—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα ρήματα—
Είναι βέβαιο πως η «ανασκαφή της Αμφίπολης» αποτελεί γεγονός μείζονος αρχαιολογικής σημασίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Όλα τα δεδομένα δείχνουν πως ο νέος βασιλικός τάφος, θα εμπλουτίσει τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας και θα ενισχύσει την περαιτέρω αξιοποίηση του πολιτιστικού τουρισμού με ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα. Καλό είναι σε αυτές τις περιπτώσεις να μην αφήνουμε απέξω από το λογαριασμό την ίδια τη διανοητική περιπέτεια της επιστήμης αλλά και την υποκειμενική εμπλοκή των ερευνητών. Ο φορτισμένος αυτοβιογραφικός λόγος του πάντα μετρημένου Μανόλη Ανδρόνικου μας υπενθυμίζει, άλλωστε, την ανάλογη περίπτωση, στο μακρινό 1977. Παραθέτω :
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. […] Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. […] -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα –όπως και όλες τις επόμενες– στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. […] Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου : “Αν η υποψία που έχεις ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο είναι αληθινή –και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας– κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα και τα οστά του”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ μου τέτοια αναστάτωση ούτε θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε».[1]
Η αλήθεια είναι πως στις μέρες μας, και με αφορμή την Αμφίπολη, η αναστάτωση είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που περιγράφει ο Ανδρόνικος. Η διαχείριση, άλλωστε, της πολιτιστικής κληρονομιάς στους καιρούς της μιντιακής δημοκρατίας είναι πιο περίπλοκη από τα παλιά ασπρόμαυρα πλάνα της Βεργίνας. Αίφνης, ανακύπτουν επιτακτικά τα παλαιά και νέα ερωτήματα : είναι ακόμη η αρχαιολογία μια «εθνωφελής επιστήμη»; Μπορεί να τροφοδοτήσει ξανά την εθνικιστική μας φαντασίωση για την πολιτιστική μας υπεροχή απέναντι στην «ξενοκρατία του Μνημονίου»; Θα δούμε, άραγε, «καρέ-καρέ» τη σκηνή της τελικής ανακάλυψης στα δελτία ειδήσεων σε live μετάδοση; Θα γίνει η Αμφίπολη η αφορμή για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα; Θα ενταχτεί κι αυτό το νέο εύρημα στην προπαγάνδα κατά των «σκοπιανών»;
Προς το παρόν, όλα δείχνουν πως δεν θα αποφύγουμε τις υπερβολές αυτών των ιδεολογικών χρήσεων. Και πάλι στο νου μου έρχεται ο Ανδρόνικος, που με σοφό τρόπο απέφυγε τόσο την εργαλειοποίηση της επιστήμης όσο και την ψεύτικη μετριοφροσύνη. Παραθέτω και πάλι :
«Αν σήμερα αποφασίζω να σχεδιάσω από μνήμης αυτή την ιστορία, είναι γιατί καταλαβαίνω πως αξίζει τον κόπο να αναλογιστώ και εγώ ο ίδιος το δρόμο που έκανα και να δώσω στους άλλους τις πληροφορίες που θεωρούν χρήσιμες. Θα ήταν ψεύτικη η μετριοφροσύνη αν έλεγα πως εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν αξίζει να ιστορήσω το Χρονικό της Βεργίνας. Τώρα ξέρω πως αξίζει να ελπίζω να φανεί από το χρονικό αυτό πως ο δρόμος που ακολούθησα ήταν ίσιος και πως έφτασα στο τέλος του –αν υπάρχει τέλος σ’ έναν τέτοιο δρόμο– μονάχα γιατί δεν κουράστηκα μεσοστρατίς».
Ας κρατήσουμε το πολύτιμο περιγραφικό βάρος των λέξεων: χρήσιμες πληροφορίες, ιστορική αίσθηση της ίδιας της έρευνας, αυτοβιογραφικός αναστοχασμός. Και ας συγκρίνουμε αυτή τη στάση με το «αρχαιολογικό reality show» που παρακολουθούμε κάθε μέρα. Ίσως τελικά, η βασική διαφορά του Ανδρόνικου με τους υπόλοιπους αρχαιολόγους (αλλά και με πολλούς νεοέλληνες συμπολίτες μας) να μη βρίσκεται στο πάθος της ανακάλυψης αλλά κάπου αλλού. Στο ερώτημα της Γοργόνας για το αν «ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος», νομίζω πως εκείνοι θα απαντούσαν με ένα συμπαθητικό «ίσως» ενώ αυτός θα απαντούσε σίγουρα με ένα κοφτό «όχι».
[1] Βλ. Μανόλης Ανδρόνικος, Το χρονικό της Βεργίνας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Ανώμαλα ρήματα


Σχολιάστε