. Κυρίως όμως για να ξαναδιαβάσω αυτή την παράγραφο που, από τα είκοσί μου ακόμα, μου φαινόταν σαν οιωνός της ζωής που θα ’ρχόταν μετά.
Tαξίδεψε.
Γνώρισε τη μελαγχολία των καραβιών, τα κρύα ξυπνήματα κάτω απ’ την τέντα, τον ίλιγγο των τοπίων και των ερειπίων, την πίκρα των εφήμερων δεσμών.
Ξαναγύρισε.
Έκανε κοσμική ζωή, είχε και άλλους έρωτες ακόμη. Μα η αδιάκοπη θύμηση του πρώτου τούς επισκίαζε όλους· κι έπειτα, η ορμή του πόθου, το άνθισμα των αισθήσεων είχε χαθεί. Οι πνευματικές του φιλοδοξίες επίσης τον είχαν εγκαταλείψει. Πέρασαν χρόνια· κι αυτός έσερνε παθητικά τη στειρότητα της σκέψης του και την αδράνεια της καρδιάς του.
[Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η Αισθηματική Αγωγή – Ιστορία ενός νέου, μτφ. Παν. Μουλλάς, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1981.]
Η παράγραφος με διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα, το 1982 που πρωτοδιάβασα την Αισθηματική Αγωγή. Αλλά η αίσθηση αυτή δεν οφειλόταν μόνο στη λιτότητα με την οποία αποδόθηκαν το πέρασμα του χρόνου και το πέρασμα της ζωής. Ο Φλωμπέρ είχε ενώσει τα γυμνά καλώδια της αφήγησης ακριβώς πριν: στο λευκό διάστημα που χωρίζει την αρχή αυτού του κεφαλαίου από το τέλος του προηγούμενου. Ένα διάστημα που θα κάνει τον Μαρσέλ Προυστ να πει: «Κατά τη γνώμη μου, το ομορφότερο πράγμα στην Αισθηματική Αγωγή δεν είναι μια φράση, αλλά ένα λευκό». (Στο πρωτότυπο, «blanc».)
Το λευκό τυπογραφικό διάστημα, το κενό της σελίδας, η τρύπα της αφήγησης αποτελούν το χώρο της ασυνέχειας. Μια πρόσκαιρη παύση όπου ο επαρκής αναγνώστης θ’ αναλάβει να αποκαταστήσει για λογαριασμό του τη ροή της ιστορίας: τη συνέχειά της. Λόγια που ξοδεύτηκαν άσκοπα, χειρονομίες που δεν ολοκληρώθηκαν, περιστατικά που δεν αξιώθηκαν να γραφτούν. Δεν ξέρω αν ένα κενό είναι ομορφότερο από μια φράση. Ξέρω πως η ίδια η αφήγηση νομιμοποιεί το άγραφο: το καθιστά εξίσου σημαντικό με το γραμμένο. Η ισορροπία αντιστρέφεται: η ασυνέχεια δίνει νόημα στη συνέχεια. Την εγγυάται.
Aλλά ας γυρίσω στην ιστορία της Αισθηματικής Αγωγής: την ιστορία του Φρεντερίκ Μορώ που στριφογυρίζει μάταια γύρω από τον επίμονο έρωτά του για τη Μαντάμ Αρνού. Ο έρωτας αυτός προβάλλεται σ’ ένα επεισοδιακό μυθιστορηματικό φόντο, όπου το συλλογικό διασταυρώνεται με το ιδιωτικό, η πολιτική με τον έρωτα, η Ιστορία με τις ιστορίες. Από το 1840 μέχρι το 1867, ο νεαρός Φρεντερίκ θα ενηλικιωθεί σ’ ένα Παρίσι που σπαράσσεται από τις συγκρούσεις των οπαδών της Μοναρχίας, της Δημοκρατίας και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας· θα γνωρίσει τραπεζίτες, υπουργούς, εκδότες και εταίρες· θα συναναστραφεί τον κόσμο του χρήματος και τον κόσμο της τέχνης· θα περάσει από τα κοσμικά σαλόνια στους δρόμους των εξεγέρσεων και των βίαιων καταστολών. Ο ανοίκειος έρωτας για τη μεγαλύτερή του γυναίκα θα τον κάνει να χάσει το βηματισμό του, και μαζί μ’ αυτόν και τη μόνη του περιουσία: τη νεότητά του. Κι ενώ η ζωή του συσσωρεύει ασυνέχειες και η ρόδα γυρίζει στο κενό, ο Φρεντερίκ κατευθύνεται σταθερά στην καρδιά της απώλειας, στο κέντρο μιας μεταιχμιακής στιγμής όπου κυριαρχούν η διάψευση και η ρήξη.
***
Σήμερα η Αισθηματική Αγωγή μοιάζει σχεδόν να μην έχει σκοτεινές ζώνες ή ανεξερεύνητες περιοχές […] Ξέρουμε τα θεματικά της δίκτυα. Μπορούμε να εντοπίσουμε τα μοτίβα της: τη διάλυση και τη φθορά· του κύκλου τα γυρίσματα που παρατείνουν, αν δεν επιτείνουν, την αδράνεια, την αποτυχία και την πλήξη· το τυχαίο που αναιρεί την αναγκαιότητα. Μπορούμε, ακόμη, να δούμε (ή να μη δούμε) μιαν ορισμένη “μαθητεία του μηδενός”, όπου το κενό ενός ανθρώπου και μιας εποχής γεμίζει ένα μυθιστόρημα με μόνη την πυκνότητα της γραφής.
[Παναγιώτης Μουλλάς, από τα Προλεγόμενα της ίδιας έκδοσης]
***
Ο Φλωμπέρ ολοκληρώνει τη συγγραφή της Αισθηματικής Αγωγής στις 16 Μαΐου του 1869. Το μυθιστόρημα εκδίδεται σε δύο τόμους στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στην έκδοση ωστόσο, η οποία χαρακτηρίζεται ως αποτυχία, αναγράφεται η ημερομηνία 1870. Ένα χρόνο αργότερα, ο συγγραφέας επισκέπτεται το Παρίσι μετά την Κομμούνα. Κοιτάζοντας τα ερείπια του Κεραμεικού, φέρεται να λέει στον συνοδό του: «Aν είχαν καταλάβει την Αισθηματική Αγωγή, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά».
Κλείνω το βιβλίο. Το ανοιχτό τέλος του ορίζει ένα αχανές πεδίο, όπου συνυπάρχουν πλέον ειρηνικά οι οργισμένες στιγμές της Ιστορίας, η απογύμνωση των προσώπων, η μαθητεία του μηδενός. Ίσως να ’χει δίκιο ο Προυστ. Ίσως το ομορφότερο πράγμα —στην Ιστορία του κόσμου και στην ιστορία του καθενός— να είναι τελικά ένα λευκό διάστημα: ένα φιλόξενο κενό.

Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Ανάμεσα στις άλλες αγωνίες που συνεπάγονται για μένα οι γιορτές περιλαμβάνεται και το άγχος τού τι θα διαβάσω. Αλλά φέτος ειδικά, ήξερα: ήθελα διακαώς το Cloud Atlas του David Mitchell στο πρωτότυπο. Είχα διαβάσει πριν από χρόνια διαγωνίως τη μάλλον ατυχή ελληνική μετάφραση, και το ξαναθυμήθηκα τώρα λόγω της ταινίας και ενός διαγωνισμού στο ραδιόφωνο. Κυρίως όμως αναζητούσα έναν πολλαπλό, καλοφτιαγμένο κόσμο για να χώνομαι κατά διαστήματα όποτε οι άγιες τούτες μέρες γίνονται υπερβολικά γιορτινές για τα γούστα μου.
Η αρχική αναζήτηση αντιτύπου στα βιβλιοπωλεία του κέντρου δεν απέφερε καρπούς. Ρώτησα, παρακάλεσα, ζήτησα από φίλους να έχουν το νου τους – τίποτα. Εν είδει μεθαδόνης, βούτηξα τεχνηέντως από το Τσακνέικο δύο άλλα βιβλία, το The Book of Other People της Zadie Smith και το Amnesia Moon του Jonathan Lethem. Ο Mitchell, ακόμα πουθενά. Εξαντλημένος, λέει. Από τι εξαντλήθηκε; ήθελα κάθε φορά να ρωτήσω τους ασθμαίνοντες βιβλιοπώλες, αλλά πάντα έτρεμα το ψυχρό βλέμμα που σίγουρα θα αντιμετώπιζα κι έτσι έπνιγα διαρκώς το σχεδόν ειλικρινές ερώτημα. Έχοντας εξασφαλίσει πάντως τουλάχιστον την καβάτζα μου, αλλά όχι το κυρίως πιάτο, πέρασα και από τον «Ευριπίδη» εδώ στη γειτονιά μου για χάζι. Φυσικά, το Cloud Atlas με περίμενε εκεί, δυο βήματα από το σπίτι μου. Το διαβάζω ακόμα, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ. Νομίζω πως συνεχίζω να το διαβάζω και για μερικά λεπτά αφότου έχω κοιμηθεί, με τα γυαλιά μου ζουληγμένα επάνω του. Για εξαντλημένο βιβλίο, το βρίσκω να αντιδρά μια χαρά στις προφανείς αδυναμίες της εξαντλημένης του αναγνώστριας. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί θα είμαστε μαζί για καιρό.
Γιώργος Θεοχάρης
Σωτήρης Δημητρίου, Το κουμπί και το φόρεμα («Πατάκης», 2012): 32 διηγήματα, 8 από αυτά σε δεύτερη δημοσίευση. Μία από τα ίδια. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Ούτε και καλό. Η θεματολογία γνωστή, οι εμμονές παρούσες. Η τάση των αμήχανων τελειωμάτων παγιώνεται ως σήμα κατατεθέν. Κάποια από αυτά θα μείνουν. Όχι πολλά.
Νίκος Καχτίτσης, Ο Εξώστης («Κίχλη», 2012): Νέα, ωραία έκδοση. Πολυτονική. Στο επίμετρο δύο χρήσιμα κείμενα, συν ένα χρονολόγιο. Καλό είναι να διαβαστεί παράλληλα με το Η περιπέτεια ενός βιβλίου («Στιγμή», 1985) όπου ο συγγραφέας αφηγείται τα της περιπετειώδους πρώτης έκδοσης του Εξώστη, αποκαλύπτοντας –εν αγνοία του φυσικά– ότι ο Στοππάκιος Παπένγκους είναι ο ίδιος.
Βασιλική Πέτσα, Όλα τα χαμένα («Πόλις», 2012): Το δεύτερο δύσκολο άλμπουμ, που λέγανε παλιά στη δισκογραφία. Ξέρανε τι λέγανε. Από τα 8 «χαμένα» διηγήματα της συλλογής, ειδική μνεία στο τρίτο: πρέπει να διδάσκεται στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής ως παράδειγμα του πώς δεν πρέπει να γράφεται ένα διήγημα.
Τεύκρος Μιχαηλίδης, Ο μέτοικος και η συμμετρία («Πόλις», 2012): Μυθιστόρημα στην πλοκή του οποίου εμπλέκονται ως δευτερεύοντες χαρακτήρες ιστορικά πρόσωπα (όπως ο χαράκτης Έσερ και ο μαθηματικός Γκρόθεντικ). Ο συγγραφέας (και μαθηματικός) συνεχίζει στην παράδοση της «μαθηματικής πεζογραφίας» η οποία, όπως αποδεικνύεται, έχει σταθερό αναγνωστικό κοινό. Είναι καλογραμμένο (στρωτά, χωρίς εξάρσεις)∙ η κοπιώδης έρευνα για τα πραγματολογικά στοιχεία παντού εμφανής. Διαβάζεται ευχάριστα, ξεχνιέται εύκολα.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Το περιθώριο ’68-’69 («Νεφέλη», 2000): Ο πρόδρομος του Υ.Γ
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα Πεζά», Μετάφραση, Επιμέλεια, Σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης («Ελληνικά Γράμματα», 2005): Κάτι έψαχνα και τελικά το ξαναδιάβασα όλο. Κέρδος είχα. Κάτι μου λέει ότι θα το ξαναδιαβάσω σύντομα.
Jo Nesbo, Ο κοκκινολαίμης, Μετάφραση (από τα αγγλικά): Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος («Ορφέας», 2008): Το τρίτο (από τα 9 μέχρι στιγμής) της σειράς με ήρωα τον Harry Hole – και όχι το καλύτερο, ακόμα και με μπεστ-σελερικούς όρους μιλώντας. Παρόλο που το θέμα (από τη συμμετοχή Νορβηγών στον στρατό της ναζιστικής Γερμανίας μέχρι την άνοδο του νεοναζισμού στη σύγχρονη Ευρώπη) προσφέρεται για κολύμπι στα βαθιά, ο Νορβηγός μένει πάλι στον αφρό. Εντάξει, είναι μάστορας στις ανατροπές. Δεν περνάς άσχημα διαβάζοντάς τον, αλλά δεν σου μένει και τίποτα. (Κι αυτά χρειάζονται, θα πει κάποιος – και θα έχει δίκιο.)
Arne Dahl, Misterioso, Μετάφραση (από τα σουηδικά): Γρηγόρης Κονδύλης («Μεταίχμιο», 2012): Ο Σουηδός είναι καλύτερος από τον Νορβηγό, κι ας πουλάει λιγότερο. Και οι δύο με συνταγή γράφουν, και οι δύο είναι δουλευταράδες, αλλά τούτος εδώ είναι πιο «συγγραφέας». (Γενικό σχόλιο: προσοχή με τους Σκανδιναβούς∙ επειδή κάποιοι πουλάνε παγκοσμίως, μεταφράζονται –και θα μεταφραστούν– και σκαρταδούρες.)
Μισέλ Ουελμπέκ & Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ, Δημόσιος κίνδυνος, Μετάφραση: Λίνα Σιπητάνου («Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2010): Έξυπνοι Γάλλοι ανταλλάσουν ηλεκτρονικά μηνύματα με γαλλικές εξυπνάδες. Περιέργως, έχει την πλάκα του.
Ευγένιος Αρανίτσης, Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του θεάματος. Θέσεις πάνω στον Ντεμπόρ και την επανάσταση («Άκμων», χ.χ.): Το βρήκα σχεδόν τζάμπα σ’ ένα παζάρι και το πήρα. Το είχα διαβάσει προ Χριστού και δεν είχα καταλάβει χριστό. Τουλάχιστον τώρα κατάλαβα γιατί δεν είχα καταλάβει τότε.
Stanley Fish, How to write a sentence and how to read one (“HarperCollins e-books”): Αυτό που λέει ο τίτλος. Θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα (αν και για λόγους που δεν φαντάζονται) όσοι θυμούνται το κλασικό πλέον The elements of style του William Strunk, Jr.
Aristides Baltas, Peeling potatoes or grinding lenses. Spinoza and young Wittgenstein converse on immanence and its logic (“University of Pittsburgh Press”, 2012): Αυτό δεν είναι πρόσφατο ανάγνωσμα, αλλά όλης της χρονιάς (και έπεται συνέχεια). Το έργο ζωής του δάσκαλου. Εμμένεια. Respect!
Ελένη Κεχαγιόγλου
Tα βιβλία έχουν το προνόμιο να πολλαπλασιάζονται, σε ρυθμό που δεν καταφέρνω να παρακολουθήσω. Συνωστίζονται τα αδιάβαστα της πρόσφατης παραγωγής στο κομοδίνο, στο γραφείο, σε στοίβες σε όλο το σπίτι. Και περιμένουν χρόνο· να έρθουν, ας πούμε, οι γιορτές. Μόνο που στις γιορτές, αντί να ελαφρύνω τη συνείδησή μου διαβάζοντας ορισμένα από τα αδιάβαστα που τα ακούω κάθε λίγο να διαμαρτύρονται ή να επαπειλούν με εξέγερση, για λόγους επαγγελματικούς επέστρεψα σε διαβασμένα πριν από χρόνια, και εγνωσμένης αξίας, νεοελληνικά μυθιστορήματα, εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο στο καθένα αναπλάθεται ιστορικά η εποχή κατά την οποία διαδραματίζονται. Και διαπίστωσα, για άλλη μία φορά, πώς διαφοροποείται η ανάγνωση ανάλογα με την πρόθεσή της ή την προσδοκία της.
Ξαναδιάβασα, λοιπόν, τη Χαμοζωή (1945) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (1901-1982), το πρώτο βιβλίο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του Χαμοζωή, Αστροφεγγιά, Αιχμάλωτοι. Στην περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού, ο Ι.Μ. επιλέγει να εκδώσει «το χρονικό του παλιού καιρού» και να καταφύγει, έτσι, στο καταφύγιο ονόματι «παιδική ηλικία», λες και αναζητά 30 χρόνια μετά τη «ρίζα» του. Με λιτότητα ως προς τα εκφραστικά μέσα και γλαφυρή δημοτική γλώσσα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια λαϊκή συνοικία και αναπλάθει την ατμόσφαιρα του εργατικού και βιομηχανικού Πειραιά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αγνοεί την Ιστορία, η οποία δεν παρεισφρέει στο κείμενό του παρά μονάχα με δύο αόριστες αναφορές, και εστιάζει στη «μικρή ιστορία» μιας εποχής ασπρόμαυρης στην οποία η γειτονιά ήταν ο κόσμος ολόκληρος, το νοίκι για δυο κάμαρες 14 δραχμές, και φορείς της εξουσίας ο δάσκαλος-επίτροπος της εκκλησίας, ο παπάς και ο εργοστασιάρχης της περιοχής. Ο ώριμος εαυτός του μικρού ήρωα, η αφηγηματική φωνή, αναφωνεί «δεν είχαμε νιώσει τότες πόσες λαβωματιές πρέπει να πάρει κανείς, για να τα καταφέρει με τον καιρό και την τύχη!» Τότες, δηλαδή, που εισερχόταν στην εφηβεία με την επίγνωση ότι η ζωή του ανθρώπου καθορίζεται από τον έρωτα και το θάνατο.
Στον αντίποδα του φιλολόγου και υπουργού Πολιτισμού στην πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ο επίσης φιλόλογος, και μαχόμενος δημοτικιστής εκπαιδευτικός Κώστας Παρορίτης (Λεωνίδας Σουρέας, 1878-1931), στο τρίτο του μυθιστόρημα Ο Κόκκινος Τράγος (1924) γράφει ένα «λογοτεχνικό ντοκουμέντο», καθώς στο έργο του αναπλάθονται, βήμα προς βήμα, τα Νοεμβριανά του 1916, υπό την οπτική του σοσιαλιστή, ο οποίος δεν ταυτίζεται ούτε με τους βενιζελικούς φιλελεύθερους, ούτε με τους προσηλωμένους βασιλικούς, και ο οποίος θεωρεί παγίδα το «πατριωτικό καθήκον». Οι ήρωες του Κώστα Παρορίτη χαρακτηρίζονται συχνά από την κριτική ως «περιθωριακοί» και «λούμπεν», σε μια εκ των υστέρων ανάγνωση. Στον Κόκκινο Τράγο, ωστόσο, δεν τους βλέπω· βλέπω, ίσως, τους «αποσυνάγωγους»: τον εργάτη που τάσσεται θολά υπέρ του δικαιότερου κόσμου· τον απολυμένο δάσκαλο και τη
νεαρή δασκάλα που πεθαίνει από ασιτία (αποτέλεσμα του αποκλεισμού Αθήνας και Πειραιά από τα συμμαχικά στρατεύματα)· τον τριαντάχρονο «τελειόφοιτο» που δεν πρόκαμε να πάρει πτυχίο από πόλεμο σε πόλεμο. Πρόκειται για ένα «μυθιστόρημα με θέση» («roman à thèse» / «thesis novel»), γραμμένο πριν από την εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (που επιβλήθηκε στη Σοβιετική Ένωση διά νόμου το 1934), τότε που η ελληνική αριστερά μάθαινε τα πρώτα της βήματα.
Και από τον επίγονο της γενιάς του 1880 Παρορίτη, στον σπουδαίο της γενιάς του ’30 Κοσμά Πολίτη (Πάρις Ταβελούδης, 1888-1974), που ήταν οργανωμένος στο ΚΚΕ από το 1944, αλλά ιδρυτικό μέλος και υποψήφιος της ΕΔΑ το 1951· στον συγγραφέα που ‒αν και έγραψε μόλις πέντε μυθιστορήματα, μία συλλογή με νουβέλες, ένα θεατρικό και μερικά διηγήματα‒ συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους του 20ού. Κάθε που τον διαβάζω, εμμονικά σκέφτομαι το παιδί που έχασε στα 12 τη μητέρα του, τον ανώτερο τραπεζικό που εγκαταλείπει την τράπεζα, μένει άνεργος και βιοπορίζεται από τις μεταφράσεις, τον άντρα που έμεινε χωρίς κληρονόμους (μέρος του αρχείου του φιλοξενείται στο ΕΛΙΑ) και πέθανε στο γηροκομείο, καθώς το πάλαι ποτέ σπίτι του στο Ψυχικό το πούλησε σε μαυραγορίτη στην Κατοχή και έκτοτε του κατέθετε ενοίκιο. Το ίδιο σπίτι περιήλθε αργότερα στον δήμο όπου κι εγώ υπέγραψα επιθυμία κοινής συμβίωσης. Ο γάμος του Κοσμά Πολίτη με την αυστροουγγρικής καταγωγής αριστοκράτισσα Κλάρα Κρέσπι μάλλον δεν ευτύχησε βέβαια, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι το τελευταίο μυθιστόρημά του, ύστερα από 16 χρόνια συγγραφικής σιωπής, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας (1963), στο οποίο αναβιώνει τις παιδικές του αναμνήσεις από την «ευτυχισμένη», και ακόμη τότε ανύποπτη, «πολιτεία», τη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, για να γράψει έτσι τη βιογραφία μιας εποχής ολόκληρης — και της κοινωνίας της. Αλλά στο κεφάλαιο «Πάροδος» δίνει πράγματι τη σπαρακτικότερη ίσως περιγραφή της Καταστροφής, που ερμηνεύει και το απογοητευμένο μότο του βιβλίου: «Καταφέρανε να ’χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά».
Ξένια Κουναλάκη
Ως δημοσιογράφος είμαι ελαφρώς τσαπατσούλα, με αποτέλεσμα να μην έχω διαβάσει ένα βιβλίο στη διάρκεια των γιορτών αλλά να πετάγομαι από το ένα στο άλλο. Το βασικό λογοτεχνικό βιβλίο που διαβάζω αυτήν την περίοδο είναι το 1Q84 του Χαρούκι Μουρακάμι, το οποίο με έχει καθηλώσει γιατί εκτυλίσσεται στο Τόκιο κι έχει πάνω μου μια επήρεια ανάλογη με αυτήν της ταινίας «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφίας Κόπολα: όποτε το διαβάζω βρίσκομαι σε μια παρατεταμένη κατάσταση τζετ λαγκ, λες και μόλις έχω προσγειωθεί στο Τόκιο και προσπαθώ υπνωτισμένη να προσαρμοστώ σε μια ατμόσφαιρα τόσο εξωτική όσο ένα κόμικ επιστημονικής φαντασίας.
Επειδή ψάχνω διαρκώς ποια βιβλία ποίησης να προτείνω στην έφηβη κόρη μου ξαναδιαβάζω τα Άνθη του Κακού του Σαρλ Μποντλέρ αλλά και το Μεθυσμένο καράβι του Αρθούρου Ρεμπό. Επειδή τα γαλλικά μου είναι χαμηλού επιπέδου, προτιμώ τις δίγλωσσες εκδόσεις, που αντιπαραβάλλουν το πρωτότυπο με τη μετάφραση: σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά το πρώτο και σε μετάφραση του Στρατή Πασχάλη το δεύτερο. Μια άλλη εξαιρετική, δίγλωσση έκδοση που έπεσε στα χερια μου είναι τα Τέσσερα κουαρτέτα του Τ.Σ. Έλιοτ, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, που περιλαμβάνει εξάλλου CD στο οποίο ο ίδιος ο Έλιοτ απαγγέλλει τα ποιήματά του.
Επίσης, διάβασα ένα από αυτά τα υπέροχα μακροσκελή άρθρα του Νιου Γιόρκερ, γραμμένα πέρσι τον Απρίλιο από τον Tζόναθαν Φράντζεν, το οποίο με ένα μαγικό τρόπο συνδέει το Ροβινσώνα Κρούσο, την αυτοκτονία του Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας, την ορνιθολογία και την ιστορία του μυθιστορήματος. Αξίζει τον κόπο να το αναζητήσει κανείς στα ηλεκτρονικά αρχεία του περιοδικού.
Τέλος λόγω επαγγελματικής διαστροφής και γερμανολαγνείας διαβάζω το βιβλίο του Πέτερ Μπόφινγκερ Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ, το οποίο νομίζω ότι πρέπει να διαβάσουν κυρίως οι Γερμανοί για να πειστούν ότι τα πακέτα διάσωσης προς την Ελλάδα είναι πάνω από όλα ευεργετικά για τους ίδιους και να σταματήσουν να γκρινιάζουν.
Σάκης Κουρουζίδης
Στις ημέρες των γιορτών και λίγο πριν, έπιασα ξανά μερικά πολύ ογκώδη βιβλία που είχα αφήσει μισοτελειωμένα και μερικά… από την αρχή.
Ολοκλήρωσα, επιτέλους, το μνημειώδες βιβλίο του Κώστα Κριμπά, Δαρβινισμός και η ιστορία του έως τις μέρες μας (εκδ. Ωκεανίδα, 2009, 931 σ.). Το ογκώδες αυτό σύγγραμμα, έργο ζωής για τον συγγραφέα, που σφράγισε το «Έτος Δαρβίνου», ανέβασε στα ύψη τη σημασία τόσο του Δαρβίνου όσο και της εξελικτικής —και όχι της «θεωρίας της εξέλιξης», όπως ο ίδιος σημειώνει— καθότι «πέρασε το στάδιο της υπόθεσης ή της αμφισβήτησης» και παραπέμπει στη ρήση του Dobzhansky ότι «tίποτα δεν μπορεί να κατανοηθεί στη βιολογία αν δεν ειδωθεί από τη ματιά της εξελίξεως». Επικρίνει όσους από τη χώρα μας «επιχειρούν να αποκρύψουν την εξελικτική συμπεριφερόμενοι ως η θρυλική στρουθοκάμηλος, νομίζοντας ότι κρύβοντας στην άμμο το κεφάλι ή κλείνοντας τα μάτια εξαλείφουν τον κίνδυνο: γελοιοποιούνται και το μόνο που κατορθώνουν είναι να τοποθετούν τους Έλληνες μαθητές κοντά σε εκείνους χωρών οι οποίοι ζουν στο περιθώριο της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο σκότος των πρωτογόνων προκαταλήψεων, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και της πνευματικής άνοιας».
Άπλωσε την εξελικτική σε όλα τα πεδία της επιστήμης και της πιθανής εφαρμογής της. Από το πώς επηρέασε την εξέλιξη της βιολογίας, της γενετικής, της οντογένεσης και της εμβρυολογίας, της μορφολογίας και της ανατομίας, της ανοσολογίας και όλων των άλλων φυσικών επιστημών, έως τη συσχέτιση και τη συμβολή της με άλλα συγγενή πεδία, όπως την οικολογία, τις νευροεπιστήμες (συμπεριφορά, νόηση, ψυχολογία, ηθολογία και γνωσιακή επιστήμη), την ιστορία και την οικονομία, την κοινωνιοβιολογία, τη λογική, τη συστηματική, τις τέχνες και την επιστημολογία ευρύτερα.
Η καταγραφή της ιστορίας του Δαρβινισμού είναι ΠΛΗΡΗΣ! Χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία για ανάλογες εκδόσεις σε άλλες χώρες, πιστεύω ότι αναμφίβολα αποτελεί ένα έργο που συμβάλει στη μελέτη και καταγραφή του Δαρβινισμού και της ευρύτερης σημασίας του, σε ολόκληρο τον κόσμο. Υποθέτω ότι θα έχει ήδη μεταφραστεί σε πολλές άλλες γλώσσες!
Είναι ένα έργο που διαβάζεται, στο μεγαλύτερο μέρος του, και από μη ειδικούς, φυσικά με κάποιες απαιτήσεις κατανόησης επιστημονικών συγγραμμάτων από τον μέσο αναγνώστη. Τα 21 κεφάλαια έχουν μια σχετική αυτοτέλεια και, όπως ανέφερε ο ίδιος ο Κ.Κ., κάποια θα μπορούσαν και να παραλειφθούν από τους μη ειδικούς, χωρίς να δυσκολέψουν την συνολική κατανόηση της εξελεκτικής.
Η εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση, έχει και μια εξαντλητική παρουσίαση εικόνων, κυρίως προσωπογραφιών, που συμπληρώνουν την ανάλογης επάρκειας ιστορική παρουσίαση ενός τεράστιου αριθμού επιστημόνων που προλείαναν, στήριξαν, συμπλήρωσαν ή και επέκριναν το Δαρβινισμό.
Ο Δαρβινισμός και ο ίδιος ο Δαρβίνος πέρασαν από συμπληγάδες για να υπάρξουν και να συζητηθούν στο πεδίο του επιστημονικού διαλόγου και της ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό και θεολογικό συντηρητισμό, αλλά και τον έντονο συντηρητισμό που συνοδεύει, κυρίως τότε, και το χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων. Το πνεύμα του διαφωτισμού διευκόλυνε εν μέρει, αλλά δεν μπορούσε να προφυλάξει τους φορείς αυτών των «ανατρεπτικών» θεωριών, από το στόχαστρο της «πιθηκοφοβίας» της βικτωριανής Αγγλίας. Ο ίδιος ο Δαρβίνος «δεν άντεχε τις δημόσιες αντιπαραθέσεις».
Στην Ελλάδα υπάρχει μια πολύ καλά συγκροτημένη «σχολή» Δαρβινιστών-εξελικτικών, κυρίως στον ακαδημαϊκό χώρο. Στις κατώτερες, όμως, βαθμίδες της εκπαίδευσης, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Η εξελικτική σχεδόν απουσιάζει από τα σχολικά συγγράμματα και τις σχολικές αίθουσες. Και πρέπει να μπει. Να «πρασινίσει» όχι μόνον η ανάπτυξη αλλά και η εκπαίδευση.
Ένα δεύτερο σημαντικό βιβλίο, το οποίο… ταλαιπωρώ χρόνια, είναι Η ιστορία της αθεΐας (Ζωρζ Σαμουά, εκδ. Νάρκισσος, 2007, 816 σελίδες), που και αυτό κατάφερα να το ολοκληρώσω και να αποζημιωθώ πλήρως από τον πλούτο των πληροφοριών και των σκέψεων γύρω από το ανεξάντλητο θέμα της πίστης, των θρησκειών και της αθεΐας. Είναι μια μελέτη για τη διαχρονική εξέλιξη της αθεΐας και όχι μια απλή υπεράσπισή της.
Διακοπές χωρίς Πεσσόα δεν γίνονται. Ρούφηξα τις Σημειώσεις ενός λαθρεπιβάτη της ζωής, με τον τίτλο Πίσω από τις μάσκες, εκδ. Ροές. «Το ουσιώδες στην τέχνη είναι να εκφράζεσαι. Αυτό που εκφράζεται είναι άνευ σημασίας», λέει, ωστόσο «η σκέψη παραμένει ο καλύτερος τρόπος για να ξεφύγεις από τη σκέψη».
Η καρδιά του σκότους, του Τζόζεφ Κόνραντ (εκδ. Ερατώ) είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, κινηματογραφική μεταφορά του οποίου είναι η «Αποκάλυψη τώρα» του Φράνσις Κόπολα.
Λίγο νωρίτερα, είχα διαβάσει και απολαύσει τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Ντίνου Χριστιανόπουλου Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν…, εκδ. Ιανός.
Στο πολύ καλό περιοδικό The books’ journal, στο τεύχος του Δεκεμβρίου, ξεχώρισα, μεταξύ των πολλών άλλων κειμένων, τη συνέντευξη του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και με σύνοψη της ιστορικής έρευνας στην Ελλάδα.
Μάνος Ματσαγγάνης
Τι διάβασα στις γιορτές
Λοιπόν, έχουμε και λέμε (κατά χρονική σειρά):
* Massimo Carlotto, Respiro corto (Einaudi, 2012)
Συναρπαστικό noir μυθιστόρημα από τον δημιουργό του «Αλιγάτορα» (ιδιωτικού ντετέκτιβ στη βορειοανατολική Ιταλία, πολέμιου της νέας εγκληματικότητας των αδίστακτων μαφιόζικων οργανώσεων, με τη συνεργασία τέως αριστεριστών νυν άσσων της πληροφορικής αλλά και gentlemen του υποκόσμου), αρκετές ιστορίες του οποίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Το Respiro corto φαίνεται να εγκαινιάζει νέο κύκλο, με άλλους πρωταγωνιστές, σε άλλο τόπο: στη Μασσαλία – σταυροδρόμι μεταναστευτικών ροών, κέντρο του διεθνούς εμπορίου ναρκωτικών, πόλη των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων και πρωτεύουσα της πολιτικής διαφθοράς.
* Tony Judt, Ill fares the land (Penguin, 2010)
Παθιασμένη κριτική των αποτυχιών του νεοφιλελευθερισμού και συνηγορία υπέρ της κεϋνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης της «χρυσής τριακονταετίας» 1945-1975. Το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Βρετανού ιστορικού (καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης), εάν εξαιρέσει κανείς το εντυπωσιακό αυτοβιογραφικό The Memory Chalet. Πρόκειται για μια εκτεταμένη ανάλυση των θεμάτων που ο Judt είχε θίξει για πρώτη φορά στο θρυλικό άρθρο του «What is living and what is dead in social democracy?» στο περιοδικό The New York Review of Books τον Δεκέμβριο 2009, και το οποίο είχε δημοσιευθεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία;» στο περιοδικό The Books’ Journal (Δεκέμβριος 2010). Κυκλοφορεί και στα ελληνικά (αλλά κοστίζει αρκετά περισσότερο).
* Πέτρος Μάρκαρης, Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία (Γαβριηλίδης, 2012)
Στο τελευταίο —και καλύτερο— μέρος της «τριλογίας της κρίσης», ο Μάρκαρης μας μεταφέρει σε μια δυστοπική Ελλάδα του 2014: η χώρα έχει επιστρέψει στη δραχμή, οι συνεχείς υποτιμήσεις μειώνουν και άλλο το βιοτικό επίπεδο, επικρατεί πολιτική αστάθεια, ενώ στους δρόμους κάνουν κουμάντο οι συμμορίες της άκρας δεξιάς. Με υπόβαθρο το γενικευμένο χάος, κάποιος ή κάποιοι φαίνεται να έχουν βαλθεί να εξοντώσουν εμβληματικές φυσιογνωμίες της «γενιάς του Πολυτεχνείου»: έναν επιχειρηματία, έναν πανεπιστημιακό και έναν συνδικαλιστή, έντονα διαπλεκόμενοι και βαθειά διεφθαρμένοι και οι τρεις τους. Εν τω μεταξύ, παράλληλα τόσο με τη βασική αφηγηματική γραμμή όσο και με τη «μεγάλη ιστορία» της κρίσης, οι ήρωες του Μάρκαρη, μερικοί γνώριμοι (ο Χαρίτος, η Αδριανή, η Κατερίνα, ο Ζήσης) και μερικοί καινούριοι (τα παιδιά του Ασύλου και του internet radio της Ελπίδας), αποδεικνύουν ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες μπορεί κανείς να επιβιώνει με αξιοπρέπεια.
* Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη: η ανάπηρη δημοκρατία (Πόλις, 2011)
Διάβασα καθυστερημένα – και σχεδόν απνευστί – το εξαιρετικό αυτό βιβλίο (δείτε την παρουσίαση της Μαρίας Τοπάλη, από την οποία το δανείστηκα. Οι ανακλαστικές μεταφορές στην Ελλάδα του Μνημονίου δεν έχουν πολύ νόημα. Όμως, η εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), όπως άλλωστε και εκείνη της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-1939), δείχνουν τι μπορεί να συμβεί —και τι συνήθως συμβαίνει— όταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συνταγματική νομιμότητα διαθέτουν ασθενή υποστήριξη και αμφισβητούνται διαρκώς, όταν η υπονόμευση τους αποτελεί προγραμματικό —και ανοιχτά διακηρυγμένο— στόχο υπολογίσιμων πολιτικών δυνάμεων, και όταν η κοινή γνώμη σιγά-σιγά εξοικειώνεται με το συνδυασμό «νόμιμων» και βίαιων πρακτικών που απαιτείται για μια τέτοια υπονόμευση. Και οι δύο Δημοκρατίες του μεσοπολέμου κατέρρευσαν υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις, της πολιτικής αστάθειας που δυσφήμησε τον κοινοβουλευτισμό, της προθυμίας των γαιοκτημόνων και (κάποιων) βιομηχάνων να «χρησιμοποιήσουν» τις συμμορίες της άκρας δεξιάς, αλλά και της ιδιοποίησης παραδοσιακών αντιλήψεων περί «εθνικής αποστολής» εκ μέρους των νέων εθνοσωτήρων. Κατέρρευσαν όμως επίσης υπό το βάρος της αδυναμίας των αστών φιλελεύθερων, καθώς και εξ αιτίας της διάσπασης της αριστεράς σε ένα επαναστατικό κομμάτι (που περιφρονούσε τη Δημοκρατία και δούλευε για την ανατροπή της) και ένα μετριοπαθέστερο (αλλά επιρρεπές στον τακτικισμό και ενίοτε υπερβολικά έτοιμο να προσφύγει στην κρατική βία κατά των αντιπάλων της νομιμότητας).
* Peter Bofinger Επιστροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ (Πόλις, 2012)
Το τελευταίο βιβλίο του Γερμανού οικονομολόγου, καθηγητή στο Würzburg και μέλους του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας, απευθύνεται στο ευρύ κοινό: είναι γραμμένο απλά, αν και χωρίς καμμία έκπτωση επιστημονικότητας. Χάρη στη μετάφραση της Ελίζας Παπαδάκη, διαβάζεται και στα ελληνικά με μεγάλη ευκολία. Ο Bofinger βρίσκεται στον αντίποδα της οικονομικής ορθοδοξίας στη χώρα του (και στον υπόλοιπο κόσμο). Ως καλός κεϋνσιανός ασκεί σφοδρή κριτική στα προγράμματα λιτότητας, θυμίζοντας στους συμπατριώτες του ότι η εμμονή του καγκελαρίου Brüning (1931-1932) στη μείωση των κρατικών δαπανών αμέσως μετά το Κραχ του ’29 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας και υπερπληθωρισμό. Ως καλός Ευρωπαίος, εξηγεί στους αναγνώστες γιατί η επιβίωση του ευρώ είναι προς το συμφέρον και της Γερμανίας, και γιατί αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με οικονομική ενοποίηση, όχι μόνο νομισματική: δηλ. με στενότερη συνεργασία και στη δημοσιονομική πολιτική. Η τελευταία —σημειωτέον— θα σημαίνει και αυστηρή (όχι όμως εκδικητική) επιτήρηση των χωρών που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Μάλιστα, το σχετικό κεφάλαιο για την Ελλάδα κάνει εντύπωση για την «ακριβοδικία» του: ούτε ανέχεται τα στερεότυπα και τις υπερβολές που χαρακτηρίζουν τη δημόσια συζήτηση (και) στη Γερμανία, ούτε όμως χαρίζεται στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό από τις εγχώριες πολιτικές ελίτ (της Ελλάδας). Το βιβλίο καταλήγει με μια πειστική συνηγορία για μια καλύτερη αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ, και περισσότερη αλληλεγγύη στην Ευρώπη.
Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ελλάδα να συστρατευθούν για την ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και όταν συγκρούονται σφοδρά μεταξύ τους για το περιεχόμενο της πολιτικής που ακολουθείται;
Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ευρώπη να εργαστούν για να αλλάξει η agenda της δημόσιας πολιτικής, να αναχαιτιστεί η ύφεση και να αντιστραφεί η αυξανόμενη δυσπιστία και η αναζωπύρωση των στερεοτύπων μεταξύ των λαών της Ευρώπης;
Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά ώστε να αποφύγουμε τόσο την κατάληξη του δοκιμίου του Winkler όσο και τη δυστοπία του μυθιστορήματος του Μάρκαρη.
Αθηνά Μιχαλακέα
α) Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ, Γιατί γεννήθηκε το κράτος. Eξουσία, ιδεολογία και θεσμοί στην αυγή της νεότερης Ευρώπης, μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα επιστημονικά έργα του καθηγητή του πανεπιστημίου του Princeton, Joseph R. Strayer. Εξετάζονται οι καταβολές και ο τρόπος ανάδυσης, καθώς και η δομή του νεότερου ευρωπαϊκού κράτους. Από τον εδαφικό παράγοντα, τους πρώιμους θεσμούς και την επίδραση του χριστιανισμού και της Εκκλησίας στη δημιουργία των πρώτων ενιαίων κρατών, ως την ανάπτυξη των κρατικών υπηρεσιών και της γραφειοκρατίας, η συγκεκριμένη μελέτη μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόηση των προβλημάτων του σύγχρονου κράτους. Εντοπίζοντας τις ιδιομορφίες ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους κρατών, μπορεί να γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ορισμένα κράτη διαθέτουν περισσότερο αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης από άλλα. Σήμερα, η ύπαρξη του κράτους θεωρείται αυτονόητη, και η απαξίωσή του είναι συνεχής. Διαμαρτυρόμαστε ότι παρεμβαίνει σε παραδοσιακά «ιδιωτικές» υποθέσεις· ότι έχει υπερβολικές απαιτήσεις· ότι είναι υπερτροφικό και δυσλειτουργικό. Μας είναι όμως αδύνατον να σκεφτούμε τη ζωή μας εκτός ενός οργανωμένου κράτους. Κανείς δε ζει χωρίς κράτος, γιατί αυτό είναι που διασφαλίζει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, φέρει τις εγγυήσεις για την ασφάλεια των πολιτών, παρέχει ευκαιρίες για προσωπική ανέλιξη. Σημασία, έχει, επομένως, να κατανοήσουμε το ίδιο το κράτος και να προσπαθήσουμε να το βελτιώσουμε.
β) Ξένια Κουναλάκη, Πάσχος Μανδραβέλης, Μιχάλης Μήτσος, Τζίνα Μοσχολιού, Τάσος Παππάς, Η Βία, εκδόσεις Πόλις.
Ποια είναι τα αίτια ανόδου της Χρυσής Αυγής; Θα ήταν αποτελεσματική η απαγόρευση του κόμματος; Ισχύει τελικά η θεωρία των δύο άκρων, και πόσο αυτή έχει τελικά οδηγήσει στην άνοδο της ακροδεξιάς; Μπορούμε να αποδεχτούμε το ιδεολογικό φορτίο της βίας, ή η βία είναι πάντα φασισμός; Πόσο πλήττεται η δημοκρατία; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα προβάλλονται στο συλλογικό έργο Η Βία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Δεδομένης της εισόδου στη Βουλή και εν συνεχεία της δημοσκοπικής ανόδου της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη να μιλήσουμε ανοιχτά, ως δημοκρατικοί πολίτες, για το πώς αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και, για να προεκτείνουμε τον συλλογισμό, να ξεκαθαριστεί η σχέση της Αριστεράς με τη βία, να κατανοήσουμε πόσο το χαμηλό επίπεδο του δημοσίου διαλόγου, η ανομία και όλες οι εκφάνσεις της βίας πλήττουν τη δημοκρατία. Ένα βιβλίο διαλεκτικό κι επίκαιρο.
γ) Λέοναρντ Κοέν, Υπέροχοι απόκληροι, μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Κέδρος.
Μία από τις πλέον πρωτοποριακές δημιουργίες του Λέοναρντ Κοέν, οι Υπέροχοι απόκληροι είναι μια κλασσική ερωτική τραγωδία που συνθέτει το τρίγωνο του ανώνυμου αφηγητή, ειδήμονα μερί τη φυλή των Α____ς που κινδυνεύει με εξαφάνιση, της γυναίκας του Εντίθ, από τα τελευταία μέλη αυτής, και του φίλου τους Φ, παθιασμένου, αυτοκαταστροφικού, τολμηρού. Η πλοκή κινείται γύρω από τη Μοϊκανή αγία της Καθολικής Εκκλησίας Κάτερι Τεκακουίθα, που έζησε και έδρασε στον Καναδά τον 17ο αιώνα, καθώς οι ήρωες έλκονται με έναν παράξενο τρόπο από αυτή. Με πνευματώδη τρόπο, λεπτή ειρωνεία και παραφορά, παρακολουθούμε τους ήρωες να εξερευνούν τους εσωτερικούς τους λαβυρίνθους, να επιζητούν μανιωδώς την ηδονή και την άλλη στιγμή να υποδύονται τους αγίους. Πρόκειται για ένα κλασσικό αριστούργημα της καναδικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ένα από τα πιο πρωτοποριακά έργα της δεκαετίας του ’60, σκληρό και ευαίσθητο, βλάσφημο, διασκεδαστικό και συγκινητικό, που στην ουσία προσπαθεί να ερμηνεύσει την όσμωση της θρησκευτικής πίστης με τη σεξουαλικότητα.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, The Books Brothers
Καθώς τελείωνε το 2012, διάβασα ξενυχτώντας την βιογραφία των Pogues (κατ’ εμέ, της πιο δεμένης μπάντας στον κόσμο, αν εξαιρέσουμε, φυσικά, τους ανυπέρβλητους Band), με τον τζοϋσικό τίτλο Here Comes Everybody [Ναοκαθένας] και την υπογραφή του ακορντεονίστα των Pogues, του James Fearnley (εκδ. faber and faber). 406 σελίδες τίγκα στη μουσική, αλλά και στη λογοτεχνία. Ο Shane MacGowan διάβαζε μετά μανίας James Joyce. Αλλά και τον Τρίτο Αστυνόμο του Flann O’Brien. Επίσης, Samuel Beckett. Έπινε και διάβαζε. Διάβαζε και έπινε. Και μετά, με τον ακόμη ανεξιχνίαστο τρόπο που έχουν οι ιδιοφυίες, έγραφε σπαρακτικά τραγούδια.
Παράλληλα, άρχισα (και συνεχίζω) να διαβάζω, οπλισμένος με χαρακάκι και μολύβια για υπογραμμίσεις, τον Υπόγειο Κόσμο του Don DeLillo (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία), γοητευμένος από την σχέση του συγγραφέα με τη ζωγραφική και την εικαστική δημιουργία (μια σχέση παρούσα σχεδόν σε όλα του τα βιβλία, με τρόπο που με ιντριγκάρει). Τον Υπόγειο Κόσμο τον διαβάζω για δεύτερη φορά. Όπως τα περισσότερα βιβλία που με τρελαίνουν οδηγώντας με ταχέως σε νηφάλιο μέθη. Έχω λανσάρει άλλωστε και το σύνθημα: Άλλοι ξαναδιαβάζουν, κι άλλοι ξενοδιαβάζουν.
Διάβασα πάνω από τέσσερις, σχεδόν απανωτές, φορές το Αυτόματο, το καινούργιο βιβλίο/σύνθεση του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου. Θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τον Φεβρουάριο του 2013. Ένας εσκεμμένα παγερός λυρισμός νεύει από κάθε σελίδα του Σταθόπουλου, θέλοντας να σκεφτεί τα πώς και τα γιατί ενός νέου γραψίματος που έρχεται από πολύ παλαιά και θέλει να μας οδηγήσει σε μελλοντικούς λαβυρίνθους διατηρώντας πάντα την αρραγή σχέση με το βίωμα.
Κάθε τόσο ρίχνω βουλιμικές ματιές στον πολύτιμο τόμο Αθήνα – Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία (ένας άθλος των συγγραφέων Θανάση Γιοχάλα & Τόνιας Καφετζάκη, και των εκδόσεων Εστία). Το δίχως άλλο, θα παραμείνει στο γραφείο μου, ένα βιβλίο που θα συμβουλεύομαι, και θα το γλεντάω, όλο το 2013.
Περιμένουν ανυπόμονα ο David Foster Wallace και ο τόμος δοκιμίων Both Flesh and Not (εκδ. Penguin), το πόνημα του Δασκάλου Δ. Ν. Μαρωνίτη 24+2 Ιλιαδικές Παρομοιώσεις (εκδ. Άγρα), και κάτι πονηρές ντάνες με νουάρ και άλλες ωραίες ωραιότητες και ξεγυρισμένες ξεφτίλες.
Κι εκεί που κάπως έστρωνα ένα πρόγραμμα για τα διαβάσματά μου στους επόμενους μήνες, μαθαίνω, και απογειώνομαι, ότι εντός του 2013, μάλλον το φθινόπωρο, θα κυκλοφορήσει το όγδοο (μετά τα: V, Η Συλλογή των 49 στο σφυρί, Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Vineland, Mason & Dixon, Ενάντια στη Μέρα, και Έμφυτο Ελάττωμα) μυθιστόρημα του Thomas Pynchon! Αυτό, συν οι φήμες ότι ο Αρανίτσης ολοκλήρωσε και παραδίδει για έκδοση το πολυαναμενόμενο Τι Δεν Θα Άλλαζε Αν Άλλαζαν Όλα, με κάνει να σκέφτομαι εκείνη την παροιμία που λέει – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Τάκης Πατσάκης: «Το πιστεύω μας» μέσα στο μπαουλοντίβανο
Ηταν που λέτε, αρχές του ’80.
Το λαϊκό πολιτικό κλίμα εκείνη την περίοδο, η μόδα πρόσταζε να είναι «σφόδρα αντιχουντικό».
Κοντοζύγωναν λοιπόν γιορτές (καλή ώρα) και σε μία ετήσια «επιχείρηση σκούπα» στο σπίτι, μέσα σε ένα μπαουλοντίβνο, ανάμεσα σε διάφορα ατάκτως εριμμένα κατσίμπρελα, ξάφνου πέφτει το μάτι μου σε ένα βιβλίο, που το εξώφυλλο του κοσμούσε μία γνώριμη σε μένα (και όχι μόνο) φιγούρα.
Αμήχανος, αρχικά, πιάνω στα χέρια μου το βιβλίο και ρωτάω τη μάνα μου:
— Τι είναι τούτο ρε μάνα;
— Ο Παπαδόπουλος δεν είναι; μου απαντά ατάραχα.
— Το βλέπω, της απαντώ, πώς βρέθηκε εδώ είναι το θέμα…
— Α… Καθαρίζαμε τις προάλλες στης Θείας Δέσποινας, το είδα και το πήρα!
Χέρι με χέρι πέρασε, λοιπόν, και στα δικά μου χέρια όπως έγραψε στο γνωστό του ποίημα ο «Κόλιας»…
Μέρες περίεργες, δύσκολες μα και γιορτινές —ό,τι σημαίνει αυτό για τον καθένα— τριαντατόσα χρόνια μετά, κι ενώ τακτοποιούσα τη βιβλιοθήκη μου, να σου πάλι μπρος μου το γνωστό βιβλίο.
Ωρα για τσιγάρο, σκέφτηκα, και το άνοιξα.
Μην ξεχνάτε όμως, κύριοι, ότι ευρισκόμεθα προ ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί της χειρουργικής κλίνης, και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέσει κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως διά της ναρκώσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει πιθανότης αντί της εγχειρήσεως να του χαρίσει την αποκατάστασιν της υγείας, να τον οδηγήσει εις θάνατον.
Οσο για τον χρόνο της ανάρρωσης: Είναι κάτι το οποίον εξαρτάται από την βαρύτητα του ασθενούς, την οποίαν αυτήν την στιγμή δεν θα ημπορούσα να είπω ότι γνωρίζω.
Δεν γνώριζε λοιπόν ο ρήτωρ ορθοπεδικός (και μετέπειτα λογοτέχνης, Πρόεδρος, Υπουργός πολλών χαρτοφυλακίων, Καρδινάλιος και ό,τι άλλο βρήκε μπροστά του σε άυλους τίτλους) τι είχε ο ασθενής, βάση των γραφομένων και λεγομένων του πάντα, εν τούτοις όμως προχώρησε ακάθεκτος στην θεραπεία, κάτι που εντυπωσίασε ακόμα και τους διανοητές της εποχής, (π.χ. της Ακαδημίας Αθηνών) σε τέτοιο βαθμό, που χρόνια ολόκληρα δεν τόλμησαν να αρθρώσουν λέξη κατά του θεράποντος και της θεωριτικοπρακτικής εφεύρεσης του που συνοψιζόταν πάνω κάτω στην λογική: «Ε…Δεν μπορεί …κάτι θα ’χεις… Μα ιλαρά θες, μα κοκκύτη, μα ίκτερο… Εκανε τον ασθενή ανάγλυφο 3D από τον πολύ γύψο και ησύχασε κι αυτός, ησύχασε ο ασθενής, ησύχασε και η πλάση όλη, μέχρι που η χούντα σκόνταψε το ’73 στις πλατείες του 2011 και έπεσε τελικώς φαρδιά πλατιά το ’74.
Αλλά μη νομίζετε…
Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να εντυπωσιάζει ο τότε «Ασκληπιός», βρίσκοντας μιμητές, νοσταλγούς και ό,τι άλλο. Προσθέστε το εσείς…
Το τετράτομο πόνημα-έπος» προλογίζει ο Γεώργιος Γεωργαλάς. Εκφωνητής του ΔΣΕ στην Ουγγαρία, επι εμφυλίου, «υπουργός-αγρότης» τις ημέρες δόξης της «επαναστάσεως» και συντάκτης σήμερα του (ακόμα;) απλήρωτου Καμένου ιδεολογικού μανιφέστου, που μπορεί μεν να μην πολυφτούρησε στα χέρια εκείνων για τους οποίους αναπαλαιώθηκε (λόγω εκτάκτου εκποίησης «εμπορεύματος») αναγνωρίστηκε όμως από την όψη του σπαθιού την τρομερή, και τον έτερο Καππαδοκαίο με τα τρομερά χρυσά μωρά του!
Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν πίσω στο ανάγνωσμά μας.Προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου: Προς Θεού, απαλλάξατε τα νέα παιδιά από την κρίσιν που διέρχονται μεταφερόμενα από την διδασκαλίαν της φυσικής εις την διδασκαλίαν των θρησκευτικών.
Κάπως έτσι (σκέφτηκα) κατέληξε ως «επιστημονικά ορθή» η θεωρία του «κρίνου» με την φυσική ανακολουθία του Exelon, κατά τον μέγα ποιμενάρχη Πειραιώς.
Στους επιστήμονες του «Δημόκριτου»: Δυστυχώς, κύριοι, δεν επιτρέπεται εξ ανθρωπισμού να λύσωμεν το πρόβλημα διά προσευχής προς τον Υψιστον, ίνα παρέμβει να απαλλάξει τους νεώτερους ημών των πρεσβυτέρων. Θα ήτο απάνθρωπον να αναθέσωμεν και αυτήν την ευθύνην της λύσεως του προβλήματος εις τον Υψιστον.
Εδώ πλέον άρχισε να σκοτεινιάζει το σύμπαν, να χλομιάζει ο Hawkins και να χαροπαλεύει ο Ύψιστος ο ίδιος με τα κενά αέρος της θεωρίας του μεταστάντος… Ανεργος λοιπόν κι ο Ύψιστος καθότι ο συγγραφεύς, αν και θεοσεβούμενος, είχε όπως φαίνεται και τις επιφυλάξεις του γύρω από την ικανότητά του στο να καταπιάνεται με τα πάντα, του την βγήκε όμως και ανθρωπιστικά, καλού κακού, ποτέ δεν ξέρεις…
Πάντως να ξέρετε (και αμαρτία εξομολογουμένη…) εγώ πέρασα γιορτές ανέμελες και χαρωπές, γεμάτες παιδική ξεγνοιασιά χάρις σ’ αυτή τη βιβλιοεπιλογή μου, άσε που μου δημιουργήθηκε και μία θεμελιακή απορία: Αραγε, ποιος νοσηρός νους εφεύρε το μπαουλοντίβανο;
Μάριος Σπηλιόπουλος
Οι διακοπές των Χριστουγέννων για τους απανταχού Έλληνες δασκάλους είναι δεκαπέντε μέρες αργίας απ’ τα διδακτικά καθήκοντα, δηλαδή, φαινομενικά, άφθονος ελεύθερος χρόνος. Είναι χρόνος διαβάσματος, περισυλλογής, ενδοσκόπησης, απολογισμού απωλειών. Για μένα, είναι ο χρόνος ο Μικρός και ο Μέγας, που ποτέ δε μου φτάνει και πάντα μου περισσεύει. Στον τομέα του διαβάσματος, συνήθως προσπαθώ να ολοκληρώσω τα μισοτελειωμένα βιβλία της παρελθούσης χρονιάς και ποτέ μέχρι σήμερα δεν το έχω κατορθώσει.

Φέτος είπα να είμαι χαλαρός, να κάνω ό,τι μου καπνίσει. Ξαναδιάβασα λοιπόν για πολλοστή φορά το εμβληματικό έργο του Νίκου Καχτίτση Ο Εξώστης, στη νέα έκδοσή του από την «Κίχλη». Με επιμέλεια της εκδότριας Γιώτας Κριτσέλη και του Βίκτωρα Καμχή και με επίμετρο Γ. Δημητράκη, Γ. Κριτσέλη, Β. Καμχή, διανθισμένο με τα υπέροχα σχέδια της Εύης Τσακνιά. Μια οπτική (object d’ art) και αναγνωστική εμπειρία, ένα βιβλίο αναφοράς, ένα κρυπτικό κείμενο που αποκαλύπτει αποσιωπώντας τον δυτικό άνθρωπο σε κρίση στη μεταμοντέρνα συνθήκη του 2ου μισού του 20ού αιώνα. Μετά από αυτή την αναγνωστική απόλαυση, τοποθέτησα τον Εξώστη της «Κίχλης» στη βιβλιοθήκη μου, δίπλα στον Εξώστη της «Στιγμής» του 1985, ως φόρο τιμής στον Αιμίλιο Καλιακάτσο που μου σύστησε, αρκετά πρώιμα, το μοναδικό συγγραφικό σύμπαν του Νίκου Καχτίτση.
Εν παραλλήλω, εις μνήμην του εκλιπόντος φίλου και συναδέλφου στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Μίμη Σουλιώτη (έφυγε στις 26/11/2012), που «φρόντιζε» τα γράμματα και τις τέχνες στη Φλώρινα, διάβαζα κάθε βράδυ προτού κοιμηθώ την τελευταία του ποιητική συλλογή Κύπρον, ιν ντηντ (Μεταίχμιο, 2011). Ακόμα, έχοντας στη βιβλιοθήκη μου σχεδόν όλο το συγγραφικό του έργο, κυρίως ποιητικό (που το ανακάλυψα γύρω στο 1978 από τα «ΤΡΑΜάκια» στη Θεσσαλονίκη), διάβαζα κατά τη διάρκεια της μέρας κάτι από τη Σβούρα («Τραμ», 1972), από τη Βαθιά επιφάνεια («Κέδρος», 1992), από τα Υγρά («Ερμής», 2000) και από τα Αβγά Μάταια («Ερμής», 1998). Ο ανελέητος αυτοσαρκασμός του και το λαμπερό χιούμορ του, σε συνδυασμό με τη βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας και των τοπικών ιδιωματισμών της, δημιούργησαν ένα εκρηκτκό και σπάνιο ποιητικό μείγμα.
Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ο ποιητής της καρδιάς μου και όταν τον γνώρισα, το 2006, επαλήθευσε και σαν άνθρωπος τις προσδοκίες μου. Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, Μίμη, γιατί εδώ κάτω είναι όλα «Αβγά Μάταια».
Ελίνα Τραϊφόρου
Rumi, The book of love
Τελευταία διαβάζω αποκλειστικά ποίηση. Γιατί αισθάνομαι ότι την έχω ανάγκη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή γραφής. Ίσως και για να αντισταθμίσω έτσι την πεζότητα των καιρών.
Παραδόξως δεν είχα διαβάσει ποτέ μου Rumi, μόνο αποσπασματικά, σαν ρήσεις. Ήθελα να διαβάσω για την αγάπη και σκέφτηκα να το παραγείλλω στα αγγλικά, με τη σκέψη ότι μπορεί να διαβαστεί εύκολα λόγω της απλότητας των λέξεων.
Το βιβλίο καινούριο αλλά παλιάς κοπής χαρτιού, θυμήθηκα όταν ήμουν μικρή, τις μέρες που με λαχτάρα ανοίγα τις σελίδες με το μαχαίρι.
Έφευγα για Μόναχο και το πήρα μαζί μου. Στη διαδρομή κατάφερα να το ξεφυλλίσω, αλλά αποκοιμήθηκα. Στην επίσκεψή μου στο Μόναχο ήταν πάντα στην τσάντα μου, κοιμόταν γαλήνια και περίμενε να το σκουντήξω για να μου αποκαλύψει τα μυστικά των στίχων του. Εξάλλου ο διάλογος μεταξύ βιβλίου και αναγνώστη θέλει την ώρα του, οι εξομολογήσεις μεταξύ φίλων γίνονται σε κατάλληλους χώρους όπως σε αχνό φωτισμό. Και ο Rumi θέλει να μου μιλήσει δίπλα στο μαξιλάρι ψιθυριστά και αποκλειστικά σε μένα, όχι με συγγενείς περπατώντας και βαριανασαίνοντας για το κοντινότερο καφέ του Μονάχου.
Η θεία μου μάλλον το κατάλαβε και μου είπε πως στην τσάντα ο Rumi βαραίνει, άφησέ τον στον σπίτι, τι τον κουβαλάς άδικα και τον παιδεύεις τον άνθρωπο; Αισθάνομαι άσχημα για τον Rumi γιατί, από την βιασύνη μου για τα αξιοθέατα, τον άφησα πάνω στο κομοδίνο του σαλονιού της θείας μου. Και ήμουν πάντα τόσο κουρασμένη μετά από τις περιπλανήσεις που έπεφτα κατευθείαν για ύπνο. Κι όσο περνούσαν οι μέρες περπατούσα στην πόλη, στους κήπους, τα στενά της και ξεχάστηκα. Τόσο που, όταν μάζεψα τα πράγματα για να γυρίσω πίσω, άφησα τον Rumi μοναχό στο Μόναχο. Κι η θεία μου δεν ξέρει καλά αγγλικά για να του κάνει παρέα. Το κατάλαβα το λάθος μου στην επιστροφή και στενοχωρήθηκα. Έτσι κάνουν οι φίλοι των βιβλίων; Και πότε θα τον ξαναδώ τώρα;
Μπήκα στο ίντερνετ πριν μερικές μέρες να ξαναπαραγείλλω το βιβλίο μήπως αναθερμανθεί η σχέση μας. Στην ιστοσελίδα μπορούσες να δεις ενδεκτικά λίγο από το βιβλίο. Στάθηκα στο πρώτο ποιημα:
Excuse my wandering
How can one be orderly with this?
It’s like counting leaves in a garden,
along with the song notes of partridges
and crows. Sometimes organization
and computation become absurd.
Συγνώμη που περιπλανήθηκα
Πως μπορεί κάποιος να είναι μεθοδικός
με όλα τούτα;
Είναι σαν να μετράς φύλλα σε κήπο
μαζί με τα τραγούδια πέρδικας
και κορακιών.
Μερικές φορές η οργάνωση και ο υπολογισμός
καταλήγουν στο άτοπο.
Μου κλείνει το μάτι και με δουλεύει ο Rumi που χάθηκα στην πολυχρωμία του τοπίου, σκέφτηκα. Δεν κρατάει κακία. Θα ξανασυναντηθούμε σύντομα, έχουμε πολλά να πούμε.
Εύη Τσακνιά
Ξεκινώ από το πιο ξεχωριστό: Η αδερφή μου, του Σταύρου Ζουμπουλάκη (Πόλις).
Από το εξώφυλλο ήδη καταλαβαίνεις. Ένα βιβλίο ξεκάθαρο, διάφανο και στιλπνό σαν καθρέφτης. Τι να την κάνεις τη μυθοπλασία, δεν μπορείς παρά να αναρρωτηθείς διαβάζοντάς το, όταν η ζωή η ίδια είναι αυτή που κλέβει την παράσταση;
«Η αρρώστια», υπογραμμίζει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του πιο υγιούς βιβλίου που έχω διαβάζει, «θέτει με τον οξύτερο τρόπο το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς».
Ακολουθεί το τέρας: Το Τέρας έρχεται, λοιπόν, στο βιβλίο του Πάτρικ Νες (Πατάκης) και συμπτωματικά, μιλάει κι αυτό για τον πόνο, την αρρώστια και το επικείμενο τέλος του νέου γονιού, αλλά και την απαραίτητη διαφυγή στη φαντασία και την αγάπη που έρχεται σαν βάλσαμο να απαλύνει τις πληγές του έφηβου ήρωα που τα ζει.
Σκληρό, θαρραλέο, συγκινητικό αλλά καθόλου μελό, με μια εκπληκτική εικονογράφηση του Τζιμ Κέϊ.
Σε άλλο κλίμα τώρα, τα 71 mini Cuentos, Ανθολογία Ισπανόφωνου μικροδιηγήματος, δίγλωσση έκδοση, σε επιμέλεια Κ. Παλαιολόγου (εκδ.Σιδέρη). Μια πολύ καλή επιλογή δυνατών και πρωτότυπων μικροδιηγημάτων που διαβάζονται μονορούφι. Μερικά μάλιστα σε μέγεθος καρφίτσας και ειδικό βάρος ομηρικού έπους, όπως μόνο οι Λατινοαμερικάνοι, που κατέχουν τα μυστικά της συμπύκνωσης και της διαστολής του χώρου και του χρόνου, ξέρουν να αποδώσουν.
Μια που είπα για χώρο και χρόνο, θα αναφέρω δυό λίγο-πολύ σχετικά, πολύ καλά βιβλία που κυκλοφορούν εδώ και κανένα δίμηνο στο κομοδίνο μου, τα οποία δεν τέλειωσα, ομολογώ, αλλά διάβασα με μεγάλη απόλαυση αποσπάσματά τους, σφήνα, ανάμεσα στα παραπάνω γιορτινά διαβάσματα. Επιβεβλημένη παράκαμψη, λόγω αλλαγής του χρόνου με το συνακόλουθο στρες και άμεση ανακούφιση των συμπτωμάτων διαβάζοντας τα κατάλληλα αποσπάσματα. Πρόκειται για Το σύμπαν των εγκεφάλων, του Γιώργου. Χ. Παπαδόπουλου και του Ηλία. Δ.
Κούβελα (Univercity Studio Press), νευροεπιστήμονες κι οι δύο που εξερευνούν τον κόσμο με τα μάτια της επιστήμης τους, και για το Μιλώντας για το σύμπαν στα εγγόνια μου, του Hubert Reeves (Πατάκης). Έτσι, χώθηκα κι εγώ για λίγο ανάμεσα στα εγγόνια του cyber-παππού, για ένα μικρό tour στο διάστημα.
Ε, την τελευταία μέρα των γιορτών πια, η αναγνώστρια αναπαύθηκε. Αγόρασε απ’το περίπτερο τα Κλασσικά Ντίσνεϊ (τεύχος 236), όπως θέλει η παράδοση τέτοιες μέρες, και βυθίστηκε στο σπάνιο αφιέρωμα «Μεγάλες Κατακτήσεις», αναφορά, όχι μόνο στη χρυσή εποχή του Κλοντάϊκ, αλλά και στις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του θείου Σκρούτζ!
Καλή Χρονιά.
Γιώργος Τσακνιάς
Εγώ δεν ακούω μουσική. Αλλά όταν ακούω, ακούω Μπαχ. Η φράση αυτή προέρχεται από ένα κομμάτι (ηχητικό κολάζ, μάλλον, παρά τραγούδι) του Μιχάλη Σιγανίδη. Τη θυμήθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι, ενώ τελευταία διαβάζω λιγότερο απ’ ό,τι παλιά, κάπως αποσπασματικά και πάντως αποφεύγω τα θεωρητικά κείμενα και το δοκίμιο γενικώς, ξαφνικά μέσα στις γιορτές κάτι με έπιασε και διάβασα καπάκι δύο (2) βιβλία περί Ευρώπης, ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κ.λπ. Τι να πω, έπαθα ευρωπαϊσμό. Έχω μάλιστα την τρομαχτική υποψία ότι δεν αποκλείεται να είμαι ήδη στο τελικό του στάδιο, να πάσχω δηλαδή από κάναν ανίατο φεντεραλισμό — μακριά από μας. (Ευτυχώς, μετά το πέρας των εορτών, ξαναπήγα στο γήπεδο να δω την ΑΕΚ για να θυμηθώ το περίφημο κάλλιο το τούρκικο σαρίκι παρά την παπική τιάρα μπας και γιάνω).
Πρόκειται για τα εξής (με σειρά ανάγνωσης): Ξύπνα Ευρώπη! Ένα μανιφέστο για μια άλλη Ευρώπη, των Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και Γκι Βέρχοφσαντ (μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Μεταίχμιο 2012) και Για ένα σύνταγμα της Ευρώπης, του Γιούργκεν Χάμπερμας (μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 2012). Τα δυο βιβλία διαφέρουν όχι μόνο στην προσέγγιση αλλά και στη γραφή, μάλλον και στον στόχο τους. Ο Χάμπερμας είναι πιο βαθύς και αναλυτικός, πιο πολιτικός. Και πιο μεθοδικός. Εξετάζει με γερμανικό σχολαστικισμό τις έννοιες της κυριαρχίας (λαϊκής και εθνικής), της δημοκρατίας, της νομιμοποίησης, του δικαίου κ.λπ. για να περιγράψει τα στάδια και τις μεθόδους της πολιτικής ενοποίησης. Οι Κον-Μπεντίτ και Βέρχοφσταντ, αυτό που χάνουν σε εις βάθος ανάλυση, το κερδίζουν σε αμεσότητα (εξάλλου το δικό τους βιβλίο προέκυψε από συνέντευξη, με τη μορφή διαλόγου) αλλά και σε ενθουσιασμό (σχεδόν παιδικό, σε κάποια
σημεία). Ο υπότιτλος «μανιφέστο» αιτιολογείται ακριβώς από αυτή τη ζωντάνια με την οποία περιγράφουν το όραμά τους για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία και όχι μια διακυβερνητική ένωση. Η αισθητή απουσία της συζήτησης για τα πολιτικά υποκείμενα που θα πραγματοποιήσουν το όραμα αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή: δύο οπαδοί της ομοσπονδιοποίησης, ο ένας αριστερός και ο άλλος δεξιός, περιγράφουν τον στόχο της ομοσπονδιακής Ευρώπης και αρκετές από τις πτυχές του από τεχνική άποψη, αφήνοντας σκόπιμα εκτός συζήτησης τις πολιτικές διαφορές (συνεπώς και τον δρόμο από τον οποίο ο καθένας θα φτάσει στον στόχο), χωρίς να αρνούνται βέβαια την ύπαρξή τους.
Λιώνοντας από τον πυρετό (σύμπτωμα αυτού του οξύτατου ευρωπαϊσμού που τσίμπησα ξαφνικά, χρονιάρες μέρες), και αδυνατώντας να συγκεντρωθώ (διάβαζα ένα διήγημα εδώ, ένα ποίημα εκεί, ένα άρθρο παραπέρα), είπα να καταφύγω σε μια δοκιμασμένη θεραπεία: να διαβάσω —ή, μάλλον, να ξεφυλλίσω, με τρόπο εντελώς τυχαίο— κάνα λεξικό. Έπιασα λοιπόν ένα λεξικό στην τύχη, από το κομοδίνο μου, όπου βρισκόταν εντελώς τυχαία (έτυχε, δηλαδή), το άνοιξα στη σελίδα 621 και διάβασα: Στον σημερινό, χωρίς αισθησιασμό, κόσμο μας, το σώμα που γίνεται εξωπραγματικό μέσα στην κενότητα μιας φωτο-μοντελικής αναπαράστασης, χάνει την ουσία του, την ενέργειά του, τη ζωτικότητά του. Χάνοντας, έτσι, τον πλούτο της η μεταμοντέρνα σεξουαλικότητα που λογοκρίνει τις φυσικές σωματικές μυρωδιές, κληρονομεί την πλατωνική περιφρόνηση μιας «χαμέρπειας» που οδηγεί στην ακαθαρσία, καθώς και σε έναν χριστιανικό λόγο που απωθεί τις οσμές του σώματος ως μιαρές. Γύρισα το βιβλίο και κοίταξα το εξώφυλλο: Λεξικό της πορονογραφίας, διεύθυνση: Φιλίπ ντι Φολκό (μετάφραση Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις Καλέντη 2012). Το έκλεισα τρομοκρατημένος. Δεν μου έφτανε ο ευρωπαϊσμός, ώρες είναι να κολλήσω και καμιά χαμέρπεια, σκέφτηκα. Ή κάναν χριστιανισμό.
Reblogged this on mariouthki.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!