Η εκδοτική δραστηριότητα ως τέχνη

Ιστορίες ανάγνωσης #11— μια στήλη για επίμονους αναγνώστες, γραμμένη από λάτρεις της ανάγνωσης

photo 1Το 2004, οι Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα εκδίδουν και διανέμουν δωρεάν, σε ένα δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο, ένα κείμενο του ιταλού συγγραφέα, εκδότη και μελετητή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού Roberto Calasso (Ρομπέρτο Καλάσο· γενν. 1941), υπό τον τίτλο Η εκδοτική δραστηριότητα ως λογοτεχνικό είδος σε μετάφραση του Π. Καλαμαρά. Επρόκειτο για ομιλία του Calasso, που διαβάστηκε στις 17 Οκτωβρίου του 2001 στη Μόσχα, στην αίθουσα του Μουσείου Αρχιτεκτονικής Σούσεφ, όπου φιλοξενούνταν μια έκθεση αφιερωμένη στον εκδοτικό οίκο Αντέλφι (Adelphi Edizioni), στον οποίον ο Calasso άρχισε να εργάζεται το 1962 ενώ τον διευθύνει από το 1999. Στα παρακάτω αποσπάσματα —επιλογή της Ελένης Κεχαγιόγλου—, ο Calasso διερευνά τι συνιστά το μεγαλείο ενός εκδότη, ποιος είναι καλός εκδότης, σε μια επαγγελματική δραστηριότητα που, όσο κι αν είναι τέχνη, έχει αποδειχτεί «ένας γρήγορος και ασφαλής δρόμος για την κατασπατάληση και την εξάντληση τροφαντών κληρονομιών». Την επόμενη Κυριακή, θα παραθέσουμε το δεύτερο μέρος της ομιλίας του Calasso , όπου απαντά στο ερώτημα «ποια είναι τα όρια της τέχνης της εκδοτικής δραστηριότητας». 

* * *

Αν ρωτήσεις κάποιον τι είναι ο εκδοτικός οίκος, η συνηθισμένη, αλλά και πιο λογική απάντηση, είναι η ακόλουθη: πρόκειται για έναν δευτερεύοντα κλάδο της βιομηχανίας, ο οποίος επιδιώκει την απόκτηση χρημάτων μέσω της έκδοσης βιβλίων. Και τι θα έπρεπε να είναι ένας καλός εκδοτικός οίκος; Ένας καλός εκδοτικός οίκος είναι αυτός —ας μου επιτραπεί η ταυτολογία— που θεωρητικά εκδίδει, στο μέτρο του δυνατού, μόνο καλά βιβλία. Δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν επιφανειακό ορισμό, βιβλία για τα οποία ο εκδότης αισθάνεται μάλλον υπερηφάνεια, παρά ντροπή. Απ’ αυτή την άποψη, ένας τέτοιος εκδοτικός οίκος δύσκολα θα μπορούσε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το οικονομικό μέρος της υπόθεσης. Η έκδοση καλών βιβλίων ποτέ δεν πλούτισε κανέναν. Ή, τουλάχιστον, σε σύγκριση μ’εκείνον που τυχαίνει να προμηθεύει την αγορά με μεταλλικό νερό, ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή πλαστικές σακούλες.

[…]

Θα ήταν λοιπόν καλό να θυμόμαστε, ότι η εκδοτική δραστηριότητα σε πολλές περιπτώσεις αποδείχτηκε ένας γρήγορος και ασφαλής δρόμος για την κατασπατάληση και την εξάντληση τροφαντών κληρονομιών. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι, μαζί με τη roulette και τις cocottes, η ίδρυση εκδοτικού οίκου υπήρξε ανέκαθεν, για έναν νέο ευγενικής καταγωγής, ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς τρόπους για να σπαταλήσει την περιουσία του. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, αναρωτιόμαστε πώς ο ρόλος του εκδότη κατάφερε, στο πέρασμα των αιώνων, να γοητεύσει τόσους πολλούς ανθρώπους — και να συνεχίζει να θεωρείται σαγηνευτικός, ίσως και μυστηριώδης, ακόμη και σήμερα. […] Μπορούμε λοιπόν να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι, πέρα απ’ το να συνιστά έναν επιχειρηματικό κλάδο, η εκδοτική δραστηριότητα υπήρξε ανέκαθεν ζήτημα γοήτρου, αν όχι για τίποτ’ άλλο, επειδή πρόκειται για ένα είδος επιχείρησης που ταυτοχρόνως είναι και τέχνη. Μια τέχνη με όλες τις έννοιες του όρου και σαφώς μια τέχνη επικίνδυνη, εφόσον για να την ασκήσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι το χρήμα. Απ’ αυτή την άποψη μπορούμε κάλλιστα να υποστηρίξουμε ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή του Γουτεμβέργιου.

[…]

Τι θα συνιστούσε, λοιπόν, το μεγαλείο ενός εκδότη; Θα προσπαθήσω ν’ απαντήσω στο ερώτημα με κάποια παραδείγματα. Το πρώτο και ίσως πιο εύγλωττο, μας πάει πίσω, στις απαρχές της εκδοτικής δραστηριότητας. Με την τυπογραφία συνέβη κάτι, που επαναλήφθηκε πολύ αργότερα, με τη γέννηση της φωτογραφίας. Φαίνεται ότι αυτές οι εφευρέσεις έγιναν από δασκάλους, οι οποίοι αμέσως έφτασαν σε μια ασύγκριτη ποιότητα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε την ουσία της φωτογραφίας, αρκεί να μελετήσουμε το έργο του Nadar. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα βιβλία που τύπωσε ο Άλδος Μανούτιος. Αυτός ήταν ο Nadar της εκδοτικής δραστηριότητας. Ήταν ο πρώτος που φαντάστηκε τον εκδοτικό οίκο ως μορφή. Και εδώ η λέξη «μορφή» πρέπει να γίνει κατανοητή με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Κατά πρώτο λόγο η μορφή παίζει αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή και την ακολουθία των τίτλων που εκδίδονται. Αλλά η μορφή αφορά επίσης τα κείμενα που συνοδεύουν τα βιβλία, όπως και τον τρόπο με τον οποίο το βιβλίο παρουσιάζεται ως αντικείμενο. Ως εκ τούτου σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνεται το εξώφυλλο, ο σχεδιασμός, η σελιδοποίηση, οι γραμματοσειρές, το χαρτί. Ο ίδιος ο Άλδος έγραφε συνήθως με τη μορφή γράμματος ή epistulae, εκείνα τα σύντομα εισαγωγικά κείμενα που αποτελούν τους προδρόμους όχι μόνο όλων των σύγχρονων εισαγωγών, προλόγων και υστερόγραφων, αλλά και όλων των οπισθόφυλλων, των κειμένων που προορίζονται για τους βιβλιοπώλες και τη διαφημιστική προβολή του βιβλίου. Αυτά αποτέλεσαν την πρώτη ένδειξη του ότι όλα τα βιβλία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη, μπορούν να θεωρηθούν κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, κομμάτια ενός φιδιού από βιβλία, ή μέρη ενός και μόνου βιβλίου, το οποίο αποτελείται απ’ όλα τα βιβλία που εξέδωσε ο συγκεκριμένος εκδότης. Κάτι τέτοιο, προφανώς, αποτελεί τον πιο τολμηρό και φιλόδοξο στόχο για έναν εκδότη, κι αυτό ισχύει εδώ και 500 χρόνια. Κι αν φαίνεται να μοιάζει μ’ ένα ακατόρθωτο εγχείρημα, αρκεί να θυμηθούμε πως και η λογοτεχνία, αν δεν κρύβει μέσα της το αδύνατο, χάνει κάθε μαγεία.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

 

Κάτι ανάλογο πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε για την εκδοτική δραστηριότητα — ή τουλάχιστον για εκείνον τον συγκεκριμένο τρόπο να είσαι εκδότης, κάτι που σαφώς δεν εμφανίστηκε πολύ συχνά στο πέρασμα των αιώνων, αλλά όποτε συνέβη, τα αποτελέσματα είναι αξιομνημόνευτα. Για να δώσω μιαν ιδέα του τι μπορεί να προκύψει απ’ αυτήν την αντίληψη για την εκδοτική δραστηριότητα, θα εξετάσω εν συντομία δύο βιβλία τυπωμένα από τον Άλδο Μανούτιο. Το πρώτο κυκλοφόρησε πεντακόσια δύο χρόνια πριν, με τον δυσνόητο τίτλο Hypnerotomachia Poliphili που σημαίνει «Ονειρική ερωτική μάχη». Μα γιατί πράγμα πρόκειται; Ήταν αυτό που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε «πρώιμο μυθιστόρημα». Πέρα από την άγνωστη ταυτότητα του συγγραφέα (που μέχρι σήμερα παραμένει αινιγματική), γράφτηκε μ’ ένα είδος φανταστικής γλώσσας, ανάλογη μ’ αυτή του Fineggans Wake, αποτελούμενη μονάχα από αναμείξεις και υβριδισμούς λατινικών και ιταλικών λέξεων. Θα λέγαμε ένα εγχείρημα μάλλον παράτολμο. Αλλά πώς ήταν το βιβλίο; Αποτελείτο από έναν τόμο εικονογραφημένο με υπέροχα χαρακτικά, τα οποία αποτελούσαν ένα τέλειο οπτικό αντίβαρο του κειμένου. Κάτι που είναι ακόμη πιο παράτολμο. Αλλά σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσουμε το εξής: σύμφωνα με τη συντριπτική πλειοψηφία των παθιασμένων με τα βιβλία, αυτό είναι το πιο όμορφο βιβλίο που τυπώθηκε ποτέ. Κάτι που μπορεί να επαληθευτεί από τον καθένα σας, αν ποτέ συμβεί να κρατήσετε ένα αντίτυπο απ΄αυτή την έκδοση, ή έστω, στη χειρότερη περίπτωση, ένα αντίγραφο. Εκείνο το βιβλίο ήταν προφανώς το επίτευγμα μιας ιδιοφυΐας, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Και ως προς τη δημιουργία του, ο εκδότης είχε κεφαλαιώδη ρόλο. Αλλά δεν πρέπει να πιστέψετε ότι ο Μανούτιος ήταν μέγας μόνο ως ιχνευτής θησαυρών για τους βιβλιόφιλους των επερχόμενων αιώνων. Το δεύτερο παράδειγμα που τον αφορά έρχεται από μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: τρία χρόνια μετά την Hypnerotomachia, to 1502, ο Μανούτιος θα κυκλοφορήσει μια έκδοση του Σοφοκλή, σ’ ένα σχήμα που αυτός όριζε ως parva forma, «μικρή μορφή». Ιδού μια φωτοτυπία της προμετωπίδας και της πρώτης σελίδας. Όπως μπορείτε να δείτε, είναι το πρώτο βιβλίο τσέπης της ιστορίας, το πρώτο paper-back. Κατά λέξη, το πρώτο βιβλίο που μπορούσε να χωρέσει σε μια τσέπη. Επινοώντας ένα βιβλίο τέτοιου σχήματος, ο Μανούτιος θα μεταμορφώσει τις χειρονομίες που συνοδεύουν την ανάγνωση και συνεπώς η ίδια η πράξη του διαβάσματος θ’ αλλάξει ριζικά. Παρατηρώντας την προμετωπίδα μπορείτε να θαυμάσετε την κομψότητα του ελληνικού πλάγιου χαρακτήρα, ο οποίος εδώ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και έκτοτε αποτελεί πολύτιμο σημείο αναφοράς. Έτσι ο Μανούτιος κατάφερε να έχει δύο αντίθετα αποτελέσματα: από τη μια πλευρά να φτιάξει ένα βιβλίο όπως το Hypnerotomachia Poliphili, που δεν θα υπάρξει ποτέ αντίστοιχό του και συνιστά περίπου το αρχέτυπο του μοναδικού βιβλίου. Από την άλλη, να φτιάξει ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο, όπως αυτό του Σοφοκλή, το οποίο, αντιθέτως, θα αντιγραφόταν εκατομμύρια φορές παντού, μέχρι και σήμερα.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

[…]

Πράγματι, αν σας έλεγα, χωρίς μισόλογα, πως κατά τη γνώμη μου ένας καλός εκδότης της εποχής μας θα έπρεπε απλώς να προσπαθεί να κάνει ό,τι έκανε ο Μανούτιος στη Βενετία τον πρώτο χρόνο του δέκατου έκτου αιώνα, θα μπορούσατε να σκεφτείτε ότι αστειεύομαι — ενώ δεν αστειεύομαι καθόλου. Έτσι θα σας μιλήσω για έναν εκδότη του εικοστού αιώνα για να σας δείξω πώς μπορεί να δράσει κανείς αναλόγως, ακόμη και σ’ ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό. Λεγόταν Κουρτ Βολφ. Ήθελε να δημοσιεύσει νέα κείμενα υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας. Έτσι έφτιαξε μια μάλλον ασυνήθιστη σειρά από φυλλάδια, καθέτου σχήματος, επονομαζόμενη «Der Jüngste Tag», «Η Ημέρα της Κρίσης», τίτλος ο οποίος σήμερα μοιάζει απολύτως κατάλληλος για βιβλία που κυκλοφόρησαν στη Γερμανία, λίγο-πολύ, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αν ρίξετε μια ματιά σ’ αυτά τα βιβλία μαύρου χρώματος, ανάλαφρα και αυστηρά, με τους τίτλους κολλημένους πάνω στο εξώφυλλο όπως στα σχολικά τετράδια, θα μπορούσατε να σκεφτείτε: «Έτσι θα πρέπει να είναι ένα βιβλίο για τον Κάφκα». Και πράγματι διάφορα διηγήματα του Κάφκα θα κυκλοφορήσουν σ’ αυτή τη σειρά. Ανάμεσά τους Η μεταμόρφωση, το 1917, με μια υπέροχη γαλάζια ετικέτα κι ένα μαύρο πλαίσιο. Εκείνη την εποχή ο Κάφκα ήταν ένας νεαρός συγγραφέας ελάχιστα γνωστός και υπερβολικά διακριτικός. Αλλά διαβάζοντας τα γράμματα που του έγραψε ο Κουρτ Βολφ, θα αντιληφθείτε αμέσως, από το εξαιρετικό τακτ και τις εκλεπτυσμένες φιλοφρονήσεις του, ότι ο εκδότης ήξερε ποιος ήταν ο συνομιλητής του.

KWV_Plakat_1

[…]

Σ’ αυτό το σημείο η θέση μου θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πλήρως. Στην ουσία ο Άλδος Μανούτιος και ο Κουρτ Βολφ δεν έκαναν τίποτα διαφορετικό, παρά την απόσταση τετρακοσίων χρόνων μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα εξασκούσαν την ίδια τέχνη της εκδοτικής δραστηριότητας — μολονότι αυτή η τέχνη μπορεί να περνά απαρατήρητη στα μάτια των περισσοτέρων, συμπεριλαμβανομένων των εκδοτών. Και αυτή η τέχνη θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε αμφότερες των περιπτώσεων βάσει των ίδιων κριτηρίων, με πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους τη μορφή: την ικανότητα δηλαδή να υπάρχει ενιαία μορφή σε μια πολλαπλότητα βιβλίων, λες και πρόκειται για τα διαφορετικά κεφάλαια του ίδιου βιβλίου. Και όλα αυτά με τη φροντίδα —μια φροντίδα παθιασμένη και βασανιστική — για το εξώφυλλο του κάθε τόμου, τον τρόπο με τον οποίο αυτός θα παρουσιαστεί. Και τελικά —και σίγουρα αυτό δεν είναι ένα ζήτημα ήσσονος σημασίας— για το πώς αυτό το βιβλίο θα μπορέσει να πουληθεί στον πιο υψηλό αριθμό αναγνωστών.

Περίπου σαράντα χρόνια πριν ο Κλωντ Λεβί-Στρως πρότεινε να θεωρηθεί μία από τις θεμελιώδεις δραστηριότητες του ανθρώπινου είδους ¾δηλαδή η επεξεργασία των μύθων¾ ως μια ιδιαίτερη μορφή bricolage, εφόσον οι μύθοι αποτελούνται από στοιχεία ήδη παρόντα, προερχόμενα σε μεγάλο βαθμό από άλλους μύθους. Σ’ αυτό το σημείο προτείνω χαμηλόφωνα να θεωρηθεί και η τέχνη της εκδοτικής δρατηριότητας ως μια μορφή bricolage. Προσπαθείστε να φανταστείτε έναν εκδοτικό οίκο σαν ένα ενιαίο κείμενο αποτελούμενο όχι μόνο από το σύνολο όλων των βιβλίων που έχει κυκλοφορήσει, αλλά και από όλα τα άλλα συστατικά του στοιχεία, όπως τα εξώφυλλα, τα ξεγυρίσματα, τη διαφήμιση, την ποσότητα των αντιτύπων που τυπώνονται και πωλούνται, τις διάφορες εκδόσεις με τις οποίες εμφανίζεται το ίδιο κείμενο. Φανταστείτε μ’ αυτόν τον τρόπο έναν εκδοτικό οίκο και θα βρεθείτε αμέσως σ’ ένα τοπίο πολύ ιδιαίτερο, το οποίο θα μπορούσατε να θεωρήσετε σαν ένα λογοτεχνικό έργο καθεαυτό, ανήκων σ’ ένα συγκεκριμένο είδος. Ένα είδος που καυχιέται για τους μοντέρνους κλασικούς του, όπως, παραδείγματος χάριν, τα απέραντα κτήματα του Gallimard, όπου από τα σκοτεινά δάση και τα έλη της «Série noire» μπορεί να φτάσει κανείς στα υψίπεδα «Pléiade», αφού περάσει και από διάφορες μεγαλοπρεπείς πόλεις της επαρχίας ή τουριστικά θέρετρα, που ενίοτε παρομοιάζονται με χωριά Ποτέμκιν από πεπιεσμένο χαρτί, ανεγερθέντα σ’ αυτή την περίπτωση όχι με αφορμή την επίσκεψη της Αικατερίνης, αλλά λόγω της απονομής των λογοτεχνικών βραβείων. Και ξέρουμε καλά ότι όταν ένας εκδοτικός οίκος φτάσει να επεκτείνεται μ’ έναν τέτοιο τρόπο, εύκολα μπορεί ν’ αποκτήσει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Έτσι το όνομα Gallimard ακούγεται μέχρι τα πιο απομακρυσμένα μέρη όπου μπορεί να φτάσει η γαλλική γλώσσα. Ή, μια άλλη εκδοχή θα μπορούσαμε να βρούμε στις αχανείς εκτάσεις των Insel Verlag, που δίνουν την εντύπωση ότι ανήκαν για πολύ καιρό σ’ ένα πεφωτισμένο φεουδαριάτο, το οποίο άφησε τελικά την περιουσία του στους πιο αφοσιωμένους και δοκιμασμένους επιστάτες… Δεν θέλω να επιμείνω κι άλλο πάνω σ’ αυτό, αλλά ήδη βλέπετε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να κατανοηθούν εξαιρετικά λεπτομερείς χάρτες.

Σκεφτόμενοι τους εκδοτικούς οίκους υπό αυτή την προοπτική, ίσως θα ξεκαθαριζόταν ένα από τα πιο μυστηριώδη σημεία του επαγγέλματός μας: γιατί ένας εκδότης αρνείται να εκδώσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο; Γιατί πιστεύει πως αν το κυκλοφορούσε, θα ήταν σαν να εισήγε ένα λάθος πρόσωπο σ’ ένα μυθιστόρημα, μια φιγούρα που θα μπορούσε ν’ αποσταθεροποιήσει, ή να εκφυλίσει το σύνολο. Ένα δεύτερο σημείο αφορά το χρήμα και τα αντίτυπα: ακολουθώντας μια τέτοια κατεύθυνση, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε την άποψη ότι η ικανότητα να κάνει να διαβαστούν (ή, τουλάχιστον, να αγοραστούν) συγκεκριμένα βιβλία είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο της ποιότητας ενός εκδοτικού οίκου. Η αγορά —ή η σχέση μ’ εκείνο το άγνωστο, σκοτεινό ον, που αποκαλείται «το κοινό»— είναι η πρώτη δοκιμασία του εκδότη, με τη μεσαιωνική σημασία του όρου: μια σκληρή δοκιμασία που μπορεί να οδηγήσει στην πυρά σημαντικές ποσότητες χαρτονομισμάτων. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εκδοτική δραστηριότητα κι ως ένα υβριδικό, πολυμεντιακό λογοτεχνικό είδος. Υβριδικό αναμφίβολα είναι. Αλλά και το ότι ανακατεύεται με άλλα media, είναι τώρα πια κάτι το προφανές. Εντούτοις η εκδοτική δραστηριότητα, ως παιχνίδι, παραμένει ουσιαστικά εκείνο το ίδιο παιχνίδι με το οποίο ασχολούνταν ο Άλδος Μανούτιος. Και ο νέος συγγραφέας ενός δυσνόητου βιβλίου, κατά τη γνώμη μας μοιάζει πολύ με τον ακόμη και σήμερα άγνωστο συγγραφέα του μυθιστορήματος που τιτλοφορήθηκε Hypnerotomachia Poliphili. Όσο θα κρατά αυτό το παιχνίδι, είμαι σίγουρος ότι πάντοτε θα υπάρχει κάποιος για να το παίξει με πάθος.

* * *

Εδώ άλλες Ιστορίες ανάγνωσης

Το dim/art στο Facebook
Το dim/art στο Facebook

 


Σχόλια

2 απαντήσεις στο “Η εκδοτική δραστηριότητα ως τέχνη”

  1. […] Στα παρακάτω αποσπάσματα —επιλογή της Ελένης Κεχαγιόγλου—, ο Calasso διερευνά τι συνιστά το μεγαλείο ενός εκδότη, ποιος είναι καλός εκδότης, σε μια επαγγελματική δραστηριότητα που, όσο κι αν είναι τέχνη, έχει αποδειχτεί «ένας γρήγορος και ασφαλής δρόμος για την κατασπατάληση και την εξάντληση τροφαντών κληρονομιών».  […]

    Μου αρέσει!

  2. […] Εδώ το 1ο μέρος της ανάρτησης Η εκδοτική δραστηριότητα … […]

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Η εκδοτ&iot… Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.