ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο Ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς καὶ ἄλλες ἀφηγήσεις του Κάρολου Τσίζεκ, με ανέκδοτα έως σήμερα κείμενα, που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες από τις εκδόσεις «Κίχλη».
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΤΣΙΖΕΚ, ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε το 1922 στην πόλη Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς που κατάγονταν από τη νότια Βοημία. Το 1929 η οικογένεια Τσίζεκ εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Κάρολος φοίτησε στο Ιταλικό Σχολείο. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και αργότερα ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία στο ΑΠΘ, όπου δίδαξε στο ιταλικό τμήμα (1961-1988). Το 1940 γνωρίστηκε με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και υπήρξε βασικός συνεργάτης του ιστορικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης Κοχλίας (1945-1948). Η συνεργασία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στην τυποτεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) αρχικά και των Εκδόσεων της Διαγωνίου λίγο αργότερα (1962-1998), υπήρξε η απαρχή μιας λαμπρής πορείας στον σχεδιασμό και την επιμέλεια εκδόσεων. Το 1987 απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Tο 2002 βραβεύτηκε από το τσεχικό κράτος για το μεταφραστικό του έργο, ενώ το 2004 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του ιταλικού τμήματος του ΑΠΘ. Το 2005 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Στίχοι έρωτα και αγάπης (εκδ. Μπιλιέτο).

Η έκδοση του βιβλίου του Κάρολου Τσίζεκ Ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς και άλλες αφηγήσεις από τις εκδόσεις «Κίχλη» (με επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη και με επίμετρο του Αλέξη Ζήρα) αποτελεί εκδοτικό γεγονός: πρόκειται για το έργο ενός συγγραφέα, καλλιτέχνη και μεταφραστή (από τα τσεχικά και τα ιταλικά) που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση των ελληνικών εκδόσεων, καθώς επί χρόνια εργάστηκε ως καλλιτεχνικός επιμελητής (επιμελητής εκδόσεων) — και ως εκ τούτου βίωσε τη θυελλώδη σχέση συγγραφέα-επιμελητή. Στην περίπτωσή του, μάλιστα, ο Νίκος Καχτίτσης έγραψε ολόκληρο βιβλίο, που το κυκλοφόρησε ιδίοις αναλώμασι, προκειμένου να αφηγηθεί εν θερμώ την αγωνία του συγγραφέα που αισθάνεται ότι το έργο του βρίσκεται πια στα χέρια του επιμελητή του, εν προκειμένω του Κάρολου Τσίζεκ. Το πεζογράφημα εκείνο είχε τον εύγλωττο τίτλο Η περιπέτεια ενός βιβλίου (Μόντρεαλ, Ιούνιος 1965 — αλλά τυπωμένο στον Πύργο Ηλείας, με επιμέλεια Γιώργη Παυλόπουλου), αναφερόταν στο μυθιστόρημά του Εξώστης (Δεκέμβριος 1964· «Κίχλη» 2012), και σήμερα —γεγονός που πιστώνεται στον επιμελητή Τσίζεκ— διαβάζεται μάλλον ως βιωματική αφήγηση, ως μαρτυρία, του συγγραφικού «τραύματος αποχωρισμού». Πάντως, η έκδοση των ανέκδοτων αφηγημάτων του Τσίζεκ δίνει στον αναγνώστη του 21ου αιώνα την ευκαιρία να ακούσει την ενδιαφέρουσα συγγραφική φωνή ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στις τυπωμένες λέξεις, που άφησε το στίγμα του στα γράμματα του ελληνικού 20ού αιώνα. Ευχαριστούμε θερμά τη Γιώτα Κριτσέλη και τις εκδόσεις «Κίχλη», εκδόσεις που αξιοποιούν την τυπογραφική παράδοση και εκδίδουν βιβλία-κοσμήματα, που μας δίνουν τη χαρά της προδημοσίευσης μέρους του αφηγήματος που τιτλοφορεί τη συλλογή. [dim/art]

Τα αφηγήματα του Κάρολου Τσίζεκ χωρίζονται σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες. Στην πρώτη, που εκπροσωπείται από τη «Λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» και από τον «Θείο Τσάις», η αναζήτηση του χαμένου χρόνου της παιδικής και της νεανικής ηλικίας του συγγραφέα διαπλέκεται άρρηκτα με την ιστορία της μεσοπολεμικής και κατοχικής Θεσσαλονίκης, καθώς ο αφηγητής ανασύρει από το βασίλειο της λήθης το χαμένο παρελθόν μιας πόλης πολυεθνοτικής, ποικιλόχρωμης, που σφύζει από ζωή. Στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία εντάσσονται τα υπόλοιπα αφηγήματα, παρακολουθούμε τη σταδιακή διαμόρφωση της υβριδικής ταυτότητας του συγγραφέα: τσεχικής καταγωγής, με ιταλική και ελληνική παιδεία, μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, μοιρασμένος ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, ο Τσίζεκ βιώνει την ετερότητα χωρίς αγκυλώσεις, με κριτική διάθεση και χιούμορ.
Η μνήμη, στις δύο μορφές της, την ατομική και τη συλλογική, καθορίζει την αφηγηματική τεχνική και το ύφος του βιβλίου. Οι παλινδρομήσεις της, οι αλλεπάλληλοι συνειρμοί και οι συνεχείς παρεκβάσεις δημιουργούν μια θραυσματική, ρευστή, άκρως γοητευτική αφήγηση, που δανείζεται τους τρόπους άλλοτε της νεωτερικής αυτοβιογραφίας, άλλοτε του χρονικού και άλλοτε του δοκιμίου.
[από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]
Η ροή της αφήγησης του Τσίζεκ μπορεί να μοιάζει συνεχής, αλλά, αν την προσέξουμε, είναι διακεκομμένη. Ενώ προχωρά, έρχονται και κολλούν η μία εικόνα μετά την άλλη, το ένα περιστατικό μετά το άλλο, ενίοτε με αναστροφές, με πίσω μπρος, με μικρές και μεγάλες παρεκβάσεις, και, κυρίως, με ένα ανακάτεμα των χρόνων, με την ενεργοποίηση των συνειρμών, που ο συγγραφέας τους αφήνει να τον τραβήξουν κάπου αλλού. Έτσι, η αφήγησή του μοιάζει περισσότερο με ψηφιδωτό ή με κολάζ ή με αυτοσχέδιο παραμύθι που τα μέρη του, παρά τη ρεαλιστική τους σχηματοποίηση, δεν είναι συμπαγή.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
* * *

Ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς
ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΛΙΜΝΗ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀργοπεθαίνει, χαίρομαι γιατὶ κάποτε πῆγα στὶς ὄχθες της καὶ βούτηξα στὰ νερά της τὰ γυμνά μου πόδια, κι ἂς γέμισαν ἀμέσως βδέλλες. Καὶ ἀναρωτιέμαι πόσοι εἶναι σήμερα οἱ Θεσσαλονικεῖς ποὺ θυμοῦνται τὴ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς καὶ τὸν βάλτο ποὺ σχημάτιζε ὁ ποταμὸς Ἀνθεμούντας, ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Γαλάτιστας μέχρι περίπου τὸ σημερινὸ ἀεροδρόμιο, δίπλα στὸ ὁποῖο τὰ λιγοστὰ νερά του χύνονταν στὸν Θερμαϊκό. Γιατὶ πέρασαν περίπου ἑξήντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισή τους.
Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ πόλη, στὴν πολύπλευρη ἀνάπτυξή της, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν παλιὸ καί, παρ’ ὅλες τὶς μεγάλες ἀντιθέσεις, ὡραῖο ἑαυτό της, ἔχασε καὶ τὸ πρασινωπό, εὐωδιαστὸ κύμα, πού, ἂν ἤσουν τυχερός, μπορεῖ νὰ ἔφτανε ὣς τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ σου. Ὡστόσο, ἀπ’ τὴν ὄμορφη αὐτὴ Θεσσαλονίκη, μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ σειρὰ τῶν ἐπαύλεων ποὺ πλαισίωναν τὴ λεωφόρο Βασιλίσσης Ὄλγας, μέσα σὲ κήπους ποὺ οἱ μισοί, τῆς νότιας πλευρᾶς, εἶχαν πρόσβαση στὴ θάλασσα, δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ ἄσχημες ὄψεις: τὸ δυσάρεστο κλίμα, ὁ βαρδάρης, ἡ σκόνη, οἱ ρεματιές, τὰ κουνούπια καὶ οἱ κοριοί, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε τοὺς τενεκὲ-μαχαλάδες, ὅπως ὁ ἑβραϊκὸς «151», ποὺ βρισκόταν περίπου στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Σχολῆς Εὐκλείδη. Ὄχι μακριὰ ἀπ’ αὐτὸν διατηροῦνταν, μέχρι σχετικὰ πρόσφατα, τὸ κτίριο τοῦ ἑβραϊκοῦ φτωχοκομείου, μὲ τὸ ἄστρο τοῦ Δαβὶδ στὸ ἀέτωμα τῆς πρόσοψης. Στὴν πόλη ὑπῆρχαν μερικοὶ πάμπλουτοι Ἑβραῖοι, ἀρκετοὶ πλούσιοι καὶ πολλοὶ εὐκατάστατοι. Ὅμως τὴ μεγάλη πλειοψηφία, καὶ ὄχι μόνο τοῦ ἑβραϊκοῦ πληθυσμοῦ της, τὴν ἀποτελοῦσε ἡ φτωχολογιά. Ἕνα λαϊκὸ ἱσπανοεβραϊκὸ τραγούδι τοῦ Μεσοπολέμου ποὺ ἄρχιζε:
Σὲς ντραχμὲς ἂλ ντία τόμο
ἰὰ τὲ πουέδο μαντενὲρ
κὲ τοὺ σὸς νίνια ντὲ μπάλντες,
ἀμάν, ἀμάν…
σὲ ἐλεύθερη μετάφραση ἔλεγε:
Ἕξι δραχμὲς τὴ μέρα παίρνω
καὶ εἶμαι σὲ θέση νὰ σὲ συντηρήσω
γιατὶ εἶσαι ἀνέξοδο κορίτσι,
στὴ μάνα σου θὰ πάω νὰ σὲ ζητήσω.
Καθὼς κάθε βῆμα μπροστὰ εἶναι κι ἕνα βῆμα πίσω, μὲ τὶς πολλαπλὲς μεταμορφώσεις της, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κάθε ἑπόμενη κατέστρεφε τὴν προηγούμενη, καὶ μὲ τὶς δραματικὲς μέχρι καὶ τραγικὲς ἀλλαγὲς τοῦ πληθυσμοῦ της, ἡ Θεσσαλονίκη μοιάζει σήμερα μὲ νύμφη ποὺ ἀκόμα ἀδυνατεῖ νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ κουκούλι. Δίνει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς κόσμου ποὺ μεταβάλλεται συνεχῶς χωρὶς νὰ ὁλοκληρώνεται, παρὰ τὸ μακραίωνο παρελθόν της, μὲ ἐποχὲς ἀκμῆς ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὶς φανταστοῦμε. Σὲ αὐτὸ ἐν μέρει συμβάλλει καὶ ἡ ἀπουσία ἑνὸς ἀποκρυσταλλωμένου ἱστορικοῦ κέντρου καὶ τὸ στραγγάλισμα ὅσων μνημείων ἀπόμειναν ἀπ’ τὶς γύρω πολυκατοικίες, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Ἐρνὲστ Ἐμπράρ, ποὺ τὸ ὄνομά του κοσμεῖ ἕναν ἀπ’ τοὺς ἀσχημότερους δρόμους της.
Στὸν Μεσοπόλεμο πηγαίναμε μὲ τὸν πατέρα μου γιὰ μπάνιο στὶς λουτρικὲς ἐγκαταστάσεις τῆς πόλης. Τὰ νερὰ τοῦ κόλπου ἦταν καθαρά, ἂν καὶ ὄχι ἐντελῶς κρυστάλλινα, καθὼς πολλὲς παράκτιες κατοικίες διοχέτευαν σὲ αὐτὰ τὰ λύματά τους. Ἦταν ὅμως, σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινὴ κατάσταση, «σταγὼν ἐν τῷ ὠκεανῷ». Οἱ κοντινότερες σὲ μᾶς ἐγκαταστάσεις ἦταν οἱ ἐπονομαζόμενες «Μέγας Ἀλέξανδρος», στὴ σημερινὴ περιοχὴ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ὅπως ἦταν πρὶν γίνει ἡ ἐπιχωμάτωση καὶ διευρυνθεῖ ἡ παραλία. Τὸ συγκρότημα ἦταν χωρισμένο σὲ ἀνδρικὸ καὶ γυναικεῖο τμῆμα. Τὸ κάθε τμῆμα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα τετράγωνο σύνολο μὲ ξύλινες καμπίνες σὲ πασσάλους, ποὺ στὸ κέντρο του εἶχε πάλι ἕνα μικρότερο τετράγωνο ἀκάλυπτη θάλασσα, ἐν εἴδει ἀνοιχτῆς πισίνας, γιὰ τοὺς λιγότερο τολμηροὺς ἢ τοὺς ἀμάθητους στὸ κολύμπι. Ἡ εἴσοδος γινόταν ἀπὸ μιὰ μεγάλη αὐλή, ὅπου λειτουργοῦσαν σὲ ἰδιαίτερο κτίσμα καὶ θερμὰ θαλάσσια λουτρά, ὑπῆρχε ὑπαίθριο καφενεῖο καὶ ζαχαροπλαστεῖο, καθὼς καὶ θέατρο μὲ στέγαστρο. Σπάνια πηγαίναμε στὸ ἀπόμακρο Μπὲχ Τσινάρ, ὅπου ἔφθανε καὶ μιὰ γραμμὴ τοῦ τρὰμ μὲ τὴν ἔνδειξη «Κῆπος πριγκίπων». Σὲ αὐτὰ προστέθηκαν ἀργότερα ἄλλα, μεικτὰ λουτρὰ ἢ «μπαὶν μίξτ», ὅπως τὸ «Μιραμὰρ» ἢ τὸ «Τάμαριξ».
Ὁ Ἱστιοπλοϊκὸς Ὅμιλος, ἀκόμα στὰ σπάργανα τότε, βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς ὁδοῦ Ἀνδρούτσου, στὶς προσχώσεις ποὺ εἶχαν δημιουργήσει μὲ τὰ χρόνια οἱ ἐκβολὲς ἑνὸς χειμάρρου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε συνήθως στάλα νερό. Δίπλα του ὑπῆρχε μιὰ ξύλινη προβλήτα ἐπάνω σὲ πασσάλους, ποὺ εἰσχωροῦσε στὴ θάλασσα καὶ χρησίμευε γιὰ νὰ φορτώνονται στὰ καΐκια τὰ προϊόντα τῆς κεραμοποιίας Ἀλλατίνη, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ἀπὸ τὸ 1858. Οἱ ἐγκαταστάσεις της βρίσκονταν λίγο πιὸ πάνω, στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τῆς ρεματιᾶς. Παράλληλη μὲ τὴ ρεματιὰ καὶ κοντὰ στὴ δεξιά της ὄχθη, ἡ σημερινὴ ὁδὸς Ὀρέστου, τότε Ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Κάποια μέρα τῆς δεκαετίας τοῦ ’30 ὁ χείμαρρος, πού, ὅπως εἶπα, συνήθως δὲν εἶχε στάλα νερό, ξαφνικὰ πλημμύρισε, μᾶλλον ἀπὸ βροχή, καὶ τὰ νερά του ξεχύθηκαν στοὺς δρόμους. Τὸ σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά τους, μιὰ σκούρα λουρίδα μὲ ὕψος μεγαλύτερο ἀπὸ μισὸ μέτρο, ἔμεινε ἀποτυπωμένο στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν. Βρισκόμουν τότε στὴν ὄχθη, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιά, πρὶν οἱ μάνες μας, ἀναστατωμένες, τρέξουν νὰ μᾶς σύρουν στὸ σπίτι, καὶ ἀπολάμβανα αὐτὸ ποὺ μοῦ φαινόταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συναρπαστικὸ θέαμα. Ἕνας λασπερὸς ὑδάτινος ὄγκος κατέβαινε συμπαγὴς καὶ ἀσυγκράτητος πρὸς τὴ θάλασσα, μέσα ἀπὸ τὴν πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτὰ κατάξερη κοίτη, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕναν ἐκκωφαντικὸ πάταγο. Κουβαλοῦσε λογῆς λογῆς ἀντικείμενα ποὺ τὰ εἶχε παρασύρει ἡ ὁρμή του: καρέκλες, καδρόνια, ἄδεια βαρέλια κι ἕνα στρῶμα μὲ καθισμένα ἐπάνω του δύο ἢ τρία μικρὰ παιδάκια.
Δὲν θυμᾶμαι πότε ἀποτεφρώθηκε ἡ κεραμοποιία ἀπὸ μιὰ μεγάλη πυρκαϊά, τὴν ὁποία ἐπίσης ἔτυχε νὰ δῶ. Πρέπει νὰ ἦταν πάλι στὴ δεκαετία τοῦ ’30. Καιόμενα κομμάτια ἀπὸ μαυρισμένα δοκάρια ἐκσφενδονίζονταν στὸν οὐρανό, ποὺ εἶχε κοκκινίσει ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ μαυρίσει ἀπ’ τοὺς καπνούς. Ἡ κεραμοποιία ξανακτίστηκε ἀργότερα, πιθανὸν τὸ 1938, στὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἑλβετίας, ὅπου βρίσκεται καὶ σήμερα, κοντὰ στὰ ὀρυχεῖα ἀργίλου, ποὺ ἔχουν ἐξαφανιστεῖ. Ἔχει πάψει νὰ παράγει καὶ λειτουργοῦν μόνο τὰ γραφεῖα της. Τὸ νέο ἐργοστάσιό της βρίσκεται στὴ Σίνδο. Οἱ ἐγκαταλειμμένες ἐγκαταστάσεις τοῦ παλιοῦ, μὲ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπ’ τὰ προϊόντα, ἔχουν φωτογραφηθεῖ ἀπ’ τὸν Νίκο Κουκή, ὁ ὁποῖος φωτογράφισε ἐπίσης τὸ Καλοχώρι (τὸ παλιὸ Μπὲχ Τσινάρ), τὰ βυρσοδεψεῖα καὶ τὸ Σέιχ Σού. Ὅσο γιὰ τὸ ὀρυχεῖο, τὴ θέση του ἔχει καταλάβει σήμερα τὸ κατάστημα «Makro». Στὸ παλιὸ ἐργοστάσιο τοῦ 1858 ἡ πρώτη ὕλη γιὰ τὴν παραγωγὴ κεραμιδιῶν καὶ τούβλων μεταφερόταν μὲ βαγονέτα, σὲ σιδηροτροχιὲς μικροῦ πλάτους. Ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη καὶ ἡ γραμμὴ διέσχιζε ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς πόλης, δηλαδὴ τὸν συνοικισμὸ Χαριλάου, καὶ συνεχιζόταν, πρὶν καὶ μετά, πέρα ἀπὸ αὐτόν. Τὸ ὀρυχεῖο ἀργίλου, ἄδεντρο, γκρίζο καὶ ἔρημο ὅταν δὲν δούλευε κανεὶς ἐκεῖ, ἔκρυβε στὰ σπλάχνα του, σὲ στρώματα, ἀπολιθωμένα κοχύλια καὶ περιβαλλόταν ἀπὸ ἀμπελῶνες. Ἦταν καὶ τόπος περιπλάνησης καὶ συνεύρεσης ἐρωτευμένων, καθὼς καὶ παράνομων ζευγαριῶν ποὺ δὲν διέθεταν ἄλλον χῶρο γιὰ νὰ ἐπιδοθοῦν ἀνενόχλητοι στὶς ἐρωτικές τους περιπτύξεις, οἱ ὁποῖες ἐξάπτανε τὴν ἐφηβική μας φαντασία, ὥσπου ἦρθε ἡ σειρά μας νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο, ἐναλλάσσοντας τοὺς μακρινοὺς περιπάτους στὴν ἐρημικὴ αὐτὴ τοποθεσία μὲ βαρκάδες στ’ ἀνοιχτὰ τοῦ Θερμαϊκοῦ. Αὐτὲς προσέφεραν λιγότερη ἄνεση χώρου, ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα ἑνὸς πλήρους ξεγυμνώματος, ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικοῦ κάτω ἀπ’ τὸν μεσογειακό μας ἥλιο, ποὺ χάριζε στὸ μαῦρο τριγωνάκι τῆς κοριτσίστικης ἥβης γαλαζωπὲς ἀναλαμπές. Δέθηκα πολὺ μὲ τὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἑλβετίας καὶ περιπλανήθηκα σὲ αὐτὴ μόνος ἢ μὲ ἀγαπημένα πρόσωπα, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ ἔτους, σὲ χρόνια καὶ εἰρηνικὰ καὶ δίσεκτα, ἀκόμα κι ὅταν δὲν μέναμε στὴν κοντινὴ ὁδὸ Τζαβέλλα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου μὲ συνέλαβε ἐκεῖ μιὰ στρατιωτικὴ περίπολος. Κατέληξα στὸ κρατητήριο τοῦ ἀστυνομικοῦ τμήματος Χαριλάου, τὴ μέρα μάλιστα ποὺ εἶχαν συλλάβει ὅλους τοὺς Ἰταλοὺς ὑπηκόους τῆς περιοχῆς, καθὼς καὶ μερικοὺς ὕποπτους, ὅπως ἕναν λαϊκὸ τύπο, μᾶλλον θύμα τῆς πολεμικῆς ψύχωσης, ποὺ δῆθεν ἔκανε σινιάλο στοὺς Ἰταλοὺς ἀεροπόρους ἀμολώντας περιστέρια, ἕναν Ρῶσο ἐμιγκρέ, ποὺ σημείωνε κάτι μὲ ὡραῖα κυριλλικὰ γράμματα, κι ἕναν Ἑβραῖο κατασκευαστὴ καθρεφτῶν, ἐπιχρωμιωτὴ καὶ ἐπινικελωτή, τὸν Λεὸν Λεβή, γνωστότερο ὡς Φέμπο ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία τοῦ μαγαζιοῦ του, ποὺ βρισκόταν στὴ Στοὰ Σαούλ. Τὸ στρίμωγμα ἦταν ἀφόρητο. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία.
Μαζὶ μὲ τοὺς γείτονές μας τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλεγόταν καὶ ὁ περιβόητος συνταγματάρχης Πούλιος, ἀργότερα ἱδρυτὴς Ταγμάτων Ἀσφαλείας, μὲ τὴν ὑπερτροφικὴ γυναίκα του Μαστιχούλα καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, καθὼς καὶ ἡ οἰκογένεια Κεχαγιᾶ, ἀπὸ τὸ Λιβάδι Θεσσαλονίκης, εἴχαμε καταφύγει στὴν περιοχὴ τοῦ ὀρυχείου γιὰ νὰ γλιτώσουμε ἀπ’ τοὺς βομβαρδισμούς. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι μιὰ ἰταλικὴ βόμβα, εὐτυχῶς μικρῆς ἰσχύος, ἔπεσε στὴ γραμμὴ τοῦ τρὰμ ποὺ διέσχιζε τὶς ὁδοὺς 25ης Μαρτίου καὶ Μαρασλῆ, συνδέοντας τὴ λεωφόρο Βασιλίσσης Ὄλγας μὲ τὴν ὁδὸ Ἀλεξάνδρου Παπαναστασίου. Αὐτὴ ἡ ἀπόσταση καλύπτεται σήμερα ἀπὸ ἕνα τμῆμα τῆς διαδρομῆς τοῦ λεωφορείου 30, ποὺ πηγαίνει ἀπ’ τὸ Ντεπὼ στὴν Τριανδρία καὶ ἀντίστροφα.
Πάντως, γιὰ νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, προτιμῶ νὰ ἀνακαλέσω μιὰ φεγγαρόλουστη νύχτα, λίγο μετὰ τὸ τέλος τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ποὺ πῆγα περίπατο στὸ ὀρυχεῖο μὲ τὸν Ντάνυ Μπεναχμίας καὶ τὴ Νίνα Οὐζιέλ. Ἑβραῖοι καὶ οἱ δύο, εἶχαν ἐπιζήσει ἀπὸ γερμανικὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ἡ ἀδελφὴ τῆς Νίνας, μάλιστα, ἡ Πώλα, μὲ τὴν ὁποία ἤμουν περισσότερο ἐξοικειωμένος, μόλις εἶχε ἀποφυλακιστεῖ μὲ τὴν ἀδελφή της, μοῦ εἶχε στείλει ἕνα γράμμα, ἀπ’ τὸ ὁποῖο σήμερα θυμᾶμαι μόνο μία φράση: «Ξύλο ὅταν δὲν δούλευες, ξύλο ὅταν δούλευες, ξύλο, ξύλο, ξύλο…». Λυπᾶμαι ποὺ αὐτὸ τὸ γράμμα τὸ ἔχασε ὁ ἀδελφὸς τῶν δύο κοριτσιῶν Ντίνο, ποὺ μοῦ τὸ ζήτησε γιὰ νὰ τὸ διαβάσει. Τὸ 1984, σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, ὁ Ντίνο Οὐζιὲλ κρεμάστηκε ἀπ’ τὸ κλιμακοστάσιο τῆς πολυκατοικίας, στὴν ὁδὸ Γραβιᾶς, στὸν ἕκτο ὄροφο τῆς ὁποίας διέμενε μόνος, ἀφοῦ χώρισε ἀπὸ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ τέσσερα παιδιά του. Ἐκεῖνο τὸ σεληνοφώτιστο βράδυ καὶ οἱ τρεῖς ἤμασταν κεφάτοι. Ὁ φίλος μου καὶ ἡ φίλη μου, ἀπὸ ἀριθμοὶ προγραμματισμένοι νὰ μηδενιστοῦν, εἶχαν ξαναγίνει ἄνθρωποι, ἔστω καὶ στοιχειωμένοι γιὰ χρόνια ἀπὸ ἐφιάλτες καὶ ὀδυνηρὰ ἀνακλαστικὰ συναρτημένα μὲ καθετὶ τὸ γερμανικό. Κυρίως ὅμως ἤμασταν νέοι, γύρω στὰ εἴκοσι. Ὁ Ντάνυ πείραζε τὴ Νίνα (ποὺ εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπ’ τὸν ἐπίσης Ἑβραῖο σύζυγό της Ντανιὲλ Μπενβενίστε), κοιτάζοντας κάθε τόσο τὴν πανσέληνο καὶ ἀναφωνώντας: «What a wonderful moon!», μὲ μένα νὰ συμπληρώνω μ’ ἕνα «ἰιὶχ» ἐν εἴδει πνιγμένου χαχανητοῦ, γιὰ περισσότερη σαφήνεια. Δὲν θυμᾶμαι ἂν ἦταν πρὶν ἢ μετὰ ποὺ ἔκανα μαζί τους καὶ μὲ ἄλλους, τῶν ὁποίων μοῦ διαφεύγει πιὰ καὶ ἡ φυσιογνωμία, ἕνα φοβερὸ φαγοπότι ποὺ κατέληξε σὲ ὁμαδικὸ μεθύσι. Ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσει, οἱ ναζιστικὲς θηριωδίες ἐπίσης· εἴχαμε ξαναβρεθεῖ. Πῶς νὰ μὴ χαροῦμε ὁλόψυχα τὴν εὐτυχία ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ τέλος μιᾶς δυστυχίας; Ὁ Ντάνυ πέθανε ἀργότερα ἀπὸ λευχαιμία στὶς ΗΠΑ, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει. Πρόλαβε, πάντως, νὰ ἀφήσει πίσω του μιὰ συγκλονιστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὀδύσσειά του ὡς «ζόντερκομάντο», δηλαδὴ κατάδικος ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν καύση τῶν πτωμάτων στὸ κρεματόριο τοῦ Ἄουσβιτς. Αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε ἐπιτευχθεῖ χωρὶς τὴ συνδρομὴ μιᾶς ἐκλεκτῆς δημοσιογράφου, τῆς Ρεμπέκκα Καμχὶ Φρόμερ, ἡ ὁποία συγκέντρωσε καὶ συνέταξε σὲ γραπτὸ ἀγγλικὸ κείμενο ὅλα ὅσα τῆς ἀφηγήθηκε. Ὅταν τὸν χειμώνα τοῦ 1989, χάρις στὸν φίλο Περικλῆ Σφυρίδη, ἐπισκέφτηκα τὴν Κολωνία, γιὰ νὰ ἐκθέσω πίνακές μου, μαζὶ μὲ πίνακες τοῦ Πάνου Παπανάκου, τοῦ Φώνη Ζογλοπίτη καὶ τοῦ Γιώργου Ἀναστασιάδη, στὴν γκαλερὶ «Οlivenbaum Feinkost», τοῦ ἐπιχειρηματία Θόδωρου Μόσχου, ποὺ ἔμελλε ἀργότερα νὰ χρεωκοπήσει, ἔμεινα ἔκπληκτος ἀντικρίζοντας στὸ μουσεῖο τῆς πόλης ἕνα ξυλόγλυπτο κρεμαστάρι ἴδιο κι ἀπαράλλαχτο μὲ ἐκεῖνο ποὺ στόλιζε τὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογένειας Μπεναχμίας, μεταξὺ Γερμανικῆς Σχολῆς καὶ Λαογραφικοῦ Μουσείου, στὴ Θεσσαλονίκη, ὄχι μακριὰ ἀπ’ τὸν Ἱστιοπλοϊκὸ Ὅμιλο. Παρίστανε μιὰ ἀρκούδα ποὺ σηκώνεται στὰ πισινά της πόδια καὶ ἀκουμπάει τὰ μπροστινὰ στὸν κορμὸ ἑνὸς ἄφυλλου δέντρου, στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ἔχει σκαρφαλώσει τὸ ἀρκουδάκι της. Ὅλα ἀπὸ σκοῦρο καφὲ βερνικωμένο ξύλο.
Στὸν Ἱστιοπλοϊκὸ Ὅμιλο, πάντως, σπάνια πηγαίναμε γιὰ μπάνιο, ἂν καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Ἀργότερα, ἀπ’ τὴν ὁδὸ Ὀρέστου μετακομίσαμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, δίπλα σὲ μιὰ ἄλλη ρεματιά, ποὺ ἔχει κι αὐτὴ ἐπιχωματωθεῖ. Θυμᾶμαι ὅτι κάτω ἀπ’ τὴν κτιστὴ γέφυρα τῆς ὁδοῦ Βασιλίσσης Ὄλγας, πάνω ἀπ’ τὸν χείμαρρο τῆς κεραμοποιίας Ἀλλατίνη, καταφύγαμε, ὅσοι ἤμασταν περαστικοί, σὲ κάποια ἀεροπορικὴ ἐπιδρομή. Ἢ πόσο ἀκίνδυνοι καὶ ἴδιοι μὲ μᾶς φάνταζαν χωρὶς στολὴ οἱ Γερμανοὶ φαντάροι ποὺ κολυμποῦσαν δίπλα μας στὴ θάλασσα ἢ λιάζονταν στὶς πλωτὲς ξύλινες ἐξέδρες ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ σὲ διάφορα σημεῖα. Τύχαινε μάλιστα καμιὰ φορὰ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ προσπαθεῖ νὰ πιάσει κουβέντα μαζί σου καὶ μὲ μιὰ ξαφνικὴ ὅσο καὶ ἀναπάντεχη οἰκειότητα νὰ βγάζει ἀπ’ τὸ πορτοφόλι καὶ νὰ σοῦ δείχνει τὴ φωτογραφία τῶν δικῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτά, δύσκολα μποροῦσες νὰ διώξεις ἀπ’ τὸ μυαλό σου τοὺς στίχους τοῦ Γκιγιὼμ Ἀπολλιναὶρ γιὰ τὸν ληστὴ Σιντερχάννες: «Τρῶνε κι ὅλη ἡ συμμορία τὸ γλεντᾶ / μὲ πορδὲς καὶ μὲ γέλια γευματίζει / καὶ συγκινεῖται ἀλὰ γερμανικὰ / μέχρι νὰ πάει νὰ δολοφονήσει».
Πηγαινοέρχομαι ὅμως ὑπερβολικὰ μὲ τὴ μνήμη μέσα στὸν χρόνο καὶ πρέπει νὰ ξαναπιάσω τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά τους. Τὶς Κυριακές, λοιπόν, πηγαίναμε οἰκογενειακῶς μὲ τὸ βαποράκι στὴ σχεδὸν ὁλότελα ἔρημη, τότε, παραλία τῆς Περαίας, ὅπου στήναμε ἕνα ἀσήκωτο ἀντίσκηνο. Ἄλλες φορὲς πάλι ὁ πατέρας μου κι ἐγὼ τριγυρίζαμε στὰ γύρω βουνά. Ἔτσι, μιὰ μέρα ἀνεβήκαμε στὴ μεγάλη κορυφὴ τοῦ Χορτιάτη καὶ κατηφορίσαμε ἀπὸ τὶς δύσβατες, πουρναροσκέπαστες πλαγιές του στὸ Σέδες, ὅπου φτάσαμε νύχτα. Πρὶν σκοτεινιάσει, εἴδαμε σ’ ἕνα φαράγγι μιὰ ἀλεπού. Τότε ὁ πατέρας μου, ποὺ στὴ γενέτειρά του, στὴ νότια Βοημία, κυνηγοῦσε ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἀποφάσισε νὰ ἀσχοληθεῖ ξανὰ μὲ τὸ κυνήγι. Χρόνια εἶχε νὰ κυνηγήσει. Στὴν Μπρέσια, ὅπου γεννήθηκα, τὸν θυμᾶμαι νὰ πυροβολεῖ μ’ ἕνα φλόμπερ τοὺς ἀρουραίους ποὺ ξετρυπώνανε ἀπτόητοι, ἀκόμα καὶ μέρα μεσημέρι, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ἀγροκτήματος ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένη ἡ καλτσοβιομηχανία τῶν Ντὰλ Μπροῦνο-Μαϊνέττι, στὴν ὁποία δούλευε. Καιρὸς ἦταν, λοιπόν, νὰ ἀποκτήσει καὶ πάλι δίκαννο καὶ νὰ βγάλει τὴ σχετικὴ ἄδεια. Ἀργότερα φρόντισε νὰ βρεῖ καὶ σκύλο. Μᾶς τὸν ἔδωσε, ἂν θυμᾶμαι καλά, ἕνας Ἰταλὸς ὀνόματι Φισκέττι, ποὺ μοῦ μάθαινε βιολί. Ἔμενε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς βίλες μὲ κῆπο ποὺ πλαισίωναν τὴν ὁδὸ 25ης Μαρτίου καὶ κατεδαφίστηκαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ ἀνεγερθοῦν στὴ θέση τους πολυκατοικίες. Θυμᾶμαι ὅτι τὸ ἡμιυπόγειό της ἦταν γεμάτο τετράδια μὲ νότες. Ὁ ἀδελφός του ἐργαζόταν ὡς κλητήρας στὸ ἰταλικὸ προξενεῖο.
Τὸ ἕλος καὶ ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς ἦταν ἕνας ἐκπληκτικὸς βιότοπος καὶ συγχρόνως μιὰ σπάνια κυνηγετικὴ περιοχή. Κυνηγώντας μὲ τὸν πατέρα μου, τὴ διασχίσαμε κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος. Τὸν χειμώνα συγκέντρωνε χιλιάδες ἀποδημητικὰ πουλιά, κυρίως ἀγριόπαπιες, ποὺ ἔφθαναν πετώντας σὲ σχηματισμὸ καὶ προσθαλασσώνονταν στὸν κόλπο μὲ τὸν ὁποῖο συνόρευε. Ὑπῆρχαν καὶ ἄφθονα μπεκατσίνια, μερικὰ ὀρτύκια, λιγοστὲς πέρδικες, ἐλάχιστοι λαγοί, ἀλλὰ καὶ νερόκοτες, καραμπατάκια καὶ ἄλλα νεροπούλια, ποὺ ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες δὲν τρώγονται, φάνηκαν ὅμως χρήσιμα στὴν πείνα τῆς Κατοχῆς. Δὲν ἦταν πάντα εὔκολο νὰ κινηθεῖς σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἂν δὲν ἤξερες τὰ σχετικὰ περάσματα. Σὲ κάποιο σημεῖο μιὰ σιδερόβεργα τοῦ τρὰμ γεφύρωνε τὸ ποταμάκι. Εἶχε κυρτώσει ἀπὸ τὸ βάρος της καὶ τὸ μεσαῖο τμῆμα, ἐκτὸς ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπ’ τὸ νερό, ἦταν καὶ γεμάτο γλίτσα. Ἔπρεπε νὰ τὴν περάσεις πολὺ προσεκτικά, κάνοντας ἰσορροπία. Ἐγὼ δὲν δυσκολευόμουν καθόλου. Ἕνας Ἑβραῖος συμμαθητής μου ὅμως, ποὺ τὸν εἶχα πάρει μαζί μου, ὄχι μόνο παραπάτησε καὶ βρέθηκε στὰ ρηχὰ νερά, ἀλλὰ καὶ πέταξε τόσο ἀδέξια τὸ ἕνα του παπούτσι στὴν ἀντικρινὴ ὄχθη, ποὺ αὐτὸ σκάλωσε στὰ κλαδιὰ ἑνὸς δέντρου καὶ ἔμεινε μετέωρο, πάνω ἀπ’ τὸ ρέμα. Περιττὸ νὰ πῶ πώς, ὅταν ξεβρακώθηκε γιὰ νὰ στεγνώσει τὸ παντελόνι του, μαζεύτηκαν σὲ ἀπόσταση γύρω του καὶ τὸν κάνανε χάζι τὰ χωριατόπαιδα τῆς περιοχῆς. Ἕνας ἄλλος συμμαθητής μου πάλι, Ἰταλογερμανὸς αὐτός, ἔπεσε χειμωνιάτικα μὲ τὴν πλάτη σ’ ἕνα χαντάκι γεμάτο νερό, γιατὶ, προσπαθώντας νὰ τὸ πηδήξει μὲ τὰ πόδια προτεταμένα καὶ τὸ κορμὶ ριγμένο πρὸς τὰ πίσω, ὅπως στὸν στίβο, πιάστηκε ἀσυλλόγιστα ἀπὸ ἕναν θάμνο τῆς ἀντικρινῆς ὄχθης, ποὺ ὅμως ξεριζώθηκε. Ἀναγκαστήκαμε μὲ τὸν πατέρα μου νὰ τὸν πᾶμε στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τοῦ σιδερώσουμε τὰ ροῦχα γιὰ νὰ μὴν τὸν μαλώσουν οἱ δικοί του. Μὲ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλα διαδόθηκε ὅτι ὅποιος πάει ἐκδρομὴ μὲ τὸν Κάρολο βρίσκει τὸν μπελά του. Δὲν ἔφταιγα ὅμως ἐγώ, ἔφταιγαν ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴ φύση. Ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, κυνηγοὶ κυρίως ἢ βοσκοί, κινούμασταν μὲ ἄνεση στὸ ἕλος, ποὺ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνο. Ἀραιὰ καὶ ποῦ κάποιο τσομπανόσκυλο σὲ ἀκολουθοῦσε ἐπίμονα γιὰ νὰ σοῦ ἁρπάξει τὸ θήραμα ποὺ θὰ σκότωνες. Ἔτυχε κάποτε νὰ βρεθῶ ἀντιμέτωπος μ’ ἕνα τέτοιο σκυλί, ποὺ μὲ περιτριγύριζε ἀπειλητικά, ἐνῶ τὸ κρατοῦσα σὲ ἀπόσταση μὲ τὸν ὑποκόπανο, περιμένοντας νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ φύγει. Ἂν πάλι κάποιο πουλὶ ποὺ εἶχες πετύχει ἔπεφτε στὴ λιμνοθάλασσα, δὲν μποροῦσες νὰ τὸ βρεῖς ἢ νὰ τὸ ἀνασύρεις χωρὶς κυνηγετικὸ σκύλο. Πατώντας προσεκτικὰ στὶς ρίζες ἀπ’ τὶς παρόχθιες καλαμιές, ποὺ σχημάτιζαν ἕνα σχεδὸν ἀδιαπέραστο πλέγμα ἀκόμα καὶ μέσα στὸ νερό, δὲν μποροῦσες νὰ προχωρήσεις παρὰ μόνο μέχρι ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Ἔπειτα βούλιαζες. Δὲν ὑπῆρχε βέβαια λόγος νὰ τὸ διακινδυνεύσεις, ἐκτὸς κι ἂν ἤσουν πέρα γιὰ πέρα ἀπερίσκεπτος. […]
