—Ένα πασχαλινό διήγημα του Γιώργου Θεοχάρη, ένα περιπετειώδες αλλά και κατανυκτικό road movie, ένα αναστάσιμο noir, αποκλειστικά στο dim/art—
Μεγάλο Σάββατο κι έχουν έρθει τα πάνω κάτω – πράγμα που σημαίνει ότι τα κάτω πρέπει να πάνε πάνω για λόγους συμμετρίας, αν μη τι άλλο. Πρέπει ν’ ανέβω βόρεια. Τρέχω και δε φτάνω. Οπότε, γιατί να τρέχω; Αλλά δεν είναι τόσο απλό: πρέπει να βιαστώ, υπάρχει πρόβλημα που θέλει άμεση λύση.
Μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων του ΚΤΕΛ σταματάω τελείως. Βγάζω και μετράω τα λεφτά μου. Φτάνουν για να πάω. Μόνο. Δίπλα μου ακριβώς ένας τύπος έχει πιάσει την κουβέντα με δύο ευειδείς νεαρές. Ακούω, χωρίς να το θέλω (αν με τραβούσαν, πάντως, θα ’κλαιγα):
«Θα πάτε με τα μισά λεφτά. Πάω που πάω, γιατί να μην μοιραστούμε τη βενζίνη και τα διόδια; Και πιο γρήγορα θα φτάσετε, και πιο άνετα θα ταξιδέψετε, και πιο φτηνά θα σας έρθει».
Ωραία τα λέει! Οι κοπελιές δείχνουν να το σκέφτονται. Έχουν κάτι το περίεργο, αλλά τι; Κοιτάζω καλύτερα: δίδυμες είναι. Πανομοιότυπες. Το κρύβουν (διαφορετικά μαλλιά, διαφορετικές γλώσσες σώματος, εντελώς διαφορετικά ρούχα), αλλά δεν κρύβεται: ίδιες.
«Πού πάτε, ρε παιδιά;» ρωτάω.
«Στη Βορινή».
«Χωράω;»
«Αμέ! Δύο τα κορίτσια, ένας εγώ, άλλος ένας που περιμένει στο αυτοκίνητο, κι εσύ, πέντε».
«Μέσα!» λέω παρορμητικά.
Οι δίδυμες κοιτάζονται, ανασηκώνουν τους ώμους ταυτόχρονα, φεύγουν τα φορτία.
«Μέσα κι εμείς».
Φύγαμε!
Στο αυτοκίνητο, ένα μπλε Audi A4 Avant, γίνονται οι συστάσεις. Πρώτος ο οδηγός: «Αριστοτέλης, αλλά όπως και να με πείτε, γυρνάω». Στην απορία μου, εξηγεί ότι όλες οι παραλλαγές (Άρης, Αρίστος, Τέλης) παίζουν. Ο Αριστοτέλης είναι μικροκαμωμένος, επικοινωνιακά χαρισματικός, συμπαθητικός με τον τρόπο των μικροαπατεώνων. Δεν πρέπει να είναι πάνω από εικοσιπέντε, αλλά δείχνει τριάντα. Μετά ο συνοδηγός: «Μπορείτε να με λέτε Γρηγόρη, αλλά δε με λένε έτσι». Αυτός είναι πολύ περίεργος: μούσια μέχρι το πάτωμα, μαλλί της γριάς, βλέμμα ξημερώματα Σαββάτου. Θέλει προσοχή. Και ανάπαυση. Πρέπει να είμαστε περίπου συνομήλικοι – δηλαδή, και οι δύο της κλάσης που θυμάται, έστω και αμυδρά, τα ψυγεία πάγου. Πίσω του, εγώ. Συστήνομαι. Ανοιχτό βιβλίο, αλλά γραμμένο σε άγνωστη γλώσσα. Δίπλα μου, οι δίδυμες: «Άλεξ–», λέει η καστανή με το κοντό μαλλί. «–άνδρα», συμπληρώνει η ξανθιά με την αλογοουρά. Αλλάζουν βλέμματα. (Μπα, πάλι τα ίδια μένουν.) «Μάχη», λέει η ξανθιά. «Άνδρο–», προσθέτει η καστανή. Σκάνε στα γέλια. Μάλλον το νουμεράκι έχει παιχτεί σε πολλά βαριετέ, γιατί βλέπω μιαν άνεση. Γελάμε μαζί τους και οι υπόλοιποι (ταυτόχρονα, καλού-κακού, παίζω προς τα μέσα μου το θέμα από το “Twilight Zone” για ξόρκι).
Μετά πέφτει μούγκα για κάμποσα χιλιόμετρα. Μουσική δεν παίζει να παίξει, «μου κλέψανε το σύστημα», λέει ο Αριστοτέλης και δείχνει για του λόγου το αληθές τη μαύρη τρύπα στην κονσόλα. Ακολουθούν διάφορες εκδοχές τού “σε τι κόσμο ζούμε, ρε παιδιά”, και μετά πάλι ησυχία. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
Βγάζω το βιβλιαράκι μου και τ’ ανοίγω. Οι δίδυμες ρωτάνε τι διαβάζω. Τους δείχνω το εξώφυλλο: Sun Tzu, “The Art of War” («Η Τέχνη του Πολέμου»). Τους εξηγώ στα γρήγορα περί τίνος πρόκειται – όχι ότι ξέρω κι εγώ, αλλά είμαι καλός στον αυτοσχεδιασμό. Δεν τους λέω ότι το πήρα μισό ευρώ σ’ ένα παζάρι μεταχειρισμένων, ούτε ότι σήμερα το διάλεξα μόνο και μόνο λόγω τίτλου: αφού ανεβαίνω για πόλεμο, μπορεί και να με βοηθήσει – έτσι το σκέφτηκα. Ο Αριστοτέλης με διακόπτει για να ρωτήσει γιατί μπαίνω σε τέτοιο κόπο (υποθέτω ότι με ρωτάει γιατί διαβάζω). «Και τι κάνεις, τόσες ώρες ταξίδι;» ρωτάω. «Κοιμάσαι», απαντάει. Εύκολα που λύνονται τα προβλήματα των άλλων, ε;
Επιστροφή στη βαρεμάρα. Κάνω πως διαβάζω, αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Σαν την επιτομή του αυτονόητου μου φαίνονται τα κινέζικα. “Κάθε πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση”. Χαίρω πολύ! Συν τοις άλλοις, μου αποσπούν την προσοχή οι δίδυμες, αν και όχι για τους λόγους που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρούνταν φυσιολογικοί – δεν έχω μυαλό για τέτοια τώρα. Προσπαθώ να καταλάβω με τι σκοτώνουν την ώρα τους. Ανταλλάσσουν ατάκες του τύπου, «Έψιλον 4», «Ιππότης έψιλον 3», τέτοια. Έρχεται στο νου μου συνειρμικά ο Βέγγος και ο Διαμαντόπουλος σε κείνη τη μαύρη κωμωδία, το “Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ” (: «Έψιλον νέγρος», «Χίος 32», «Λίγη αγάπη έρεβος»), και γελάω από μέσα μου. Σύντομα καταλαβαίνω ότι παίζουν σκάκι στα λόγια. Έτσι εξηγείται και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των εκφορών: σκέφτονται. Εντυπωσιακό, δεν μου ’χει ξανατύχει. (Εννοώ το μιλητό σκάκι, όχι γυναίκες που σκέφτονται – τέτοιες μου έχουν τύχει περισσότερες απ’ όσες μου αναλογούν, δεν παραπονιέμαι.) Τελικά, ο Αριστοτέλης, με συσσωρευμένη ζοχάδα, τις ρωτάει τι διάολο παίζουν. «Σκάκι», απαντάμε οι άλλοι τέσσερις ομαδόν. Ο Αριστοτέλης κουνάει συγκαταβατικά την κεφάλα του, με τον τρόπο των ανθρώπων που θεωρούν το δικό τους τίποτα a priori σημαντικότερο από το τίποτα των άλλων. Αφού δεν μπορεί ν’ αλλάξει άποψη, αλλάζει κουβέντα.
«Το ξέρετε ότι αν παίρνατε το λεωφορείο, μπορεί να κάνατε Ανάσταση εκεί μέσα;» ρωτάει ο από μηχανής πειρατής.
Το ξέρουμε, το ξέρουμε. Αλλά κάτι μου λέει ότι δεν είμαι ο μόνος που χέστηκε επί του συγκεκριμένου. Ποιος ταξιδεύει τέτοιες ώρες; Οι απεγνωσμένοι∙ οι εγνωσμένης απόγνωσης∙ οι “δεν μένει άλλον τι”.
«Τι θα λέγατε», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «να παίζαμε κάτι όλοι μαζί; Να βάλουμε και βιδάνιο, για να ’χει λίγη πλάκα η υπόθεση. Έτσι, για να περάσει η ώρα».
Αυτομάτως οι δίδυμες γυρίζουν και με κοιτάζουν. Για έναν περίεργο λόγο, ανέκαθεν φαίνομαι όταν ακούγονται άγνωστες λέξεις. Τους εξηγώ ότι ο Αριστοτέλης θέλει να παίξουμε κάτι με λεφτά. Εν συνεχεία, τους γνέφω καθησυχαστικά (χρόνια διαχειριστής κρίσεων) και ρωτάω:
«Τι έχεις στο μυαλό σου, Αριστοτέλη;» (Να μια πρόταση που δεν προέβλεπα ότι θα πω στη ζωή μου.)
«Να, λέω, να τζογάρουμε κομμάτι. Ψιλικοκό, όχι τίποτα τρελό. Πόσα είναι τα λεφτά του ταξιδιού, 200 ευρώ; Κανένας δε σώζεται. Να πει ο καθένας μια ιστορία και η πιο απίστευτη να πάρει την μπάνκα».
«Να με συγχωρείς, αλλά εγώ με 200 σώζομαι άνετα», προλαβαίνω να πω.
Αλλά και οι άλλοι έχουν αντιρρήσεις για τους ασαφείς κανόνες – αν και όχι για τον τζόγο, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι. Έτσι, ο Αριστοτέλης κατεβάζει βελτιωμένη πρόταση:
«Ωραία. Τότε να λέμε με τη σειρά ιστορίες και οι υπόλοιποι να ποντάρουν, ξέρω ’γω, δέκα ευρώ στο αν είναι αλήθεια ή ψέμα η κάθε ιστορία».
«Και πού θα ξέρουμε αν είναι αλήθεια ή ψέμα τελικά;»
«Θα το γράφει κάπου προκαταβολικά αυτός που μιλάει – να, εδώ», λέει και βγάζει ένα μπλοκάκι από το ντουλαπάκι.
Κοιταζόμαστε διερευνητικά οι πίσω. Γιατί όχι, ε; (Αυτό το “γιατί όχι;” θα έπρεπε στα λεξικά να συνοδεύεται από την προειδοποίηση “να χρησιμοποιείται με φειδώ και μόνο παρουσία επαγγελματία”.)
«Αρχίζω πρώτος», προφταίνει ο Αριστοτέλης. Σωστά, εθιμικό δίκαιο. Γράφει πρώτα την απάντηση στο μπλοκάκι και λέει: «Το Γενάρη που μας πέρασε δύο Έλληνες οδηγοί λεωφορείου έκλεισαν σε κρυφό διπλό πάτο δεκαοχτώ Αφγανούς για να τους περάσουν παράνομα από την Πάτρα στην Ανκόνα. Ο χώρος ήταν δύο μέτρα επί τρία, και μισό μέτρο στο ύψος. Είκοσι τρεις ώρες αργότερα, στην Ιταλία πια, δύο απ’ αυτούς βρέθηκαν νεκροί από ασφυξία και άλλοι τρεις σε κώμα. Δικαστικά, η υπόθεση έχει μπει στ’ αυλάκι (σ’ αυτό το σημείο, δείχνει προς το αυλάκι του παντός). Αλήθεια ή ψέμα;»
Οι δίδυμες διαλέγουν “ψέμα”, ο Γρηγόρης κι εγώ “αλήθεια”. Αλήθεια είναι, το λέει και το μπλοκάκι. Οι νικητές μοιραζόμαστε τα δεκάευρα των χαμένων. Τα παίρνει στο κρανίο ο Αριστοτέλης: «Μάπα παιχνίδι σκέφτηκα. Εγώ έμεινα με το μπλοκάκι!»
«Μα καλά, είναι δυνατόν να έχει γίνει αυτό;» εξανίσταται η Άλεξ.
«Και σεις πού το ξέρατε;» ρωτάει τους νικητές η πρακτική Μάχη.
«Από τις εφημερίδες», απαντάμε.
«Γι’ αυτό δε βλέπω ειδήσεις», καταλήγει η Άλεξ. Έχω τη γνωστή παρόρμηση να επισημάνω το λογικό άλμα, αλλά συγκρατιέμαι. Αυτή η τακτική μόνο μπελάδες έχει φέρει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Τι με νοιάζουν εμένα τα άλματα των άλλων; Το Ζάλογγο είμαι;
Ο Αριστοτέλης κατεβάζει νέα πρόταση: «Επειδή πέσαμε σε ξερόλες, αλλάζουν οι κανόνες. Θα λέμε ιστορίες δικές μας, όχι άλλων».
«Και πώς μπορεί να είναι ψέμα η δική μου ιστορία;» ρωτάει, δικαιολογημένα αυτή τη φορά, η Άλεξ.
«Θα τη σκαρώσεις με το μυαλό σου, ρε παιδάκι μου. Μούφα, πέτσινη, πώς το λένε; Και για να πιο δίκαιο, λέω να βάλουμε και θέμα. Πι-χι, να πει ο καθένας μας τι πάει να κάνει στη Βορινή πασχαλιάτικα». Να δεις που σιγά-σιγά θα το φτιάξει το παιχνιδάκι του ο Αριστοτέλης.
Ποιος έχει σειρά; Ο Γρηγόρης: «Εγώ πάω για να κάνω φόνο. Ο ετεροθαλής αδερφός μου θέλει να κλείσει τη μάνα μας, που έχει Αλτσχάιμερ, σε άσυλο για να παντρευτεί τη Ρουμάνα που τη φροντίζει».
Ποντάρουμε όλοι στο “ψέμα”, εκτός από τον Αριστοτέλη. Ανοίγουμε το μπλοκάκι, “αλήθεια”! Τα δεκάευρα αλλάζουν χέρια μέσα σε δύσπιστα μουρμουρητά: «σιγά μην είναι αλήθεια» και τέτοια. Ο Αριστοτέλης βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «Σημασία έχει τι λέει το μπλοκάκι». Οι κανόνες φτιάχνονται στην πορεία. Όπως πάντα.
Σειρά μου: «Χώρισα πριν από εφτά χρόνια. Έχω μια κόρη που μόλις έκλεισε τα δεκαεφτά. Τη βλέπω κάθε πρώτο σαββατοκύριακο του μήνα, μια βδομάδα κάθε καλοκαίρι, κι άλλη μια βδομάδα ή το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Φέτος ήρθε για Πάσχα, αλλά σκοτωθήκαμε (μη ρωτήσετε γιατί – για τη ζωή, για το σύμπαν, για τα πάντα) κι έφυγε μόνη της για τη Βορινή όπου μένει η γιαγιά της, η πεθερά μου. Να ’ναι καλά η γυναίκα, για να μη γίνουν χειρότερα τα πράματα, ειδοποίησε εμένα κι όχι την κόρη της. Πάω τώρα να τη μαζέψω».
Στο μπλοκάκι έχω σημειώσει “ψέμα”, αλλά λέω αλήθεια. Τα πονταρίσματα είναι μοιρασμένα (διχάστηκαν ως και οι δίδυμες!), κι έτσι δεν παίρνω φράγκο.
Ο επόμενος! Οι δίδυμες λένε με μια φωνή: «Εμείς πάμε στη Βορινή γιατί είμαστε απένταρες και βρήκαμε δουλειά εκεί».
Μέσα στην απλότητά της, η ιστορία τους είναι για μένα η δυσκολότερη να ποντάρεις: αν λένε αλήθεια, πώς να τους πάρεις λεφτά στην κατάσταση που βρίσκονται; Από την άλλη, μπορεί να έχουν κάνει ό,τι κι εγώ, δηλαδή να λένε αλήθεια, αλλά να έχουν γράψει “ψέμα”. Και το χειρότερο: ποιος βρίσκει δουλειά στις μέρες μας; Με αυτά κατά νου, ποντάρουμε όλοι στο “ψέμα” και χάνουμε.
Ξανά ο Αριστοτέλης: «Εγώ είμαι από τη Βορινή. Γυρίζω πανί με πανί για να ξαναρχίσω απ’ το μηδέν. Θα πουλήσω το πατρικό –έρημο είναι– και θα ξεκινήσω μια αγροτική επιχείρηση, καλλιέργεια σαλιγκαριών». Και αρχίζει να λέει για σαλιγκάρια. Λεπτομέρειες απίστευτες! Αυτές τον πρόδωσαν: ο καλός ο ψεύτης ξέρει ότι το ψέμα όσο πιο λεπτομερές τόσο πιο πιστευτό. Επίσης, είπε ότι θα πουλήσει το ακίνητο – αυτό κι αν δεν γίνεται! Ποντάρουμε όλοι στο “ψέμα”, αλλά το μπλοκάκι λέει “αλήθεια”! Ακολουθεί ένας χαμός: κανείς δεν τον πιστεύει. «Να ’ρθετε, ρε, του χρόνου να με καμαρώσετε. Ο άρχοντας των σαλιγκαριών θα έχω γίνει!» Τον πληρώνουμε, αλλά δεν παίζουμε άλλο, νισάφι. Πολύ μπερδεμένο είναι αυτό το παιχνίδι.
* * *
Το ταξίδι συνεχίζεται πιο χαλαρά τώρα που έχουμε ξεδώσει. Έχει βραδιάσει πια. Ο Αριστοτέλης είναι στα κέφια του με το πενηντάρικο που μας τσίμπησε –είκοσι από μένα και τριάντα από τα κορίτσια∙ ο Γρηγόρης ήρθε ίσα βάρκα ίσα νερά– και προσπαθεί μάταια να πιάσει κουβέντα με τον Γρηγόρη. Εγώ ξαναπιάνω το βιβλίο μου, οι δίδυμες συνεχίζουν την παρτίδα που είχαν διακόψει νωρίτερα.
Κάποια στιγμή κάνουμε διάλειμμα για τουαλέτα σε ένα από τα επί της εθνικής πολυμάγαζα. Δεν αγοράζει κανείς τίποτα – τέτοια αυτάρκεια! Μου φαίνεται πως μόνο το χάλι όλων μας είναι απολύτως αληθινό.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο και περιμένουμε τον Αριστοτέλη. Όταν έρχεται, βγάζει από μια τσάντα ένα μπουκάλι ουίσκι, μικρά πλαστικά ποτήρια και δυο σακουλάκια φιστίκια.
«Τα-ράαα! Εγώ κερνάω. Δεν μου πήγαινε να σας πάρω τα λεφτά, ρε σεις».
«Και δε μας τα ’δινες πίσω, ρε Τέλη;»
«Έλα, μωρέ, μια ζωή την έχουμε!»
Μου δίνει τα συμπράγκαλα για να σερβίρω και βάζει μπρος. Αποδεικνύεται ότι σε κανέναν μας δεν αρέσει το ουίσκι, αλλά όλοι συμφωνούμε ότι είναι το μόνο ενδεδειγμένο για τον δρόμο ποτό. Φυσικά, κανείς δεν έχει αντίρρηση που πίνει και ο οδηγός, αλίμονο. Πίνουμε, λοιπόν. Οι δίδυμες ευθυμούν με τις πρώτες αιθυλικές αναθυμιάσεις και μας τα λένε όλα. Είναι εικοσιτριών χρονών, η Μάχη μισή ώρα μεγαλύτερη από την Άλεξ, σπουδές σε κάποιο ομιχλώδες ΙΕΚ, δουλεύουν σερβιτόρες (όταν βρίσκουν δουλειά). Πάνε συστημένες στο κλαμπ “Belle de Nuit”.
«Τι κλαμπ, ρε κορίτσια; Το “Βέλε-δε-Νουίτ” είναι σκυλάδικο πιστοποιημένο!» πετάγεται ο Γρηγόρης. Άρα αυτός είναι όντως Βορινός – ή, εν πάση περιπτώσει, την ξέρει την πόλη. Ενώ ο Αριστοτέλης, που κανονικά, με το χαρακτήρα που ’χει, θα έπρεπε να ’χει δικό του στασίδι στο ευαγές αυτό ίδρυμα, δε λέει κουβέντα. Άρα είναι μεγάλη μάρκα, μέσα έχω πέσει. Οι δίδυμες υπερασπίζονται την επιλογή τους: «Αποκλείεται», λένε «μας διαβεβαίωσαν ότι είναι πολύ καλό μαγαζί, μαζεύει τον καλύτερο κόσμο», μπούρου-μπούρου-μπούρου. Αλλά έχουν θορυβηθεί, είναι φανερό. Ο Γρηγόρης δείχνει να ξέρει τι λέει:
«Ποιον καλύτερο κόσμο, ρε σεις; Αυτό είναι παράρτημα αγροτικών φυλακών, πάτε καλά; Το αφεντικό, ο Ασημάκης, είναι η χαρά του δικηγόρου, ούτε ο ίδιος ξέρει πόσες δίκες έχει μπροστά του. Το καλό που σας θέλω, κάντε Ανάσταση στη Βορινή και αύριο πρωί-πρωί πίσω, στο σπιτάκι σας».
Μετά τις πιάνει στην ανάκριση: πώς βρήκαν τη δουλειά, ποιος, πού, γιατί, πόσα, για πόσο. Πάνω στη διαδικασία αυτή, μαθαίνουμε κάμποσα για τη νυχτερινή ζωή στη Βορινή. Βέβαια, τίποτα απ’ όσα ακούγονται δεν προκαλούν έκπληξη – απλώς μια βαρετή υποσημείωση στο κεφάλαιο “Προσεχώς Βουλγάρες”. Εκείνο που όντως μου κάνει εντύπωση είναι ότι, μετά από τόσες ώρες, ο Γρηγόρης πραγματικά ενδιαφέρεται να συζητήσει κάτι. Ότι ξέρει πρόσωπα και πράγματα, ξέρει. Αλλά γιατί τόσες ερωτήσεις; Σαν να το κατάλαβε κι ο ίδιος ότι το έχει παρατραβήξει, γιατί το κόβει ξαφνικά.
Ξαφνικά κόβει δεξιά κι ο Αριστοτέλης, και μπαίνει σ’ έναν επαρχιακό παράδρομο. Πρέπει να είμαστε καμιά εκατοστή χιλιόμετρα από τη Βορινή πια, και κοντεύει εννιά.
«Πού πας από δω, ρε Αρίστο;»
«Παρακάτω έχει πάντα μπλόκο για αλκοτέστ. Δεν είμαι για τέτοια τώρα. Άσε που από δω κόβουμε δρόμο. Άκου που σου λέω, τα ξέρω τα κατατόπια».
Από πού τα ξέρει άραγε; Ντόπιος δεν είναι, είμαι βέβαιος. Κι ο Γρηγόρης στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει, υποθέτω, γιατί του λέει:
«Κάτσε να το πάρω εγώ τότε, που δεν έχω πιει σχεδόν τίποτα».
«Μόνο εγώ οδηγώ το μωρό μου. Τελεία και παύλα».
Ανακάθομαι. Συντηρώ με το ζόρι μια κουβέντα με τις δίδυμες, αλλά έχω το νου μου στη μαυρίλα που διασχίζουμε. Κάτι δεν μου πάει καλά.
Λίγα κακοτράχαλα χιλιόμετρα παρακάτω, μας φράζει το δρόμο ένα μαύρο Jeep Wrangler. Ένας τύπος μάς κάνει νόημα να σταματήσουμε. Ωχ! Δεν θα ’ναι για καλό. Αισθάνομαι τον Γρηγόρη μπροστά μου να σφίγγεται. Σταματάμε αναγκαστικά. Ο τύπος έρχεται από τη μεριά του Αριστοτέλη.
«Καλησπέρα, καλή Ανάσταση».
Ναι, ναι, παρακάτω.
«Έμεινα από μπαταρία. Μήπως μπορείτε να –»
Και τότε ανοίγουν απ’ έξω οι πίσω πόρτες και βρισκόμαστε κατάφατσα με δύο καλάσνικοφ. (Εντάξει, δεν ξέρω από όπλα, όλα καλάσνικοφ τα λέω, αλλά είναι πυροβόλα όπλα!) Τα κρατάνε δύο άλλοι σκοτεινοί τύποι, κεφαλοξυρισμένοι και ντουλαποειδείς. (Θα μπορούσα να τους αναγνωρίσω αργότερα; Μπα. Έχω προς ώρας χάσει βασικές λειτουργίες της αισθητηριακής μου αντίληψης.)
«Όλοι έξω!»
Βγαίνουμε και στεκόμαστε φάτσα στις κάνες. Ο πρώτος, ο μόνος άοπλος, μου αρπάζει τον σάκο πλάτης που κρατάω, τον ανοίγει και λέει:
«Βάλτε μέσα πορτοφόλια, κινητά, κοσμήματα, ρολόγια».
Έτσι νεράκι που το λέει το ποίημα, μου θυμίζει τις αεροσυνοδούς όταν σου εξηγούν από πού να πέσεις στο πουθενά, αν σπάσει ο πιλότος το ποδάρι του και βρεθείς αίφνης βαρυτικά ευπαθής. Κάνουμε ό,τι μας λέει, αυτό έλειπε! (Οι κάνες στη ζωή δεν είναι όπως στα βιντεοπαίχνιδα, να κάνεις save και να συνεχίσεις την επαύριον.) Ανοίγει τα πορτοφόλια ένα-ένα, τσιμπάει τα χαρτονομίσματα, και τα τσόφλια τα πετάει στα πόδια μας. Πάλι καλά. Μετράει τη λεία, ούτε 500 ευρώ.
«Αυτά είναι όλα;»
Τον διαβεβαιώνουμε ότι αυτά είναι όλα. Δεν επιμένει – μάλλον δε δείχνουμε να έχουμε περισσότερα. Μπαίνει το Audi και βάζει μπρος. Ο Γρηγόρης τού φωνάζει:
«Δε μας αφήνεις τουλάχιστον τις αποσκευές;»
Ο τύπος δεν μπαίνει καν στον κόπο ν’ απαντήσει∙ βάζει ταχύτητα και φεύγει. Οι άλλοι δύο μπαίνουν στο τζιπ και τον ακολουθούν. Ένα λεπτό μετά δεν ακούμε ούτε τις μηχανές. Στεκόμαστε εκεί κοκαλωμένοι.
Μου περνάει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να μας την έχει κάνει ο Αριστοτέλης. Αυτός μας μάζεψε, αυτός έκοψε στον επαρχιακό δρόμο. Θα μπορούσε να είναι στημένο. Αλλά πάλι, ολόκληρη επιχείρηση για 500 ευρώ, σκάρτα; Κι έτσι που τον βλέπω κίτρινο σαν κατουρημένο λεμόνι, το αποκλείω. Σύμπτωση είναι. Κακή συγκυρία.
Πρώτος συνέρχεται ο Γρηγόρης και ρωτάει τα κορίτσια αν είναι καλά. Έχουν σοκαριστεί, αλλά γνέφουν ότι είναι εντάξει.
«Συνεχίζουμε με τα πόδια μέχρι να βρούμε τηλέφωνο», λέω.
«Τι να το κάνουμε το τηλέφωνο; Δεν έχουμε λεφτά ούτε για ταξί μέχρι την πόλη», λέει ένας Αριστοτέλης στα όρια της κατάρρευσης.
«Για να πάρουμε την αστυνομία, ρε! Να τους δώσουμε τον αριθμό του τζιπ. Τον έχω συγκρατήσει», απαντάω.
«Εχμ… Καλύτερα να την αφήσουμε απέξω την αστυνομία».
«Γιατί, ρε Αριστοτέλη;»
«Εεε, το αυτοκίνητο, ξέρετε, είναι …κλεμμένο. Με πλαστές πινακίδες. Ερχόμουν στη Βορινή για να το παραδώσω σ’ αυτόν που το παράγγειλε».
Μάλιστα. Ξαφνιάζομαι από την αποκάλυψη; Μπα! Αντιδρώ; Ούτε. Έχει μουδιάσει το μυαλό μου τόσο πολύ που ευτυχώς η ανάσα είναι μηχανική διαδικασία.
«Το ηχοσύστημα το πούλησα για να βάλω βενζίνη. Μετά σκέφτηκα να πάρω κι άλλους μαζί, να μου έρθει φτηνότερα. Συγγνώμη, ρε παιδιά, σας έμπλεξα».
Σώπα, μωρέ, συμβαίνουν αυτά. (Θα τον σκοτώσω!)
«Ναι, καλύτερα όχι την αστυνομία. Έχω κι εγώ κάποιο θεματάκι», προσθέτει ο Γρηγόρης.
Γίνεται όλο και καλύτερο, έτσι; Περιμένουμε τη συνέχεια, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να μας πει περισσότερα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα βαριάς σιωπής, λέει:
«Το κόβουμε στο πόδι μέχρι να βρούμε ένα σπίτι. Μετά, βλέποντας και κάνοντας».
Αυτό το “βλέποντας και κάνοντας” είναι ακόμα μία από τις εκφράσεις που σιχαίνομαι – όποτε τη λέμε, συνήθως ούτε βλέπουμε ούτε ξέρουμε τι να κάνουμε. Ξεκινάμε, παρ’ όλα αυτά, στον ορεινό επαρχιακό δρόμο της μηδενικής κυκλοφορίας, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, με κατεύθυνση την πόλη. Πάλι καλά που δεν κάνει ψόφο. Ας πούμε πως είναι μια βραδινή βόλτα στο βουνό. (Είναι βράδυ, ήμαστε στο βουνό. Εντάξει, βόλτα δεν ήταν, αλλά δύο στα τρία δεν είναι κι άσχημα. Είναι;)
* * *
Κάνα χιλιόμετρο παρακάτω βλέπουμε το πρώτο φως. Ένα αμυδρό φωτάκι όχι μακριά από τον δρόμο. Πλησιάζουμε με αναπτερωμένες ελπίδες. Απ’ όσο μπορούμε να δούμε, είναι μια μικρή αγροικία, και το φως που έρχεται από το παράθυρο δε μοιάζει με ηλεκτρικό. Χωρίς διαβουλεύσεις, ο Γρηγόρης πάει και χτυπάει την πόρτα.
«Ποιος είναι;» Η μπάσα φωνή ανήκει σε ηλικιωμένο άντρα
«Δε με γνωρίζετε. Έχω πρόβλημα με το αυτοκίνητό μου. Μπορείτε να μου ανοίξετε μισό λεπτό;»
«Απομακρύνσου, άπιστε. Ο σκύλος σκοτώνει!»
Κοιτάζουμε τριγύρω ανήσυχοι. Ποιος σκύλος;
«Μα δεν έχω κακό σκοπό. Χρειάζομαι βοήθεια. Να, περνάω κάτω από την πόρτα την ταυτότητά μου».
Όπως το λέει, το κάνει κιόλας. Δευτερόλεπτα αργότερα ανοίγει η πόρτα και στο άνοιγμα εμφανίζεται ένας σκύλος διασταύρωση μολοσσού με πούλμαν. Ενστικτωδώς κάνουμε ένα βήμα πίσω. Ο σκύλος βγαίνει στην ξύλινη βεράντα και πέφτει τ’ ανάσκελα, βγάζοντας ήχους απολύτως κατευναστικούς. Χάδια θέλει. Σκύβει η Μάχη και του χαϊδεύει την κοιλιά. Κάνει τρελές χαρές το τέρας. Τώρα στο άνοιγμα στέκει ένας εξίσου θηριώδης παππούς που φοράει γκρίζο ράσο. Μουσάτος, κοτσονάτος, επιβλητικός.
«Ήσυχα, Φίντο. Φίλοι μας είναι».
Πόσο πιο ήσυχα, δηλαδή; Ο Φίντο το μόνο που κάνει είναι να κουνάει την ουρά του μέχρι ξεκολλήματος. Ο Γρηγόρης αναλαμβάνει να εξηγήσει την κατάστασή μας.
«Καλησπέρα, Δέσποτα. Χάλασε το αυτοκίνητό μας, και το ένα κινητό μας είναι αφόρτιστο και το άλλο δεν έχει σήμα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το τηλέφωνό σας;»
«Δεν είμαι δέσποτας, τέκνον μου. Κοσμοκαλόγερος είμαι. Αν θέλεις σώνει και καλά να με προσφωνήσεις, να με λες γέροντα. Γέρων Ζαχαρίας. Και τηλέφωνο δεν έχω».
«Μάλιστα. Ο πιο κοντινός σας γείτονας;»
«Σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων θα βρείτε τρία-τέσσερα σπίτι, αλλά άνθρωπο δεν θα βρείτε. Ακόμα και όσοι έχουν έρθει για το Πάσχα, θα έχουν πάει στην Ανάσταση».
Τη βάψαμε!
«Καθίστε αν θέλετε στο ξώστεγο να σας φιλέψω κάτι, μέρα που είναι».
Πάμε και σωριαζόμαστε αποθαρρυμένοι σε κάτι ξύλινους πάγκους στη βεράντα. Ο γέροντας φέρνει από μέσα τη γκαζόλαμπα και την απιθώνει στο τραπέζι ανάμεσά μας.
«Ούτε ρεύμα, ε;»
«Ούτε».
Στο φως της γκαζόλαμπας διακρίνουμε στην αυλή το περίγραμμα ενός αγροτικού. Νέες προοπτικές.
«Το αυτοκίνητο δικό σας είναι;» ρωτάω.
«Ναι».
Καλό αυτό. Παίζω ένα χαρτί ακόμα:
«Εσείς δεν θα πάτε στην Ανάσταση;»
«Δεν πάω εγώ σε τέτοια! Θα κάνω Ανάσταση όπως ξέρω εγώ».
Όμορφα! Πέσαμε σε αντικληρικαλιστή κοσμοκαλόγερο. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στο μεταξύ προσπαθεί ν’ αποτρέψει τον Φίντο (που είναι πιο βαρύς από τον ίδιο) απ’ το ν’ ανέβει πάνω του, κάνει ακόμα μία προσπάθεια:
«Δεν κάνετε καλά. Μέρα που είναι πρέπει να βρισκόμαστε όλοι στον οίκο του Κυρίου».
«Έχεις βρει τον Ιησού, τέκνον μου;»
«Δεν ήξερα ότι τον ψάχναμε, πάτερ».
Παύση εύθραυστη. Κανένας δε γελάει, έχουμε άλλες ανάγκες. Ο Φίντο βρίσκει ευκαιρία και χώνεται ανάμεσα στα πόδια της Άλεξ. (Για φύλακας δεν κάνει, αλλά όλα τα άλλα τα κάνει.)
«Δεν είμαι πατήρ, είπαμε!»
Ώχου, εντάξει. Το πιάνω από την αρχή.
«Γέροντα Ζαχαρία, καιγόμαστε. Μήπως γίνεται να δανειστούμε το αυτοκίνητο να πάμε στην πόλη; Αύριο το πρωί θα σας το επιστρέψουμε, έχετε το λόγο μας».
«Ποτέ μη δανείζεις γυναίκα και αυτοκίνητο, τέκνον μου».
Ε;
«Καθίστε να σας φιλέψω πρώτα κάτι και μετά θα δούμε τι μπορεί να γίνει».
Σηκώνεται και χάνεται στο σκοτεινό σπίτι. Πίσω του αρχίζουν οι αναλύσεις για το χάλι μας το μαύρο. Στα γρήγορα αποφασίζουμε ότι η μόνη λύση είναι να τον πείσουμε να μας πάει στην πόλη ο ίδιος. Μέσα στο σπίτι χορεύει μια δέσμη φωτός. Ο γέροντας κάνει ετοιμασίες με τη βοήθεια φακού. Απλές καθημερινές καταστάσεις. Όταν ξαναβγαίνει, φέρνει μια καράφα κόκκινο κρασί, μια καρτέλα αυγά και ψωμί.
«Τ’ αυγά είναι βρασμένα, αλλά βαφή δεν μου βρισκόταν. Μπορείτε όμως να τσουγκρίσετε, έτσι για το καλό».
«Μα δεν αναστήσαμε ακόμα, γέροντα».
«Τέκνον μου, κατά τας Γραφάς η Ανάσταση έγινε στις δώδεκα το μεσημέρι. Εγγυημένα».
Στο μεταξύ ο Αριστοτέλης μάς πασάρει ποτήρια με κρασί, το οποίο είναι εξαιρετικό. Η Μάχη, δε, βγάζει από την τσέπη της ένα μολύβι κι αρχίζει να ζωγραφίζει χαμογελαστές φατσούλες στ’ αυγά.
«Θα σας φιλέψω μ’ ό,τι βρίσκεται. Μακαρόνια με μανιτάρια έχω φτιάξει. Έβαλα στη γκαζιέρα κι άλλο ένα πακέτο να βράζει. Σε δέκα λεπτά τρώμε».
«Καλά, ούτε την Ανάσταση δεν τρώτε κρέας, γέροντα;»
«Τρώω, αλλά για να κάνεις μαγειρίτσα χρειάζεσαι συκωταριά», λέει ο άγιος άνθρωπος και ταυτόχρονα σηκώνει το δεξί του χέρι τρίβοντας τον δείκτη με τον αντίχειρα. Καταλάβαμε.
Συνεχίζουμε να πίνουμε το θεϊκό μηλόκρασο του γέροντα, περιμένοντας τα μακαρόνια να γίνουν. Τα κορίτσια μάς μοιράζουν χαμογελαστά αυγά για να τσουγκρίσουμε.
«Χριστός ανέστη».
«Αληθώς ανέστη».
“Μ’ αρέσει η σιγουριά σας”, σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω (τι στην ευχή, υπάρχει κι ένα πρωτόκολλο φιλοξενουμένων), αλλά ακούω τον Αριστοτέλη να λέει μέσα απ’ τα δόντια του, «Ό,τι πει το μπλοκάκι» και γελάω, προς μεγάλη χαρά του Φίντο, που προσπαθεί ν’ ανέβει πάνω σε μένα τώρα, για να βρεθούμε και οι δύο, συμπούρδουλοι, στο δάπεδο. Ανάβει το γλέντι!
Ο γέροντας φέρνει τις μακαρονάδες (του Φίντο ενισχυμένη) και πέφτουμε πάνω τους σαν λιμασμένοι. Νοστιμότατες! Τα κορίτσια ζητάνε τη συνταγή για τη σάλτσα με τα μανιτάρια. Απλές καθημερινές καταστάσεις.
Κάμποση ώρα αργότερα έχουμε φάει βασιλικά, έχουμε πιει το κρασάκι μας κι έχουμε μισο-ξεχαστεί. Τι ώρα να έχει πάει; Ό,τι κουβαλάγαμε σε κινητά και ρολόγια, τώρα τα χαίρονται άλλοι. Ο γέροντας λέει ότι έχει ένα ξυπνητήρι, αλλά δεν έχει μπαταρία. Δηλώνει όμως βέβαιος ότι είναι περασμένες έντεκα. Ο Γρηγόρης κάνει μια τελευταία προσπάθεια.
«Γέροντα, σε χιλιο-ευχαριστούμε για τη φιλοξενία, αλλά πρέπει να πάμε στην πόλη, θ’ ανησυχούν οι δικοί μας. Μπορείς να μας κάνεις τη μεγάλη χάρη να μας πετάξεις ως εκεί με το αγροτικό σου;»
«Ασφαλώς και μπορώ. Τώρα που αποφάγαμε, θα σας πάω. Μισό λεπτό να φέρω τα κλειδιά».
Αλλάζουμε απορημένα βλέμματα. Αυτό ήταν όλο; Ήθελε παρέα για το τραπέζι της Ανάστασης; Ο γέροντας βγαίνει, τραβάει πίσω του την πόρτα και πάει προς το αγροτικό, κάνοντάς μας νόημα να τον ακολουθήσουμε. Σηκωνόμαστε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
«Τα κορίτσια μπροστά με τον γέροντα, και οι υπόλοιποι στην καρότσα», κανονίζει τα διαδικαστικά ο Γρηγόρης.
Μόλις ο γέροντας ανοίγει την πόρτα του οδηγού, ορμάει ο Φίντο και στρώνεται στη θέση του συνοδηγού, γεμίζοντας σχεδόν ολόκληρη την καμπίνα με τα εκατό κιλά του.
«Ο Φίντο κάθεται πάντα μπροστά, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ανέβει στην καρότσα. Και ούτε λόγος να τον αφήσω μόνο του. Φοβάται μόνος του».
Σκύβω στο παράθυρο του συνοδηγού και τον βλέπω να έχει βάλει τα μπροστινά πόδια στο ταμπλό γεμάτος προσμονή για την αναπάντεχη βόλτα.
«Καλά που έχεις κι αυτόν, γέροντα, εδώ στη μέση του πουθενά, αλλιώς τι θα ’κανες!» λέω, χαϊδεύοντας τον Φίντο πίσω απ’ τις αυτάρες του. Χάδια, χάδια, χάδια.
«Φύλακας δεν είναι, αλλά και μόνο που τον βλέπεις, τρία στρέμματα σκύλο, κόβεις ρόδα μυρωμένα», λέει ο Αριστοτέλης.
«Ξέρεις τι σημαίνει fide στα λατινικά, Αριστοτέλη, παιδί μου;»
«Όχι, γέροντα. Αλλά ξέρω τι θα πει χάι-φιντέλιτι».
«Μέσα στην άγνοιά σου, κοντά έπεσες. Θα πει πίστη» και του δείχνει τον Φίντο. Παίρνω όρκο ότι το σκυλί χαμογελάει.
Ανεβαίνουμε και οι πέντε στην καρότσα. Στεκόμαστε όρθιοι γιατί κανείς μας δεν ξέρει τι ακριβώς σέρνεται κάτω απ’ τα πόδια μας. Με το που ξεκινάμε, αρπαζόμαστε από τις σιδεριές γιατί ο Ζαχαρίας οδηγάει με λόξιγκα. Το αεράκι, πάντως, μας κάνει καλό. Κι έχει κι έναν ουρανό, έτοιμο να κατέβει να μας πλακώσει, επιτέλους.
Ο Γρηγόρης, μαγκωμένος στα κάγκελα, θεωρεί ότι είναι ώρα να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή την τρέλα. Σηκώνει το μπλουζάκι του κι ανοίγει μια θήκη που φοράει σαν ζώνη στη μέση. Βγάζει κάτι χαρτιά και δίνει σε όλους από ένα. Τι ’ν’ αυτό; Προστατεύω τη φλόγα του αναπτήρα και το φέρνω κοντά. Μωβ χαρτονόμισμα. Υπάρχουν και τέτοια; Ο Γρηγόρης φωνάζει για ν’ ακουστεί.
«Αύριο εσείς οι τρεις (δείχνει τα κορίτσια και τον Αριστοτέλη) παίρνετε το λεωφορείο και γυρίζετε πίσω. Αριστοτέλη, να το ξεχάσεις το αμάξι. Οι τύποι ήταν του Ασημάκη, του εργοδότη τούτων εδώ (ξαναδείχνει τα κορίτσια). Εσύ (εγώ είμ’ αυτός) παίρνεις την κόρη σου – αλήθεια ήταν αυτή η ιστορία;»
«Ναι», αρκούμαι να πω.
«– και μετά το λεωφορείο. Αν θες βοήθεια, να μου πεις. Συνεννοηθήκαμε;»
«Κάτσε, ρε Γρηγόρη. Είναι πολλά τα λεφτά».
«Θα μου τα χρωστάτε. Την άλλη φορά που θα πάμε ταξίδι, τα έξοδα δικά σας».
Δεν ξέρουμε τι να πούμε. Εντάξει, δικά του είναι τα λεφτά, ό,τι θέλει τα κάνει Αλλά και πάλι. Πηγαίνουμε για λίγο αμίλητοι. Σκέφτομαι: φορτωμένος με πεντακοσάρικα κι έχει ένα θεματάκι με την αστυνομία. Χμ. Θέλω να ξέρω; Όχι! Ο Αριστοτέλης τρώγεται να πει κάτι.
«Τελικά όλοι ψέματα λέγαμε, έτσι;»
«Εμείς όχι», απαντάει η χορωδία διδύμων.
«Εσείς δεν το ’χετε, ρε. Και δεν το λέω για καλό».
«Κι εγώ την αλήθεια είπα», λέω εγώ. «Απλώς είπα ψέματα ότι λέω αλήθεια». Πώς το είπα αυτό; Στο μυαλό μου ακουγόταν καλύτερα.
«Εγώ δεν είπα εντελώς ψέματα», λέει ο Γρηγόρης. Αυτό το Πάσχα είναι κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο της μάνας μου, και είπα να το περάσουμε μαζί».
Αλήθεια, αλήθεια υπό συνθήκες, ψέμα κατά συνθήκη, ψεματάρα: όλο το δυνατό φάσμα. Απλές καθημερινές καταστάσεις.
Περίπου μισή ώρα αργότερα, πέφτουμε πίσω από το τελευταίο ύψωμα και να την η πόλη από κάτω μας, πιάτο. Ωραίο θέαμα. Μας έχει γανιάσει ο αέρας, και η συγχωρεμένη η ανάρτηση του αγροτικού μάς έχει κάνει φραπέ, αλλά τώρα ανταμειβόμαστε: ξεκουράζουμε τα μάτια μας σε θέα αφοπλιστική. Δεν ακούγεται τίποτα, μόνο ο αέρας και η μηχανή του αγροτικού.
Και τότε γεμίζει ο ουρανός πυροτεχνήματα. Ανάσταση! Καμπάνες δεν ακούμε ακόμα, αλλά μπορούμε να τις φανταστούμε – μπορούμε να γίνουμε καμπάνες, αν χρειαστεί. Δοκιμάζουμε κάτι αδέξιες αγκαλιές πάνω στο τρεχαντήρι του γέροντα Ζαχαρία, ο οποίος κορνάρει περίπου όσο δυνατά γαβγίζει ο Φίντο, και ανταλλάσσουμε τα φιλιά της αγάπης. Για μέχρι πρότινος άγνωστοι, μια χαρά τα πάμε ως άνθρωποι. Κατεβαίνουμε στον κόσμο εν μέσω μιας ουράνιας φαντασμαγορίας, ελπίζοντας στο καλύτερο. Fide!

Reblogged this on Oxtapus *beta.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!