Οι περιπέτειες της ποιητικής. Η θυμική πρόσληψη του Ρίτσου

Με αφορμή την επέτειο από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, δύο κείμενα για τη θυμική πρόσληψη της ποίησής του, στη στήλη «Αυτό δεν είναι πίπα» του dim/art.

Ο νεο-σοσιαλιστικός ρεαλισμός στον μεταμοντέρμο κόσμο: εφιάλτης στον δρόμο με τα φρέσκα φασολάκια

—του Γιώργου Τσακνιά—

fresh beans

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος.

Γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν αναγκασμένες είτε να τον λατρεύουν (κατά κανόνα για τον λάθος λόγο) είτε να τον λοιδωρούν (για τον ίδιο λόγο, που όμως στην περίπτωση αυτή ήταν κατά τι σωστότερος· δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση συνέβαινε το λάθος λάθος, ενώ στη δεύτερη το σωστό λάθος). Εν πάση περιπτώσει, τώρα πια τα πράγματα θα έπρεπε να είναι απλά: ο Ρίτσος υπήρξε ένας εξαιρετικός ποιητής, ο οποίος, εξαιτίας των εμμονών του (και της συγκυρίας), έγραψε και πονήματα όπως «τα παιδιά της ΚΝΕ».

Θα έπρεπε να είναι απλά τα πράγματα — αλλά δεν είναι. Δεν τολμάς να αναρτήσεις στο facebook ποίημα του Ρίτσου (ένα καλό ποίημα του Ρίτσου) και αμέσως, τσουπ, κάποιος θα πεταχτεί να πει κάτι για τον Στάλιν — νομίζοντας μάλιστα ότι πρωτοτυπεί. Στοίχημα, ότι αυτός ο κάποιος δεν έχει διαβάσει Ρίτσο. Η ευκολία και η προχειρότητα στην έκφραση γνώμης, συνθήκες που ευνοούνται από τα social media, δεν διευκολύνουν την κατάσταση.

Φαίνεται, εν τέλει, πως έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες προκειμένου να διαβάσουμε με την ησυχία μας τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, όχι όμως και οι υποκειμενικές.

Υπάρχει ωστόσο κι άλλη περιπλοκή — για την οποία πάλι δεν ευθύνεται και πολύ, αν και εμπλέκεται, κυρίως διά της πρόσληψής του, ο έρμος ο Ρίτσος: τόσα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, από την overdose πολιτικού Ρίτσου και από την «κουλτούρα καφενείου» (Τζίμης Πανούσης), βλέπουμε με τρόμο την κουκουεδίστικη αισθητική να επιστρέφει — ως φάρσα μεν, αλλά και «με όλη της την κρέμα», που θα έλεγε κι ο Μιχάλης Σιγανίδης. Και, ως γνωστόν, καμία αισθητική δεν επιστρέφει —δεν μετακινείται, γενικώς— μόνη της· οι αισθητικές πάνε παρέα με ηθικές, και μάλιστα βαρβάτες. Ο νεο-σοσιαλιστικός ρεαλισμός πηγάζει από τον μικροαστικό συμπλεγματικό ταξικό φθόνο (προσοχή: ο ταξικός φθόνος είναι ψυχολογικό φαινόμενο και διακρίνεται απολύτως από το ταξικό μίσος, που αποτελεί πολιτική κατηγορία) και αποτυπώνει όλα τα χαρακτηριστικά του: ένταξη σε φαντασιακή κοινότητα, επινόηση ταξικής ομοιογένειας και διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών, περιχαράκωση, αυτολύπηση, συνωμοσιολογία, εμμονική ανακύκλωση των αδίκως επιβεβλημένων (από τον Θεό που μας μισεί) δεινών (indulging), αβάσταχτο μελοδραματισμό, παιδαριώδη εξπρεσιονιστικό συμβολισμό, σύνδρομο καταδιώξεως, κυκλοθυμία, χαμηλό επίπεδο «εισερχόμενου» χιούμορ (εκρήξεις κομπλεξικής οργής), πολύ κακή ποιότητα «εξερχόμενου» χιούμορ (ειρωνία τρίτης δημοτικού) και παντελή έλλειψη αυτοσαρκασμού. 

Διηγήματα και ποιήματα που, εδώ και χρόνια, τα βρίσκαμε μόνο στον Ριζοσπάστη, τα διαβάζουμε πλέον και αλλαχού. Και μάλιστα διαβάζονται και συζητιούνται με πάσα σοβαρότητα. Τα απανταχού τρολ νιώθουν να τους τραβάνε το (λογοτεχνικό, τουλάχιστον) χαλί κάτω από τα πόδια.

Ένα ενδιαφέρον παρακλάδι του νεο-σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι ο νεο-σοσιαλιστικός οικο-ρομαντισμός: αντλεί, τρόπον τινά, από τις καλύτερες χειρότερες στιγμές του Λέοντος Τολστόι και από τη θεωρία του περί «της ψυχής του μουζίκου» και στρέφει το ενδιαφέρον από τα θέματα επικαιρότητας της αστικής δημοκρατίας και των καθεστωτικών ΜΜΕ (π.χ., από τη λίστα Λαγκάρντ) στην πρωτογενή παραγωγή και στην καλλιέργεια της γης (π.χ., στην οξύτητα του ελαιολάδου — το οποίο, εν προκειμένω, είναι το λαδάκι μας· ας μην ξεχνάμε, παραμένουμε στο πλαίσιο του νεο-σοσιαλιστικού ρεαλισμού).

Με άλλα λόγια, επιστρέφει από το παράθυρο η «μάνα που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια» — την οποία όμως πλέον η αριστερή κριτική την τοποθετεί στην παράδοση του Henry David Thoreau. Α, ναι, να το πούμε κι αυτό: ακόμα κι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν έμεινε ανέγγιχτος από τον μεταμοντερνισμό.

Το dim/art είναι αποφασισμένο να σταθεί εμπόδιο στις μανάδες και στα φασολάκια, απ’ όπου κι αν προέρχονται.

* * *

Το ποίημα ὡς ἀξία χρήσης

—του Χρήστου Νάτση—

Marcel-Duchamp-Fountain

«Ἡ τέχνη εἶναι καὶ παραμένει γιὰ μᾶς», λέει ὁ Ἕγελος [Georg Friedrich Wielhelm Hegel] στὴν Εἰσαγωγὴ στὶς παραδόσεις γιὰ τὴν Αἰσθητική, «κάτι τὸ παρωχημένο. Ἔτσι ἔχει χάσει γιὰ μᾶς καὶ τὴ γνήσια ἀλήθεια καὶ ζωτικότητά της καὶ ἔχει μετακινηθεῖ περισσότερο στὴν παράστασή μας, ἐνῶ παλαιότερα διαφύλαττε τὴν ἀναγκαιότητά της καὶ καταλάμβανε μιὰν ἀνώτερη θέση μέσα στὴν πραγματικότητα». Αὐτὴν τὴν θέση τῆς ὡριμότητας τοῦ γερμανοῦ φιλοσόφου θὰ προσυπέγραφαν ἀσφαλῶς ὅλοι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Δυτικοῦ Μαρξισμοῦ. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου κυριαρχεῖ ὁ «φετιχισμὸς τοῦ ἐμπορεύματος» κάθε ἐνασχόληση μὲ τὴν αἰσθητικὴ πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπόψη της τὶς σύνθετες διαμεσολαβήσεις στὶς ὁποῖες ἐνέχεται ἡ παραγωγὴ τοῦ ἔργου τέχνης. Ταυτοχρόνως, ὁμως, μιὰ ἀρκετὰ προγενέστερη θέση τοῦ Ἕγελου, ποὺ τὸν θέλει πεπεισμένο ὅτι «ἡ ὕψιστη πράξη τοῦ Λόγου [Vernunft], μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ἐμπερικλείει ὅλες τὶς ἰδέες, εἶναι μιὰ πράξη αἰσθητική, καὶ ὅτι τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ἀγαθὸ μόνο μέσα στὸ ὡραῖο βρίσκονται ἀδελφωμένα», διατηρεῖ ἀμείωτη τὴν ἔντασή της. Ἤτοι, κατὰ τὴν πραγμάτευση τῆς αιἰθητικῆς ἀκολουθοῦνται δύο γραμμές: ὅταν ἡ αἰσθητικὴ τίθεται ὑπό κρίση τίθεται ἐνώπιον τῶν διαμεσολαβήσεών της μὲ τὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα. Ὅταν, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι ἡ κοινωνική πραγματικότητα ὑπὸ κρίση, ἡ αἰσθητικὴ ἐπιφορτίζεται μὲ τὸ καθῆκον τῆς κριτικῆς αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πλαίσιου μπορεῖ, π.χ., νὰ ἑρμηνευτεῖ ἡ προτίμηση τοῦ Λούκατς γιὰ τὸν Μπαλζὰκ ἔναντι τοῦ Κάφκα: ἡ κρίση του δὲν ἦταν αὐτὴ ἐνὸς κριτικοῦ τῆς λογοτεχνίας, ἀλλὰ ἐνὸς φιλοσόφου τῆς αἰσθητικῆς. Ποὺ ἐνέτασσε τὴν λογοτεχνία ὠς στιγμὴ σὲ μιὰ ἱστορικὴ διαδικασία.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀποτιμήσει τὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου. Ὑπὸ ἕνα στενὸ πρίσμα λογοτεχνικότητας θὰ προέτασσε τὰ ἔργα τῆς βαθιᾶς λυρικότητας, τὸν Ἐπιτάφιο ἤ τὴν Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος. Ὑπὸ ἕνα εὑρύτερο πρίσμα ὡστόσο δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μὴν ἀναγνωρίσει τὴν τεράστια τομὴ ποὺ ἐπιτυγχάνουν τὰ «κομματικά» ποιήματα. Μ’ αὐτὰ ὁ Ρίτσος δίκαια μπορεῖ νὰ διεκδικήσει τὴν συμπερίληψή του στὴν πιὸ ἀκραία ἑλληνικὴ Πρωτοπορία. Γιατί τί ἄλλο δηλώνουν αὐτὰ πέραν τοῦ ὅτι ἡ Τέχνη —ἡ Τέχνη ποὺ ὑφίσταται τὸν ἐγκλεισμὸ στὸ κύκλωμα διακίνησής της ἀπὸ τοὺς ἀστούς— εἶναι νεκρή; Πὼς ἡ ἐλεύθερη ροἢ τοῦ σημαίνοντος καὶ ἡ μορφικὴ ἐκζήτηση δὲν ἀποτελοῦν ἀπλῶς παρὰ τὴν ἀπεικόνιση στὸ Αἰσθητικὸ τῆς ἐλεύθερης διακίνησης τοῦ Κεφαλαίου στὴν Οἰκονομία; Ἡ ἀντιμετὠπιση αὐτῆς τῆς διολίσθησης τοῦ αἰσθητικοῦ σὲ ἀκόλουθου τοῦ οἰκονομικοῦ ἐκφράζεται ὡς ἀπεμπόλιση τοῦ μεταφυσικοῦ προκαλλύματος τῆς καλλιέπειας. Μὲ μαστοριὰ καὶ χάρη ὁ Ρίτσος θὰ σφυρυλατήσει κακόηχους στίχους, βασισμένους σὲ ἁπλοϊκὰ μέτρα καὶ κοινότοπες ὁμοιοκαταληξίες —μνημεία μιᾶς μεταϋλιστικῆς, καθαρῆς χρήσης τοῦ ποιήματος ὡς ὠφέλιμου ἀντικειμένου.

Τὸ ποίημα ἐκφεύγει ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀλυσίδα ἐκμετάλλευσής του ὡς ἔργου τέχνης καὶ μετατρέπεται σὲ ἐργαλεῖο προπαγάνδας. Παρόμοια μὲ τὴν Κρήνη τοῦ Μαρσὲλ Ντυσάν ἤ τὴν βεβηλωμένη μὲ μουστάκι Τζοκόντα, τὸ Τραχτέρ, Τα παιδιὰ τῆς ΚΝΕ, ὁ Στάλιν κ.λπ. εἶναι κριτικὲς χειρονομίες διαμαρτυρίας γιὰ τὸν ἐκπεσμὸ τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καὶ δήλωση πίστης σὲ μιὰ μέλλουσα πραγματικότητα ποὺ θἂ ξαναδώσει στὴν αἰσθητικὴ τὴν παλαιά, οὐσιώδη θέση της.

Άλλες αναρτήσεις στη στήλη «Αυτό δεν είναι πίπα»

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.