Ένας τυφλός
—Χ.Λ. Μπόρχες—
Δεν ξέρω πώς είναι το πρόσωπο που με κοιτάει
όταν αντικρίζω τον καθρέφτη·
δεν ξέρω πώς είναι ο γέρος που ψάχνει μες στην αντανάκλασή του
με κουρασμένη και σιωπηλή πια μανία.
Αργά μες στο σκοτάδι μου, εξερευνώ με το χέρι
τα αδιόρατα χαρακτηριστικά μου. Μια αναλαμπή
με διασχίζει. Διακρίνω τα μαλλιά σου
σταχτιά ή κάπως χρυσαφένια.
Λέω πάλι πως το μόνο που έχω χάσει
είναι η ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων.
Τη φράση αυτή την έχει πει ο Μίλτον και είναι σπουδαία,
όμως και πάλι ο νους μου πάει σε τριαντάφυλλα και γράμματα.
Θαρρώ πως αν μπορούσα να ‘βλεπα το πρόσωπό μου
τούτο το παράξενο απόγεμα θα ήξερα ποιος είμαι.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα. Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006.
Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων


Σχολιάστε