Οι έκφρονες
—Αριστοτέλης Νικολαΐδης—
Οι έκφρονες
είχαν ακόμη μια φορά
λοιπόν μεταμφιεσθεί;
Ακόμη δεν τους ανεγνώριζα
κι όμως όλα μου φαίνονταν ως εάν·
ο ένας έλεγε: με υποκατέστησαν,
ο άλλος: φυσικά δεν είμαι αυτός,
ο Τίμων Συμφερόπολις, αυτός,
υποψιασμένος έστριβε διακυβευόμενος
από μια πάροδο στιγματισμένη.
Φίλε, του φώναξα, δεν μου ξεφεύγεις.
Δεν μου ξεφεύγεις πάλι
με κρυφές γραμμές
ύποπτες αφαιρέσεις
είναι η ψυχή σου αστείρευτη πληγή
που θα στερέψει.
Μπορώ να δω τις λεπτομέρειες
που σε συντηρούν, τις λεπτομέρειες
που σ’ ακρωτηριάζουν
πίσω απ’ τη μάσκα τούτη που ο Καιρός
την αποτιτανώνει:
δ ι ό τ ι μ ε μ ι α ν α ν ά λ υ σ η
μ π ο ρ ώ ν α σ ε σ κ ο τ ώ σ ω .
* * *
Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
