Κώστας Ταχτσής, 1927-1988

Σαν σήμερα, στις 8 Οκτωβρίου του 1927, γεννήθηκε ο Κώστας Ταχτσής.  Το dim/art τον θυμάται με τα δικά του λόγια: αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Η Λέξη ένα κείμενο με τίτλο «Ανέκδοτες αυτοβιογραφικές σελίδες» (Δεκέμβριος 1989) και μια συνομιλία του με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Αλέξανδρο Σχινά, το 1983 στην Κολωνία (Οκτώβριος του 1988).

Όπως διαβάζουμε σε σημείωση στο τέλος του πρώτου κειμένου, πρόκειται για «σελίδες με διαφορετική γραφή από εκείνες που περιλαμβάνονται στην αυτοβιογραφία του Κ. Ταχτσή Το φοβερό βήμα». Σε ένα σύντομο κείμενο, ο Κώστας Ταχτσής εξομολογείται την ψυχική του κατάσταση όταν, το 1972, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του Τρίτου Στεφανιού (του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ποτέ), βρίσκεται αντιμέτωπος με την –αργοπορημένη– τεράστια επιτυχία του βιβλίου και τις προσδοκίες του κοινού του, αμφισβητεί τον εαυτό του και αναζητά το θάρρος να γράψει το βιβλίο «στο οποίο θα ‘λεγα τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, νά ποιος είμαι, νά πώς έχουν τα πράγματα, και σ’ όποιον δεν αρέσει να πάει να κάνει τη βόλτα του».

Το δεύτερο κείμενο, η συνέντευξη του Κώστα Ταχτσή στον Αλέξανδρο Σχινά, έχει τον τίτλο Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος — μια φράση που ο Ταχτσής δανείζεται από τον Καβάφη για να τη χρησιμοποιήσει στην τελευταία παράγραφο της συνέντευξης, η οποία είναι ενδεικτική του πόσο επίκαιρα παραμένουν τα όσα συζήτησαν για τη θέση της Ελλάδας και των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, για την «ελληνική ταυτότητα» και την αρχαιολατρεία. Απαντώντας, λοιπόν, στην ερώτηση «τι θα πρότεινες και τι θα ήλπιζες για το άμεσο ελληνικό μέλλον;» ο Ταχτσής απαντά: «Περισσότερη ειλικρίνεια, λιγότερη δημαγωγία, περισσότερη αυτοκριτική από όλους, και περισσότερη σοβαρότητα για τα σοβαρά. Θα επαναλάβω αυτό που λέει ο Καβάφης: “Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος”. Λοιπόν, μπορούμε να ‘μαστε στα ελαφρά ελαφρείς, αλλά πρέπει να ‘μαστε πάρα πολύ σοβαροί και επιμελείς στα σοβαρά. Δε χρειάζεται τώρα να πω ποια είναι τα σοβαρά. Κατά βάθος, όλοι τα γνωρίζουμε».

* * *

20-thumb-large

Ανέκδοτες αυτοβιογραφικές σελίδες

Γύρω στο ’73, με καθυστέρηση μιάς δεκαετίας, αφού έχει ήδη κάνει κάποια καριέρα στο εξωτερικό, και παρ’ όλο που η ιθαγενής κριτική, θεός να την κάνει, από άγνοια, αμηχανία ή προσωπική εμπάθεια, εξακολουθεί να σωπαίνει, υπάρχει είν’ αλήθεια το άλλοθι της χούντας, άλλ’ ούτ’ αργότερα θ’ αλλάξουν πολλά πράγματα, το «Τρίτο Στεφάνι» αρχίζει να διαβάζεται ─ απ’ τους φοιτητές της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου τρομάρα τους, αλλά κι απ’ το μέσο καλοπροαίρετο αναγνώστη. Σε σπίτια, στο δρόμο, δέχομαι από γνωστούς και άγνωστους όλο και συχνότερα την ενοχλητική ερώτηση-κλισέ: «Τι γράφετε τώρα;» Ρε δε μας χέζεις, έλεγα από μέσα μου. Αναρωτήθηκε κανένας σας πώς τη βγάζω για να ‘χω τον καιρό και την όρεξη να γράψω; Αφήστε μ’ ήσυχο, ό,τι είχα να σας γράψω το ‘γραψα, δε σας χρωστάω τίποτα.

Μια μέρα συναντάω τυχαία μια παλιά μου συμφοιτήτρια. Είχα να τη δω από τότε. Επιμελής, αυστηρών ηθών, στριμένη, την εποχή εκείνη με κοίταζε αφ’ υψηλού. Τώρα έκανε σα να συναντούσε έναν παλιό καλό της φίλο. «Γράψε μωρέ ακόμα ένα να γελάσουμε!» Την ηλίθια σκέφτηκα. Ώστε αυτό κατάλαβε; Αλλ’ όταν έφυγε το ξανασκέφτηκα. Χμ. Έστω κι έτσι, προερχόμενο απ’ την Έλια, ήταν μεγάλο κομπλιμέντο ─ και μια πολύ γλυκειά εκδίκηση.

Δεν είναι βέβαια όλοι σαν την Έλια. Συναντάω μια συμπαθέστατη κυρία. Φοράει μαύρα. «Σας είμ’ ευγνώμων», λέει με πολλή συγκίνηση. «Χάρη σε σας και το βιβλίο σας, πέρασ’ ο άντρας μου υποφερτά τις τελευταίες δυο-τρεις βδομάδες της ζωής του. Κάθε φορά που πήγαινα να τον δω στην κλινική, του διάβαζα κι από μερικές σελίδες. Και γι’ αυτόν ήταν σα βάλσαμο. Όταν φτάσαμε στο τέλος, πέθανε… Μην ακούτε τι λένε οι κριτικοί. Είναι κακός στον τόπο μας ο κόσμος. Γράψτε, γράψτε».

Κι όσο περνάει ο καιρός, πληθαίνουν οι προτροπές. Ακόμα και δύο νεαρές και συμπαθητικές τραβεστί, υπάρχει κι αυτό το είδος, δεν είναι όλες τέρατα, μου λένε ένα βράδι: «Γράψε κανένα βιβλίο για τη ζωή μας». Μωρέ για φαντάσου, είπα με το νου μου. Να πηδιόσαστε εσείς με τα ωραία τεκνά κι εγώ να κλειστώ στο σπίτι μου για να γράψω τη ζωή σας. Δε σφάξανε. Εξ άλλου έχουμε καιρό ακόμα.

Κι ωστόσο, μάρτυς μου ο Θεός, είχα προσπαθήσει. Απ’ το ’65 κιόλας. Κι είτε έφταιγα εγώ, είτε έφταιξαν οι άλλοι, οι συνθήκες και τα συναφή, γεγονός είναι ότι δεν τα ‘χα καταφέρει.

Θα θυμάται ίσως ο αναγνώστης ότι στο τέλος του μυθιστορήματος, ο εγγονός της ηρωίδας, ο Άκης, γίνεται ζωγράφος. Πρόσφατα λοιπόν κάποιος παρατήρησε ότι ο νεαρός αυτός με τη βεβαρυμένη κληρονομικότητα που είναι εμφανώς ο συγγραφέας, «μοιάζει να ταλαντεύεται στο κενό γαντζωμένος απ’ την κορνίζα του πίνακα που ζωγράφισε».

Για τον πλασματικό εγγονό η μεταφορική εικόνα είναι εύστοχη. Όχι όμως και για τον πραγματικό. Γιατί εγώ, πρώτα ξεγαντζώθηκα απ’ την κορνίζα κι αφέθηκα να πέσω στο κενό, κι ύστερα έγραψα το μυθιστόρημα ─ στο σύντομο διάστημα ευφορίας που ακολούθησε αυτό το ξεγάντζωμα και πριν αρχίσει να επενεργεί ο νόμος της βαρύτητας.

Δε βρέθηκε κανένα χέρι να μ’ αρπάξει κι άρχισα να πέφτω με αύξουσα επιτάχυνση. Ήταν οι συνθήκες τέτοιες. Έφταιξε κι ο κωλοχαρακτήρας μου. Επηρμένος, σνομπ, ψωροπερήφανος κι άπληστος για ζωή, περιπέτειες, έρωτα. Δυο μήνες μετά την επιστροφή μου απ’ την Αυστραλία στην Ελλάδα το Νοέμβριο του ’62 άρχισα ν’ ασφυκτιώ. Δεκαπέντε μέρες μετά την εκτύπωση του βιβλίου ─με δικά μου έξοδα─ χωρίς καν να περιμένω να διαβάσω κριτικές, κι επειδή το υπερωκεάνειο της γραμμής αργούσε ακόμα, άρπαξα το πρώτο φορτηγό καράβι που ‘φευγε, κι ας  ήταν το εισιτήριο ακριβότερο, και τέλη του Γενάρη έφτανα στη Νέα Υόρκη.

Για όλ’ αυτά θα μιλήσω εν καιρώ με κάποιες λεπτομέρειες. Τώρα αρκεί να πω ότι σ’ αυτή την πόλη που είναι μαζί Πεντάμορφη και Δράκος, κι ύστερα σ’ όλες τις ΗΠΑ, αυτή η πτώση συνεχίστηκε, κι ήταν ιλιγγιώδης, ωραία, μεθυστική, γεμάτη περιπέτειες πιο απίστευτες κι απ’ όσες είχα ζήσει ώς τότε, θα ‘θελα να κρατούσε αιώνια. Μα δεν ήταν γραφτό. Όταν σχεδόν δυο χρόνια αργότερα γύριζα πάλι στην Ελλάδα, ένιωσα ─και η παρομοίωση δεν διαφέρει πολύ απ΄ την πραγματικότητα─ σα να ‘χα πέσει απ’ τον τελευταίο όροφο του πιο ψηλού ουρανοξύστη κι είχα συντριβεί στον άσφαλτο. Κάτι που δεν είχα νιώσει γυρίζοντας από την Αυστραλία. Για ποικίλους λόγους, αλλά κυρίως επειδή τότε έφερνα μαζί μου ένα λάφυρο το «Τρίτο Στεφάνο». Τώρα, μ΄εξαίρεση ένα ψωροδιήγημα, δεν είχα τίποτα να δείξω ─ εκτός απ’ τα κομμάτια μου.

Με τη μεταφορική έννοια του όρου βέβαια ─ ψυχικό ράκος όπως έλεγαν παλιότερα και τα λοιπά. Γιατί κατά τ’ άλλα, ήμουν αρτιμελής, ακμαίος, νέος ακόμα, μόλις τριανταεφτά, μέχρι αναισθησίας αισιόδοξος, πεισματάρης και γεμάτος σχέδια. Φιλοσόφησα λοιπόν την ατυχία μου και σκέφτηκα πώς να την εκμεταλλευτώ επωφελέστερα. Αν μάζευα λόγου χάρη τα «κομμάτια» μου, κι έφτιαχνα μ’ αυτά έναν νέο πίνακα, ίσως επαληθευόταν για δεύτερη φορά κάτι που είχε πει για μένα κάποιος* σε χρόνο εντελώς ανύποπτο: «Αυτός, χρυσό μου, κάνει γκελ με την άβυσσο». Το υλικό υπήρχε. Το πρόβλημα ήταν τι μορφή θα του έδινα ─ κι αυτό δεν εξαρτιόταν τώρα μόνο από μένα, αλλά κι από παράγοντες που δεν μπορούσα να ελέγξω. Απ’ τον καιρό της Αυστραλίας ακόμα, αλλά προ πάντων στην Αμερική, είχα ζήσει από κοντά μια σωστή κοσμογονία. Μπητλς, ποπ-αρτ, ψυχεδελισμός, κινήματα των γυναικών, των νέων, των ομοφυλόφιλων, των νέγρων. Είχα δει να καταρρέουν πολλές απ’ τις παλιές αξίες και διαισθανόμουν τη συνέχεια. Στην Ελλάδα βρήκα τον ίδιο επαρχιωτισμό, τις παρωχημένες αντιλήψεις, τις άλυτες αντιφάσεις και τη μακάρια αυταρέσκεια που ειχ’ αφήσει φεύγοντας. Δεν έλειπαν, είν’ αλήθεια, κανα-δυο καλές πλευρές. Που όμως αντί να σ’ ερεθίσουν πνευματικά, σε αποχαύνωναν. Ώς τότε κατάφερνα να δραπετεύσω απ’ όλα αυτά. Έφευγα. Τώρα, ύστερ’ από δέκα χρόνια περιπλανήσεων, τα ψέματα είχαν τελειώσει, είχα γυρίσει για να μείνω ─ κι ένιωθα παγιδευμένος.

Να συμμορφωθώ με το περιβάλλον ήταν πια αδύνατο. Είχα φάει απ’ τον καρπό της γνώσης του καλού και του κακού. Να το αγνοούσα εντελώς και να προχωρούσα στο δικό μου δρόμο; Να ΄γραφα δήλαδή ένα βιβλίο στο οποίο θα ‘λεγα τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, νά ποιος είμαι, νά πώς έχουν τα πράγματα, και σ’ όποιον δεν αρέσει να πάει να κάνει τη βόλτα του. Ούτε κι αυτό ήταν εύκολο. Στοιχειώδης σεβασμός στα αισθήματα και τους οσοδήποτε φτηνούς κι ανόητους καημούς των ανθρώπων, με τους οποίους ήμουν τώρα υποχρεωμένος να συγχρωτίζομαι ─ανθρώπων που ήταν όμως ένα, αν όχι και το πιο μεγάλο, «κομμάτι» του εαυτού μου─ δε μου άφηναν μεγάλα περιθώρια ενασχόλησης μ’ αυτό που, εν μέρει δίκαια, θα ερμήνευαν ως απευθυσμένο μου. Ο κόσμος καίγεται, το μουνί χτενίζεται.

Εκλογίκευα φυσικά τις δικές μου αδυναμίες. (Γιατί πότε είχα λογαριάσει τα αισθήματα των άλλων;) Αλλά δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητες. Πρώτον, αυτά που ήθελα ν’ αφηγηθώ ήταν πολύ νωπά ακόμα. Δεύτερον, ήταν τόσο μυθικά από μόνα τους που ήταν αδύνατο να τα μυθοποιήσω περισσότερο  –τουλάχιστον με τους γνωστούς ώς τότε τρόπους που συγχρόνως να ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου– και ξεπερνάνε επικίνδυνα τα εκφραστικά μέσα που διέθετα. Αλλά μήπως ήταν κι αυτά δικαιολογίες.

Ήταν. Όποιος βαριέται ─ή φοβάται─ να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει. Η πικρή αλήθεια ήταν ακριβώς το ότι δεν τολμούσα να την πω. Αλλιώς, μπορεί να παιδευόμουν λιγάκι ή και πολύ, αλλά στο τέλος θα ‘βρισκα τον τρόπο να την πω. Ήξερα βέβαια πως κάποτε στο μέλλον, είτε εγώ θα την έλεγα είτε άλλοι, θα ‘βγαινε η γάτα απ’ το ντορβά. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, έλεγε συχνά η γιαγιά μου. Κι από ήλιο στην Ελλάδα άλλο τίποτα. Αλλ’ όχι ακόμα θε΄μου, όχι ακόμα.

Capture

 

 

 

Περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 90, Δεκέμβριος 1989, σελίδα 1010

[*Σημείωση dim/art: η φράση ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη, και την είχε πει παρουσία του εικοσάχρονου, τότε, Ταχτσή].

* * *

tachtsis-schinas

Αλέξανδρος Σχινάς: Ποια είναι η εντύπωσή σου για τη σημερινή εμφάνιση της Ελλάδας στο εξωτερικό; Τι κομίζουμε, τι έχουμε να παρουσιάσουμε, πώς νας βλέπουν, πώς θα ήθελες να μας βλέπουν;

Κώστας Ταχτσής: Θα ήθελα να μας βλέπουν σαν ίσους και, προσωπικά, πασχίζω να φερθώ σαν ίσος προς ίσους. Πολύ φοβάμαι όμως πως όλος ο μηχανισμός που υπάρχει πίσω από μένα, πίσω από μερικούς ανθρώπους, δε βοηθάει πάρα πολύ. Τι να κάνουμε; Η εμβέλεια της σύγχρονης Ελλάδος είναι ακόμα μικρή.

Α.Σ.: ─ Αυτό οφείλεται στο ότι μιλάμε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν το πολύ δέκα (ή, αν υπολογίσουμε και τους Έλληνες του εξωτερικού, δεκατρία με δεκατέσσερα) εκατομμύρια άνθρωποι, ή επειδή σαν ποιότητα η ελληνική κουλτούρα δεν έχει να προσθέσει τίποτα ενδιαφέρον στον διεθνή τομέα;

Κ.Τ.: ─ Θα έλεγα, περισσότερο το δεύτερο. Διότι δε βρεθήκαμε μέσα στο ρεύμα της εξέλιξης της δυτικής κοινωνίας, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους. Αυτή η καθυστέρηση έχει γίνει πια μια ενδημική ασθένεια.

Α.Σ.: ─ Εντούτοις είμαστε ένας λαός παμπάλαιος και ένα κράτος εκατόν πενήντα ετών. Γιατί δεν έγινε, από μια ιστορική στιγμή και ύστερα, αυτή η ένταξή μας στη γενική εξέλιξη της Ευρώπης;

Κ.Τ.: ─ Τίνος λαού, που είναι μόνο εκατόν πενήντα χρόνων, έγινε αυτή η ένταξη στην εξέλιξη της Ευρώπης;

Α.Σ.:─  Όλων των υπολοίπων ευρωπαϊκών λαών, ακόμα και των βαλκανικών. Σήμερα οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ρουμάνοι ή οι Βούλγαροι έχουν μια σημαντική παρουσία στην Ευρώπη.

Κ.Τ.: ─ Όχι μεγαλύτερη από τη δική μας. Μην υπερβάλλουμε τώρα. Καλόν είναι να μην υπερτιμάμε τον εαυτό μας, αλλά και ούτε και να τον υποτιμάμε. Δε νομίζω ότι η παρουσία μας είναι φτωχότερη από των Βουλγάρων ή των Ρουμάνων. Το αμφισβητώ σθεναρά. Έχουμε την τάση να υποτιμάμε τα δικά μας πνευματικά προϊόντα και άλλο που δε θέλουν πολλοί ξένοι για να συμφωνήσουν. Και συμφωνούν. Βέβαια, δεν είναι ισάξια των πνευματικών προϊόντων της Δύσης. Με μερικές εξαιρέσεις, μοιάζουμε λιγάκι με τους δρομείς οι οποίοι τρέχουν πρώτοι, αλλά έχουν χάσει τέσσερις-πέντε γύρους του σταδίου.

Α.Σ.: ─ Ναι, αλλά νομίζω (μια και χρησιμοποιείς το παράδειγμα του σταδίου), ότι δεν τρέχουμε προς την ίδια κατεύθυνση. Δηλαδή η έλλειψή μας δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά έχουμε πάρει μια άλλη γραμμή, οπότε δεν μπορεί να γίνει καμία μέτρηση και καμία σύγκριση. Για να μιλήσω συγκεκριμένα, έχουμε δημιουργήσει ψευτοπροβληματισμούς του τύπου «εθνική ταυτότητα» ή «σχέση με αρχαίους Έλληνες», «προορισμού ημών ως Ελλήνων» και άλλα τέτοια.

Κ.Τ.: ─ Αυτά δεν δημιουργήθηκαν τα τελευταία πενήντα ή εκατό χρόνια. Είναι σχεδόν φυσιολογική απόρροια των ιστορικών συγκυριών, οι όποιες, για τ’ όνομα του Θεού, δεν αρχίζουν το 1821 αλλά πολύ πριν. Θα έλεγα ότι δεν αρχίζουν καν με την πτώση του Βυζαντίου αλλά πριν κι από την Άλωση. Είναι γεγονός (και δεν το λέω εγώ ή οι φαντασιόπληκτοι, αρχαιόπληκτοι Έλληνες) ότι στις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες πριν από την πτώση του Βυζαντίου είχαν αποκτήσει αρκετά σαφή συνείδηση ότι είναι Έλληνες: μιλούσαν ελληνικά, είχε προηγηθεί ο λαμπρός ενδέκατος αιώνας, ο οποίος ήταν μια Αναγέννηση πολύ πριν την ευρωπαϊκή Αναγέννηση, ενώ ο Πλήθων Γεμιστός είπε ότι «Έλληνες εσμέν». Θα έλεγα ότι οι δυσχέρειες, πέρα από την τουρκοκρατία, ήταν σχεδόν εγγενείς. Αν αυτό που ονομάζεται ελληνικό έθνος, στις διάφορες μορφές που πήρε, ξεκίνησε στραβά, αν ακολούθησε στραβό δρόμο, οφείλεται σε λόγους που ξεπερνάνε οποιαδήποτε πρόθεση ή θέληση. Οφείλεται στο ότι δεν ήμασταν Δύση. Ήμασταν Βυζάντιο. Υπήρχε η αντίθεση της ορθοδοξίας προς τον καθολικισμό, κι ένα σωρό άλλες αντιθέσεις από τότε. Τα λάθη έγιναν ήδη πριν την Επανάσταση. Λογουχάρη, στο θέμα της γλώσσας, ο Κοραής έκανε μεγάλο λάθος. Ήταν ανάγκη να κάνει τις ελληνικές λέξεις αρχαιοπρεπείς; Μετά οι Έλληνες, οι φουκαράδες, πιστέψανε σε μια μόδα (διότι μόδα ήταν ο νεοκλασικισμός στην Ευρώπη την εποχή εκείνη) και σε μια σκηνογραφία. Πιστέψανε λοιπόν αυτή τη σκηνογραφία, την ασπάστηκαν, δέχτηκαν την εικόνα που είχε η Ευρώπη για την Ελλάδα και την υιοθέτησαν βλακωδώς. Αυτό, μαζί με την οικονομική και την πολιτική εξάρτηση, με την εγγενή αλληλοφαγωμάρα (η οποία οφείλεται σε εθνικές καταβολές, διότι το ίδιο γινόταν ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα), όλα αυτά οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα. Αλλά είχαμε και ατυχίες. Καμιά φορά ένα τόσο δα μικρό λάθος να κάνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία, έχει φοβερό αντίκτυπο για ολόκληρες γενιές. Αν δεν είχε κάνει, λογουχάρη, ο Βενιζέλος τις εκλογές το ’20, δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας. Είναι ένα ιστορικό «εάν». Θέλω να πω, υπάρχει πάντα και το στοιχείο της τύχης ή της ατυχίας. Και είμαστε ένας λαός που έχουμε μια ροπή προς την ατυχία, την έλκουμε.

Α.Σ.: ─ Για να κλείσουμε με ενδεχόμενα πιο αισιόδοξους τόνους αυτή τη σύντομη συζήτησή μας, τι θα πρότεινες και τι θα ήλπιζες για το άμεσο ελληνικό μέλλον;

Κ.Τ.: ─ Περισσότερη ειλικρίνεια, λιγότερη δημαγωγία, περισσότερη αυτοκριτική από όλους, και περισσότερη σοβαρότητα για τα σοβερά. Θα επαναλάβω αυτό που λέει ο Καβάφης: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος. Λοιπόν, μπορούμε να ΄μαστε στα ελαφρά ελαφρείς, αλλά πρέπει να ‘μαστε πάρα πολύ σοβαροί και επιμελείς στα σοβαρά. Δε χρειάζεται τώρα να πω ποια είναι τα σοβαρά. Κατά βάθος, όλοι τα γνωρίζουμε.

Περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 78, Οκτώβριος 1988, σελίδα 738

* * *

kostas-taxtsis00

Κώστας Ταχτσής

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η Συμφωνία του «Μπραζίλιαν» (1954) και το Καφενείο «Το Βυζάντιο» (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας Το παιδί και το δελφίνι ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε Το τρίτο στεφάνι, το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Πάλι (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη Δήλωση των 18 κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι, μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης. Ο συν-εκδότης του περιοδικού Πάλι Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό Αντί, τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου: «Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. […] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο «αριστοφανικός», δεν ήταν ποτέ «παρωδικός». Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς».

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

(2011)   Το τρίτο στεφάνι, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2009)   Τα ρέστα, Γαβριηλίδης
(2009)   Το τρίτο στεφάνι, Γαβριηλίδης
(2002)   Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002)   Το τρίτο στεφάνι από τη μεριά της Νίνας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996)   Τετράδιον εκθέσεων Κωνστ. Γρηγ. Ταχτσή, Εκδόσεις Πατάκη
(1995)   Η γιαγιά μου η Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη
(1994)   Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;, Εκδόσεις Πατάκη
(1992)   Από τη χαμηλή σκοπιά, Εξάντας
(1989)   Το φοβερό βήμα, Εξάντας
(1988)   Τα ρέστα, Εξάντας
(1987)   Το τρίτο στεφάνι, Εξάντας
(1986)   Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα, Ερμής
(1985)   The Third Wedding Wreath, Ερμής

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

(2011)   Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012: Αρκεί η φωνή του ηθοποιού, Εκδόσεις Πατάκη
(2011)   Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012: Αρκεί η φωνή του ηθοποιού, Εκδόσεις Πατάκη
(2008)   Γιώργος Σεφέρης 1900-1971: 45 χρόνια μετά το Νόμπελ, Ελευθεροτυπία
Ακριθάκης, Ίτανος

Μεταφράσεις

(1998)   Colette, Sidonie Gabrielle, Το τέλος του αγαπημένου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1990)   Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Λυσιστράτη. Βάτραχοι. Εκκλησιάζουσες, Ερμής

* * *

Εισαγωγή και επιμέλεια αφιερώματος: Μαρία Τσάκος

Δείτε ακόμα:

Ο Αλέξανδρος Σχινάς

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο Facebook
Το dim/art στο Facebook

One comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.