«Όλα όσα μπορεί να αναλύσει κανείς στο έργο κάποιου είναι αυτά που έχουν τη μικρότερη σημασία».
—Tης Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Ο Αμερικανός Πάπας του Μακάβριου, ο απόγονος του Ουάσινγκτον Ίρβιν με τον Ακέφαλο Καβαλάρη του και πρόγονος του Τιμ Μπάρτον, συγγραφέας και εικονογράφος Edward Gorey γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Φεβρουαρίου 1925.
Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1925, στο Σικάγο. Από το 1953 και μετά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, την οποία δεν εγκατέλειψε σχεδόν ποτέ, μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Απρίλιο του 2000. «Το πιο αγαπημένο μου ταξίδι είναι να κοιτάω από το παράθυρο», είχε δηλώσει. Εκεί, μέσα στο σπίτι όπου συγκατοικούσε με τις γάτες και τα πάμπολλα βιβλία του, δημιούργησε τον ιδιαίτερο κόσμο του και εκείνο το μοναδικό και απόλυτα αναγνωρίσιμο στυλ που τον έκανε διάσημο και αγαπητό τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους. Ο Gorey κατάφερε να συμπεριλάβει στα λιτά του, ασπρόμαυρα σκίτσα (καθώς και στα ολιγόλογα κείμενά του με τις μεγαλοφυώς απλές ομοιοκαταληξίες) την αενάως παρούσα, υποβόσκουσα ανησυχία μας για όσα δεν βλέπουμε (αλλά υπάρχουν) και την υποσυνείδητη έλξη μας για το μακάβριο και το θάνατο (κάτι που τα παιδιά διαισθάνονται πολύ πιο έντονα από τους μεγάλους) με έναν τρόπο διασκεδαστικό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό. Ο ίδιος το θέτει, βέβαια, καλύτερα: «Ειλικρινά πιστεύω πως γράφω για την καθημερινή ζωή. Δεν νομίζω πως είμαι τόσο αλλόκοτος όσο θεωρούν μερικοί. Η ζωή είναι εγγενώς βαρετή και ταυτόχρονα επικίνδυνη. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να χαθεί το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Φυσικά, σχεδόν ποτέ δεν χάνεται· κι αυτό ακριβώς την καθιστά βαρετή».
Το έργο του Gorey αποτελεί μια κατηγορία από μόνο του – αδύνατο να το εντάξεις σε κάποιο υπάρχον genre. Τα βιβλία του είναι μυθιστορήματα-μινιατούρες, με 20-30 σελίδες, καθεμιά με ένα σκίτσο, μια χειρόγραφη λεζάντα ή δίστιχο, διακοσμημένα περιθώρια σε ένα ύφος βικτωριανό, παράδοξο και οικείο μαζί. Και όλα αυτά εκτελεσμένα με τέτοια απόλυτη οικονομία ώστε τίποτα να μην μαλακώνει την πτώση του αναγνώστη στον αστείο και σκοτεινό κόσμο αυτού του μεγάλου, πολύ μεγάλου καλλιτέχνη.
Το dim/art οφείλει μια ειδική αναφορά στον Σωτήρη Κακίση, που πρώτος αποτόλμησε να μεταφράσει Gorey στα ελληνικά, προσφέροντάς μας τον εκπληκτικό Αμφίβολο Επισκέπτη (The Doubtful Guest). Πρόκειται για μια αριστουργηματική –χωρίς καμία δόση υπερβολής– μεταφορά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Chapeau, κύριε Κακίση.
* * *
Η ασεβής πρόσκληση
The Disrespectful Summons. Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Έριξε ξάφνου ο Διάβολος ένα μεγάλο σάλτο
και σώριασε φαρδιά-πλατιά τη μις Σκουίλ κάτω.
Μετά, αφού τη βούτηξε και πάλι από το χώμα,
τη στριφογύρισε τρελά λίγες φορές ακόμα,
Η μις Σκουίλ, σαν γδύθηκε το ίδιο εκείνο βράδυ,
είδε πάνω στο στήθος της του Διάολου το σημάδι.
Την άλλη μέρα ανοίγοντας την πόρτα της, στο χολ
μπήκε ένα πλάσμα που λεγόταν, λέει, Μπηλφαζόλ.
Της έφερε μια συνταγή για γλύκισμα με γλάσο
που είχε ξύσμα μολυβιού, λάσπη πολλή και γράσσο.
Κι ένα βιβλίο που ο τίτλος του ήταν Ογδόντα έξι
Πάρα Πολύ Σατανικές Πράξεις», για να διαλέξει.
Ξίνιζε γάλα, σάπιζε μεταξωτές πετσέτες
κονσέρβες σκούριαζε, έκαιγε ψωμιά κομμένα φέτες
Πέφτανε κάτω ανάσκελα οι χήνες κι οι αγελά-
δες όποτε την ακούγανε άξαφνα να γελά
Έφτιαχνε των γειτόνων της από κερί κουκλίτσες
και μια προς μια τις γέμιζε πινέζες και καρφίτσες.
Κι εκείνοι ξεψυχούσανε με πόνους αβαστάκτους
στα έντερα, στους πνεύμονες και άλλοι στα μυαλά τους.
Βρήκε από κάπου βότσαλα με μάτια που κοιτούσαν
Και κάτι αλλόκοτα φυτά που ούρλιαζαν και βογκούσαν.
Μα έπειτα, κι ας ήτανε γι’ αυτήν πολύ νωρίς
επέστρεψε ο δαίμων ένα βράδυ Κυριακής
Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, κι όπως συνήθως κάνει,
έδωσε μια και πέρασε μέσα από το ταβάνι
Ήρθε το τέλος της λοιπόν, που ήταν το παρακάτω:
Να καίγεται αιώνια στης Κόλασης τον πάτο.
* * *
2 comments