Astor Piazzolla, 1921-1992

Ο Astor Pantaleón Piazzolla γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1921 στο Mar del Plata της Αργεντινής και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Νέα Υόρκη.

Όταν γίνεται 8 χρονών ο πατέρας του του χαρίζει ένα μπαντονεόν αγορασμένο από ενεχυροδανειστήριο έναντι 19 δολαρίων, αρχίζει μαθήματα και, σε ηλικία μόλις 10 χρονών, ηχογραφεί τον πρώτο δίσκο του σε στούντιο της Νέας Υόρκης.

Το 1933 ξεκινάει να μελετάει μουσική κοντά σε έναν από τους μαθητές του Rachmaninov, τον Bela Wilda, για τον οποίο ο Piazzolla έχει πει:  «Μαζί του έμαθα να αγαπώ τον Μπαχ». Λίγο καιρό αργότερα γνωρίζει τον Carlos Gardel που θα γίνει στενός οικογενειακός φίλος και παίρνει μέρος μαζί του στην ταινία El dia que me quieras, μια ταινία-σταθμό για την ιστορία του Tango.

Ο Piazzolla με την ορχήστρα του Troilo, c.1945. (Δεύτερος από δεξιά ενώ ο Troilo στο κέντρο με το σκούρο κουστούμι).
Ο Piazzolla με την ορχήστρα του Troilo, c.1945. (Δεύτερος από δεξιά ενώ ο Troilo στο κέντρο με το σκούρο κουστούμι).

Το 1936 επιστρέφουν οικογενειακώς στην Αργεντινή κι εκεί ανακαλύπτει, ακούγοντας ραδιόφωνο, το βιολί και τον ήχο του Elvino Vardaro που έμελλε αργότερα να γίνει ένας από τους μουσικούς της ορχήστρας του. Η αγάπη του για αυτό το εναλλακτικό ύφος τάγκο τον ενθαρρύνει να μετακομίσει μόνιμα στο Buenos Aires, το 1938, σε ηλικία 17 χρονών. Τον επόμενο χρόνο άλλη μια γνωριμία-σταθμός στη ζωή του: Κερδίζει μια θέση στην καλύτερη ορχήστρα τάγκο της εποχής, την ορχήστρα του Anibal Troilo,  και γνωρίζει τον «Pichuco», έναν από τους καλύτερους μουσικούς μπαντονεόν κι έναν άνθρωπο που ο ίδιος αναγνωρίζει ως μεγάλο δάσκαλό του.

Τα επόμενα χρόνια δουλεύει με διάφορες ορχήστρες, συνεχίζει τις σπουδές του, παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά. Ο ήχος των ενορχηστρώσεων του είναι ήδη πολύ διαφορετικός από εκείνον του παραδοσιακού τάγκο και για να αποκτήσει την καλλιτεχνική ελευθερία να εξευρενήσει τη μουσική του σχηματίζει, το 1946, την πρώτη δική του ορχήστρα και συνθέτει το El Desbande, το οποίο θεωρεί ουσιαστικά το πρώτο του τάγκο. Τρία χρόνια αργότερα αισθάνεται πως το τάγκο και το μπαντονεόν τον περιορίζουν μουσικά, στρέφεται στην τζαζ, συνεχίζει τις σπουδές και τις μουσικές του αναζητήσεις και αποκηρύσσει σχεδόν το τάγκο εντελώς ─ή τουλάχιστον, αρνείται να ακολουθήσει τη φόρμα που ήταν τότε αποδεκτή ως τάγκο.

nadiaΈχοντας κερδίσει μια υποτροφία σε μουσικό διαγωνισμό, το 1954 πηγαίνει στο Παρίσι και σπουδάζει κοντά στην Nadia Boulanger, η οποία εκείνη την εποχή θεωρείτο η μεγαλύτερη δασκάλα μουσικής στον κόσμο. Στην αρχή της κρύβει το μουσικό παρελθόν του ως tanguero καθώς και την δεξιότητά του στο μπαντονεόν, όμως, σε μια στιγμή αδυναμίας της παίζει το τάγκο του, Triunfal. Μετά από την ερμηνεία του, η Boulanger του λέει: «Astor, τα κομμάτια κλασσικής μουσικής που γράφεις είναι καλογραμμένα, όμως, ο πραγματικός Piazzolla είναι εδώ· μην τον εγκαταλείψεις ποτέ ξανά».

Από εκείνη τη στιγμή ο Piazzolla καταλαβαίνει πως δε χρειάζεται να διαλέξει: θα έβρισκε τρόπο να συνδυάσει τη δομή της κλασσικής μουσικής με το πάθος που έκρυβε μέσα του το τάγκο. Στο Παρίσι συνθέτει και ηχογραφεί μια σειρά από τάγκο με ορχήστρες εγχόρδων και αρχίζει να παίζει το μπαντονεόν όρθιος, με το ένα πόδι στηριγμένο σε καρέκλα, υιοθετώντας ένα στιλ που τον έκανε να ξεχωρίζει στη μουσική σκηνή της εποχής.

Όταν επιστρέφει πλέον στην Αργεντινή (το 1955) δημιουργεί την μπάντα Octeto Buenos Aires εγκαινιάζοντας την εποχή του σύγχρονου τάγκο: Με δύο μπαντονεόν, δύο βιολιά, διπλό μπάσο, τσέλο, πιάνο και ηλεκτρική κιθάρα, παίζει μουσική η οποία έχει πλέον απομακρυνθεί από το τυπικό τάγκο και γι’ αυτόν τον λόγο δέχεται σκληρή κριτική.

Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Νέα Υόρκη όπου γράφει το διάσημο Adiós Nonino για το θάνατο του πατέρα του, επιστρέφει στην Αργεντινή, δημιουργεί το πρώτο από τα πολλά φημισμένα κουιντέτα του (μπαντονεόν, βιολί, μπάσο, πιάνο, ηλεκτιρκή κιθάρα) και παίζει επιτέλους τη μουσική του: Το Νέο Τάγκο.

Το 1965 ηχογραφεί δύο από τους σημαντικότερους δίσκους του: Το  Piazzolla at the Philarmonic Hall New York (τον Μάιο) και το El Tango, έναν ιστορικής σημασίας δίσκο, προϊόν της γνωριμίας και της φιλίας του με έναν άλλον μανιώδη λάτρη του τάγκο, τον Jorge Luis Borges.

Το 1969 ξεκινά η συνεργασία του με τον ποιητή Horacio Ferrer μαζί με τον οποίο γράφουν το κομμάτι που ήταν και η πρώτη ευρείας κλίμακας επιτυχία του, το Balada para un loco. Το 1972 παίζει στο Teatro Colón του Buenos Aires για πρώτη φορά μαζί με άλλες ορχήστρες τάγκο και την επόμενη χρονιά παθαίνει καρδιακή προσβολή, η οποία τον αναγκάζει να περιορίσει τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Αποφασίζει να μετακομίσει στην Ιταλία και εκεί ξεκινούν 5 από τα πιο παραγωγικά δισκογραφικά χρόνια της καριέρας του με χαρακτηριστικό δείγμα το εξόχως επιτυχημένο Libertango.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια δημιουργεί το οκτέτο Conjunto Electronico το οποίο συμπεριλαμβάνει και φωνή και θεωρείται από πολλούς ως μια στροφή προς την τζαζ-ροκ, κάτι που ο ίδιος αρνείται επιμένοντας πως «αυτός ήταν ο ήχος μου 100%, και είχε περισσότερη σχέση με το τάγκο παρά με τη ροκ». Ένα ακόμα υπέροχο δείγμα της μουσικής παραγωγής αυτής της φάσης είναι ο δίσκος Summit με τον σαξοφωνίστα Gerry Mulligan. Το 1978 εγκατελείπει οριστικά τους Conjunto Electronico και αναβιώνει το σχήμα του κουιντέτου το οποίο αυτή την φορά θα τον κάνει διάσημο.

quinteto2

Τα επόμενα 12 χρόνια, ώς το 1990, είναι ─τουλάχιστον από πλευράς δημοτικότητας─ τα καλύτερα της καριέρας του Piazzolla. Πολλαπλασιάζει τις ζωντανές εμφανίσεις του και ταξιδεύει σε όλες τις ηπείρους, αρχικά με το κουιντέτο του ή σόλο και προς το τέλος με το σεξτέτο που δημιούργησε ή με κουαρτέτα εγχόρδων. Πολλές από αυτές τις εμφανίσεις ηχογραφούνται και γίνονται δίσκοι με τεράστια επιτυχία, ενώ, ταυτόχρονα μεταφέρουν τη μοναδική εμπειρία της μουσικής του Piazzolla μέσα στο χρόνο, αυτή την αίσθηση πως η μουσική του είναι ο ίδιος και πως υπάρχει μόνο όταν την εκτελεί αυτός. Από αυτές τις εμφανίσεις ξεχωριστή σημασία έχει για τον ίδιο η συναυλία του το 1987 στο Central Park της Νέας Υόρκης· η πόλη όπου μεγάλωσε και ερωτεύτηκε τον Μπαχ και την τζαζ, τον υποδεχόταν επιτέλους ως μουσικό είδωλο.

Το 1990, ενώ ήταν στο Παρίσι, υπέστη σοβαρό έμφραγμα που ουσιαστικά έβαλε τέλος στην μουσική του καριέρα. Έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιουλίου του 1992, στο Buenos Aires, αφήνοντας πίσω του ένα corpus 1000 έργων, δεκάδες θαυμαστές και απόστολους της μουσικής του και, κυρίως, τον αμίμητο ήχο του Τάγκο του.

* * *

Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρία Τσάκος

Πηγή: Piazzolla.org

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook