Μένης Κουμανταρέας — σε πρώτο πρόσωπο

Πέρασε ένας χρόνος από τον θάνατο του Μένη Κουμανταρέα. Αντί άλλου αφιερώματος, δίνουμε τον λόγο στον ίδιο, ακούγοντάς τον να μας μιλά για τα πρώτα του διαβάσματα (από το Αρχείο Φωνών του Γιώργου Ζεβελάκη) και ανθολογώντας παλιότερες και πρόσφατες συνεντεύξεις του —ξεκινώντας από το 1976, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Διαβάζω, και φτάνοντας στο 2014— καθώς και αποσπάσματα από το εξομολογητικό βιβλίο του, με τίτλο Ο θησαυρός του χρόνου, που κυκλοφόρησε μόλις δύο μήνες πριν από τον θάνατό του. Και ευχόμαστε να σκύψουμε όλοι εφεξής στα βιβλία του, που έχουν αφήσει το χνάρι τους στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία. Γιατί οι συγγραφείς ζουν εσαεί μέσω των άφθαρτων λέξεων του έργου τους.

????????????????????????????????????????????

Στις 6/12/2014, οι εκδόσεις Πατάκη εξέδωσαν το ακόλουθο Δελτίο Τύπου:

Με μεγάλη οδύνη δεχτήκαμε την επιβεβαίωση της αποτρόπαιης είδησης για τον χαμό του Μένη Κουμανταρέα, που από τα ξημερώματα ευχόμασταν να μην είναι αλήθεια. Η Ελλάδα θρηνεί σήμερα ένανκορυφαίο συγγραφέα της. Η σκέψη μας αυτές τις ώρες βρίσκεται στην αγαπημένη του οικογένεια.

»Στον Θησαυρό του χρόνου, το τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο ο Μένης ξεδίπλωσε τα φύλλα της ψυχής του, χωρίς να αφήσει απ’ έξω τίποτα από αυτά που μπορούσε να δει και να νιώσει, γράφει:

Ξυπνώ με το κορμί πιασμένο, το κεφάλι να κουδουνίζει και τα μάτια, μέσα σε μαύρους κύκλους, να προσπαθούν ν’ αμυνθούν στο εχθρικό φως της καινούργιας μέρας, αν υποτεθεί ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργια. Είναι ζήτημα αν πάλι κοιμήθηκα τρεις με τέσσερις ώρες. Τα ξενύχτια με φίλους –ενίοτε και εχθρούς– δεν λένε να μ’ εγκαταλείψουν. Περνώ στο μπάνιο, με μηχανικές κινήσεις ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, κάθομαι στη λεκάνη με το παντελόνι της πιτζάμας κατεβασμένο να σέρνεται στα πλακάκια. Ντύνομαι με τα ρούχα της δουλείας –ο τόνος μού ξέφυγε και εύστοχα πήγε στο γιώτα–, σακάκι και γραβάτα, γλιστρώ στις αδύναμες γάμπες τις κάλτσες –μανταρισμένες απ’ τα χεράκια της μητέρας μου– κι ύστερα ανυπόμονα φορώ τα παπούτσια τσαλακώνοντας το δέρμα στις φτέρνες. Μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί με κάποιες ρανίδες μέλι κι ένας καφές πρόχειρα φτιαγμένος στο μάτι της κουζίνας με συνοδεύουν ως την εξώπορτα. Κοιτάζω με αγωνία το ρολόι μου, το παλιό μου Ωμέγα, αυτό που κάθε τόσο αντικαθιστώ οσάκις πέφτω θύμα κλοπής από τα χέρια κάποιου ωραίου μακρυχέρη. Υπολογίζω πόση ώρα θέλω για να βρεθώ στον αριθμό 30, όσα και τα χρόνια μου, κι αν είναι προτιμότερο αντί για λεωφορείο να πάρω ταξί. Σίγουρα οι ταξιτζήδες θα μου στήσουν κάποτε ένα μνημείο.

Να είναι ελαφρύ, Μένη, το χώμα που θα σε σκεπάσει.

Άννα Πατάκη
Αθήνα, Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

——————————————————-

Ο ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ το 1931 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Κάρολος Μπερζάν και σπούδασε στη Νομική και στη Φιλοσοφική Σχολή του  Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες ως το 1981 και ασχολήθηκε για λίγο με τη δημοσιογραφία. Κατά διαστήματα έζησε στο Λονδίνο (1948), στο Βερολίνο (1972), ενώ έκανε σειρά ομιλιών σε πανεπιστήμια της Φινλανδίας (1984). Έπειτα από τέσσερις δίκες, το 1969 απαλλάχτηκε από την κατηγορία «περί ασέμνου δημοσιεύματος», που του είχε απαγγελθεί από το στρατιωτικό καθεστώς για το βιβλίο του Το Αρμένισμα. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1967 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το Αρμένισμα, ενώ δυο φορές απέσπασε  το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (το 1976 για τη Βιοτεχνία υαλικών και το 2002 για το Δυο φορές Έλληνας). Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1961, μεταφράζοντας στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος πεζά των Hemingway, Joyce και Moravia. Το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια. Άλλα έργα του: Τα καημένα(1972), Η κυρία Κούλα (1978), Το κουρείο (1979), Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), Ο ωραίος λοχαγός(1982), Η φανέλα με το εννιά (1986), Πλανόδιος σαλπιγκτής (1989), Η συμμορία της άρπας (1993), Θυμάμαι την Μαρία (1994), Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα(1999), Νώε (2003), Η γυναίκα που πετάει (2006), Το show είναι των Ελλήνων (2008), Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (2009),  Ξεχασμένη φρουρά (2010), Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (2011).

Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2013 το μυθιστόρημά του Θάνατος στο Βαλπαραΐζο, και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς η μετάφρασή του, ξαναδουλεμένη, του βιβλίου τουLewis Carroll Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, με σχέδια του Ολλανδού ζωγράφου PatAndrea. Στον πρόλογό του για το βιβλίο αυτό, που του άρεσε να θυμίζει ότι δεν «είναι ένα βιβλίο για παιδιά», γράφει: Σημασία έχει ότι η μικρή Αλίκη, μαζί κι ο αναγνώστης, έχει συνηθίσει στο να της συμβαίνουν μόνο πράγματα ασυνήθιστα, που αφαιρούν τη ρουτίνα της ζωής και δίνουν στα γεγονότα νόημα. Θα έλεγα, μοιάζει με οδηγία ζωής τόσο για τους ήρωες όσο και για τον αναγνώστη.

Τον Οκτώβριο που μας πέρασε κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, Ο θησαυρός του χρόνου, που είχε αρχίσει να γράφεται λίγο πριν από τις 21 Σεπτεμβρίου του 2010 και ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια μετά.Είναι, με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα του, ένα έργο για την ανθρώπινη απώλεια: την απώλεια όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά και την απουσία που αυτή συνεπάγεται. Μια αφήγηση ανάμεσα στην παραίσθηση και στην άγρια πραγματικότητα.

[…Τον περισσότερο καιρό, πίνοντας και κουτσοπίνοντας, άκουγα µε δέκα αυτιά αυτές τις ιστορίες που, είτε γνήσιες είτε πλαστές, είχαν ένα ενδιαφέρον για µένα, που ζητούσα να ξεφύγω από τη δική µου ιστορία. Μία µόνο προϋπόθεση έθετα: αυτός που τις έλεγε να ξέρει να τις αφηγείται, να σε μεταφέρει αλλού και να σου εξάπτει τη φαντασία. Τότε µε έκαναν να θέλω να πω κι εγώ µια ιστορία. Μα εγώ, βλέπεις, προτιμώ να τις γράφω… Μ.Κ.]

Koumantareas_Pantelis_Zervos

Φωτογραφία: Παντελής Ζερβός / Lifo

* * *

Μένης Κουμανταρέας: τα πρώτα μου διαβάσματα

—Στη Λιλή, που το πρωτόγραψε με το χεράκι της—

Το διάβασμα στην παιδική ηλικία ήταν ταυτισμένο με τον χειμώνα και τις αρρώστιες. Έπαιρνα τα βιβλία στο κρεβάτι, χάιδευα τις σελίδες τους, έστρωνα τα εξώφυλλα με την παλάμη και τα τοποθετούσα πριν κοιμηθώ κάτω από το μαξιλάρι. Γρίπες, ερυθρά, ανεμοβλογιά — όλα τα παιδικά βάσανα τα πέρασα συντροφιά με τα βιβλία. Απ’ την πολλή εξοικείωση, καταντούσα να τα μουντζουρώνω, ακόμα και να τα σχίζω. Και μόνο στην ιλαρά μού ήταν απαγορευμένα, γιατί οι γιατροί της εποχής, με τα άσπρα κολάρα και το μαντιλάκι στην τσέπη, συνιστούσαν φώτα χαμηλά. […]

Ακούστε το πλήρες κείμενο, διαβασμένο από τον Μένη Κουμανταρέα, στις 20/10/1986. Το ηχητικό ντοκουμέντο προέρχεται από το Αρχείο Φωνών του Γιώργου Ζεβελάκη. Ο Μένης Κουμανταρέας μιλά για τα πρώτα του αναγνώσματα, από την αρχαιοελληνική μυθολογία και τα παραμύθια του Άντερσεν, τη Διάπλασι των Παίδων και τον Ιούλιο Βερν, μέχρι τον Μαξίμ Γκόρκυ. Παράλληλα, μέσα από την απολαυστική αυτή ανάγνωση περί αναγνώσεων, παρακολουθούμε ένα παιδί —το συγκεκριμένο παιδί, που διαβάζει μετά μανίας και αρχίζει δειλά δειλά να γράφει, που γνωρίζει τον Στράτη Μυριβήλη ο οποίος του χαρίζει το φρεσκοτυπωμένο του βιβλίο—, να μεγαλώνει στην Αθήνα της Ε.Ο.Ν., της Κατοχής, της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και της ατομικής βόμβας, που σήμανε και το οριστικό τέλος της αθωότητας.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

[…] Τώρα που έγινα συγγραφέας —πράγμα που πολλές φορές μού φαίνεται ψέμα, σαν τον Μυγχάουζεν κι αυτό— τα βιβλία έπαψαν να έχουν το ίδιο μυστήριο. Ξέρω σπιθαμή προς σπιθαμή τη διαδικασία από τη στιγμή που γεννιούνται στον νου κι αρχίζουν να παίρνουν υπόσταση πάνω στο χαρτί, μ’ όλες τις εν τω μεταξύ αμφιβολίες, τα σκισίματα και τα ξαναγραψίματα, μέχρι την ώρα που εκτίθενται ανεπανόρθωτα στα μάτια του αναγνώστη-δικαστή.

Στο μεταξύ, τα βιβλία μέσα στο σπίτι μου πλήθυναν επικίνδυνα. Καμιά φορά, καθώς τα βλέπω στοιβαγμένα στη βιβλιοθήκη μου, κι ενώ έξω στους δρόμους η ζωή κυλά ορμητικά, με πιάνει ένα αίσθημα ασφυξίας. Καθώς μάλιστα από καιρό έπαψα να τα βλέπω φετιχιστικά, με εξαίρεση κάποια που αγαπώ πολύ ή που μου είναι χαρισμένα, όλα τ’ άλλα έχω μια τάση είτε να τα ρίξω απ’ το παράθυρο είτε να τα χαρίσω σε άλλους, νεότερους, που να τα έχουν ανάγκη.

Ωστόσο, όποτε κάποιο καλό βιβλίο πέσει στα χέρια μου —πράγμα που όσο πάει και αραιώνει—, ξαναγίνομαι παιδί· το παίρνω στο κρεβάτι μου, κοιμάμαι μ’ αυτό, ιδίως αν είναι χειμώνας κι έχει κρύο. Επιστρέφω πάλι σε πύργους με αποτρόπαιους δράκους κι αρμενίζω σαν άλλος Οδυσσέας στο ταξίδι προς την πατρίδα. Τότε, οι απιστίες μιας ολόκληρης ζωής μαλακώνουν και ξεχνιούνται και το βιβλίο αυτό στα χέρια μου γίνεται σύντροφος πιστός. Ξεχνώ εντελώς ότι είμαι κι εγώ γραφιάς και ξαναγίνομαι με απόλαυση απλά και μόνο αναγνώστης.

Ο ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

1. Μια συζήτηση με τον Μένη Κουμανταρέα για το πώς λειτουργεί ένας συγγραφέας

—Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 1, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1976—

* Για να μεγαλώσετε τις σκαναρισμένες εικόνες κάντε πάνω τους αριστερό κλικ (και μετά επιστρέψτε στην ανάρτηση πατώντας back / επιστροφή στον browser σας) ή κάντε δεξί κλικ και επιλέξτε «άνοιγμα σε νέα καρτέλα» / «open in a new tab».

01

02

03

04

05

06

07

08

09

* * *

koumantareas_b2

2. Συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα στον Νίκο Βατόπουλο

—Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 373, Απρίλιος 1997—

01

02

03

04

05

06

07

08

09

10

11

12

 * * *

4CF22DB5AD688A8CE2B7CF80DB0D4B19

3. «Η πολλή εξυπνάδα βλάπτει»: Συνέντευξη στην Όλγα Σελλά

Η Καθημερινή, 18/11/2007—

Στο γραφείο του Μένη Κουμανταρέα δεν κυριαρχούν τα βιβλία, αλλά οι πίνακες ζωγραφικής. Σε μερικούς αναγνωρίζονται τα εξώφυλλα κάποιων από τα δεκαέξι βιβλία του —μυθιστορήματα, νουβέλες διηγήματα— τη συγκομιδή της πολύχρονης παρουσίας του στη νεοελληνική πεζογραφία. Σ’ ένα ράφι στέκεται, χωρίς κορνίζα, το εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου, «Τα μηχανάκια», διά χειρός του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου. Σαράντα πέντε χρόνια μετά κοσμεί και πάλι την επανέκδοση του βιβλίου με το οποίο εμφανίστηκε στα γράμματα ο Μένης Κουμανταρέας.

Από το μπαλκόνι του ο Μένης Κουμανταρέας βλέπει τη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης και τη Φωκίωνος Νέγρη. Ο ίδιος όμως προτιμά πάντα την πλατεία Βικτωρίας, εκεί όπου έζησε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια. Αυτές και άλλες γωνιές της πρωτεύουσας (το Γκάζι, το Μεταξουργείο, του Ψυρρή, η Ομόνοια, η Πατησίων) επιλέγει για τόπο δράσης των ηρώων του. Στους αθηναϊκούς δρόμους έχουν κινηθεί οι ήρωες στην «Κυρία Κούλα», τη «Γυναίκα που πετάει», το «Κουρείο», τη «Βιοτεχνία υαλικών», τη «Φανέλα με το 9» που έκανε και κινηματογραφική καριέρα. Στην πλατεία Βικτωρίας έπαιζαν φλιπεράκια -«μηχανάκια»- οι ήρωες του ομώνυμου πρώτου του βιβλίου. Σε αυτήν τη διαδρομή ο Μένης Κουμανταρέας έχει πιστούς αναγνώστες, τα βιβλία του -ακόμα και τα «δυσπώλητα» διηγήματα- κάνουν πολλές εκδόσεις, η κριτική πάντα στέκεται. Γιατί στις σελίδες των βιβλίων του συναντάει ανθρώπους διπλανούς, χαμηλόφωνους, τους μικροαστούς που όλοι προσπερνάμε. Λίγες μέρες πριν από την εκδήλωση για τη συγγραφική του επέτειο, με τη σύντροφό του, κ. Λιλή, πάντα δίπλα του, ο Μένης Κουμανταρέας είχε διάθεση εξομολογητική, αλλά και μαχητική.

Έχετε χαρακτηριστεί αθηναιογράφος συγγραφέας. Είναι πολύ ή λίγο για σας αυτός ο χαρακτηρισμός;

Δεν είναι ούτε πολύ ούτε λίγο. Είναι ακριβής. Νομίζω ότι είναι μια δόξα για έναν άνθρωπο που ζει σε μια πόλη, να την ενστερνίζεται, να την περιγράφει, να τη δοξολογεί.

«Τα μηχανάκια» αφορούσαν τους καταπιεσμένους νέους της εποχής. Αν ξαναγράφατε ένα βιβλίο με ήρωες τους νέους του 2007 τι θα βάζατε ως χαρακτηριστικό της καταπίεσής τους;

Δύο πράγματα: την ανία που έχουν αυτά τα παιδιά, την πλήξη, την έλλειψη διεξόδου και δεύτερον τα ναρκωτικά. Είναι δύο σοβαροί λόγοι, που τυραννούν τη νεολαία σήμερα. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που θα τα γράψει. Γιατί ανήκω σε μια άλλη γενιά και δεν είμαι ο πιο αρμόδιος. Βέβαια, στα βιβλία μου παρεπιμπτόντως μπορεί να γλιστρήσει κάποιος τέτοιος ήρωας. Ηδη στη «Γυναίκα που πετάει» έχω ήρωες μετανάστες, που είναι ένα σημερινό φαινόμενο και πάρα πολύ σοβαρό. Το κράτος δεν το αντιμετωπίζει με τη δέουσα μέθοδο, όπως αντιμετώπισε το γερμανικό κράτος τους δικούς μας μετανάστες, τους Τούρκους και τους Γιουγκοσλάβους. Εδώ δεν υπάρχει μια συνεκτική πολιτική απέναντί τους. Εδώ ο μετανάστης δεν ξέρει. Τα παιδιά που μεγαλώνουν εδώ σήμερα, τα Αλβανάκια, τα Βουλγαράκια, τα Ρουμανάκια…, πηγαίνουν σχολείο, μιλάνε υπέροχα ελληνικά, καμιά φορά καλύτερα από τη νεολαία των βορείων προστασίων. Είναι η πρώτη φορά που μας δίνεται ευκαιρία να μεγαλώσουμε τη γλώσσα μας, που μιλιέται από τόσους ξένους ανθρώπους. Δεν είναι ένα μεγάλο κέρδος αυτό; Σ’ αυτά τα παιδιά πρέπει να δώσεις δικαιώματα, να τους κάνεις Ελληνες, να ψηφίζουν. Η ελληνολατρεία και ο ελληνοκεντρισμός ανήκουν στο ΛΑΟΣ Νομίζω ότι αυτό το κόμμα, με το οποίο ο Καραμανλής έχει βρει τον μπελά του, είναι κόμμα θνησιγενές. Παίρνω τον Λεπέν στη Γαλλία, που έχασε τη δύναμή του. Γιατί να μη τη χάσει και ο Καρατζαφέρης;

Κεραίες

 Εμπνέεστε όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική επικαιρότητα;

Βέβαια. Ενας συγγραφέας πρέπει να έχει κεραίες, όχι απλώς μόνο το γεγονός το πολιτικό, αλλά το αντίκρισμα που έχει στο σύνολο. Κι όσο νωρίτερα το αντιλαμβάνεται αυτό, τόσο καλύτερα. Ακόμα κι όταν κάνει κάποιος ένα ιστορικό μυθιστόρημα, νομίζω ότι η παραλληλία που υπάρχει με το σήμερα ή η ματιά που δίνει κανείς στο παρελθόν φωτίζει την ιστορία με ένα φως πιο αληθινό, πιο βαθύ. Βέβαια, πρέπει να απομακρυνθεί κανείς από την επικαιρότητα. Δεν θα μπορούσα να γράψω σήμερα για το 2007.

 Μήπως καθηλώνει αυτή η ανία που είπατε πριν τους νεότερους συγγραφείς;

Πιστεύω ότι το ταλέντο είναι πάνω από τις κοινωνικές συνθήκες, την αφασία, την ανία, τα ναρκωτικά. Ενα ισχυρό ταλέντο τα αποτυπώνει όλα αυτά και πάει και παραπέρα. Στενοχωριέμαι που δεν υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο όνομα στους μικρούς. Γιατί θέλω να έχουμε διαδόχους. Η λογοτεχνία είναι μια υπόθεση που κληρονομείται, που μεταλαμπαδεύεται. Το άλλο που παρατηρώ στους νεότερους -και με στενοχωρεί- είναι ότι δεν διαβάζουν αρκετά ελληνική λογοτεχνία. Ενα άλλο ελάττωμα είναι η υπεροψία. Για να είσαι υπερόπτης πρέπει να έχεις λιώσει πολλά παντελόνια στην καρέκλα. Καταλαβαίνω ότι θέλεις να σκοτώσεις τους γεννήτορές σου, καταλαβαίνω να σκέφτονται «ώς πότε αυτός ο Κουμανταρέας; Να κάτσει στη γωνιά του, να πεθάνει». Δεν με σοκάρει αυτό, είναι φυσικό, βιολογικό. Με σοκάρει όμως να επαίρονται για πράγματα που δεν έχουν κάνει ακόμα.

 Μου ταιριάζει η νουβέλα

 Έχετε υπηρετήσει καλύτερα το διήγημα ή το μυθιστόρημα;

Τη νουβέλα. Είναι η φόρμα που αισθάνομαι πιο άνετα. Στον βηματισμό που υπάρχει μέσα στη γραφή, στην πλοκή, στην ανέλιξη ενός βιβλίου, μου ταιριάζει αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μεγάλο διήγημα ή μικρό μυθιστόρημα.

 Η νουβέλα είναι ένα είδος μάλλον σε πτώση…

Δεν νομίζω. Θα το έλεγα για το διήγημα αυτό. Υπάρχει ένας φόβος των εκδοτών για το διήγημα, όχι του αναγνωστικού κοινού. Κατ’ αρχήν το διήγημα είναι αυτό που έχει αναδείξει την ελληνική λογοτεχνία. Διότι μέχρι πρότινος δεν είχαμε τα φόντα να γράψουμε ένα μυθιστόρημα, γιατί δεν είχαμε τους αιώνες που κουβαλούν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι. Επομένως ήμασταν ανώριμοι για το μυθιστόρημα. Τώρα νομίζω ότι μπορούμε άνετα. «Η γυναίκα που πετάει» είχε μια σημαντική πορεία για συλλογή διηγημάτων. Βέβαια δεν είχε μακροπρόθεσμα την εκτίναξη που είχε «Η φανέλα με το 9» ή το «Δύο φορές Ελληνας». Αλλά ένα βιβλίο δεν είναι ό,τι πουλήσει τους πρώτους μήνες. Κρίνεται στον χρόνο. Βλέπω τώρα από τα βιβλία μου ποια κινούνται και ποια όχι. Κάνενα δεν είναι ακίνητο. Αλλά υπάρχουν μερικά βιβλία που είναι λίγο παραπονεμένα. Αυτό, πολλές φορές, με κάνει και σκέφτομαι: άραγε φταίω εγώ γι’ αυτό ή είναι το κοινό που σου λέει «αυτό με ενδιαφέρει, εκείνο όχι». Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω αυτό τον απολογισμό, γιατί, δόξα τω Θεώ, γράφω ακόμα βιβλία. Κοιτάζω μπροστά όχι πίσω. Με μόνη διαφορά, μπορώ στο μέτρο που μου επιτρέπει η κρίση μου, να δω πού πέτυχα περισσότερο και πού λιγότερο. Νομίζω ότι δεν απέτυχα πουθενά.

 Πιστεύετε ότι έχετε διαδόχους στην ελληνική πεζογραφία;

Μην περιμένεις να σου πω ονόματα. Γιατί έχω εκτεθεί, με την καλή έννοια, προτείνοντας βιβλία νεότερων συγγραφέων και τους έχω υποστηρίξει. Πολλοί από αυτούς με δικαίωσαν, άλλοι όχι. Αλλά αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι. Οι νεότεροι συγγραφείς έχουν αναμφισβήτητο ταλέντο. Ακόμα -μιλάω για τους πολύ νεότερους- δεν έχει φανεί ο άνθρωπος με τις μεγάλες δυνατότητες. Είναι πολύ έξυπνα παιδιά, πιο έξυπνα από μας, αλλά η πολλή εξυπνάδα στη λογοτεχνία βλάπτει. Είναι απασχολημένα με τη δημόσια προβολή τους πάρα πολύ, περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται. Πάντως δεν έχει φανεί το αστέρι. Δεν έχει φανεί ένας Βασιλικός, ένας Βαλτινός, για να πω δύο ονόματα απ’ τη γενιά μου.

 Ποιες στιγμές θυμάστε με χαρά και ποιες θα θέλατε να ξεχάσετε αυτά τα 45 χρόνια;

Αυτό που θυμάμαι είναι οι φιλίες που έκανα στη ζωή μου και η γνωριμία μου με τη γυναίκα μου. Οι γονείς μου και ο αδελφός. Αυτές είναι οι μεγάλες χαρές στη ζωή μου. Παρότι με τον πατέρα μου είχα τρομερή κόντρα, κι αυτό φαίνεται στα «Μηχανάκια». Στις φιλίες θα έλεγε κανείς ότι ήμουνα τυχερός, αλλά δεν συμφωνώ, τις φιλίες τις προκαλεί κανείς, τις δημιουργεί. Δεν πέφτουν οι άνθρωποι απ’ τον ουρανό. Τον Χατζιδάκι, τον Βογιατζή, τον Ξαρχάκο, τον Βούλγαρη, είναι δώρο Θεού το οποίο προκάλεσα. Το μεγάλο μου σχολείο ήταν το καφενείο «Βυζάντιο». Διότι εγώ δεν έχω τελειώσει πανεπιστήμιο. Είμαι αμόρφωτος, έχω μόνο χαρτί Γυμνασίου. Και μπορώ να πω ότι είμαι λίγο περήφανος γι’ αυτό. Πειράζει;

Θα ήθελα να ξεχάσω όσες φορές φάνηκα κακός στη ζωή μου. Θα ήθελα να ξεχάσω την υπαλληλική μου ιδιότητα, που κράτησε ώς το 1980, οπότε πέθανε ο πατέρας μου. Σκέφτομαι, όμως, ότι αυτά τα χρόνια με έμαθαν να κοιτάζω τους ανθρώπους όχι αφ’ υφηλού. Στάθηκα στον ίδιο χώρο με ανθρώπους που δούλευαν σκληρά, και υπήρξα κι εγώ ένας από αυτούς, και μ’ έμαθαν την καθημερινή ζωή. Το υπαλληλίκι μ’ απομάκρυνε από τα φιλολογικά σαλόνια. Οι νέοι συγγραφείς σήμερα είναι λίγο κακομαθημένοι μ’ αυτό.

 Συγχωρείτε εύκολα;

Πάρα πολύ. Μόλις θυμώσω, σε πέντε λεπτά μου περνάει.

 Γράφετε κάτι τώρα;

Ναι. Είναι τρεις διαφορετικές νουβέλες, απόλυτα ντοκουμενταρισμένες, που συμβαίνουν στην Αθήνα. Η πρώτη είναι η συνάντηση ενός μεγάλου ποιητή μ’ έναν μεγάλο μουσικό. Η δεύτερη είναι τρεις μέρες πριν απ’ τον πόλεμο του ’40 και η τρίτη είναι μέσα στα Δεκεμβριανά, η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

 «Τα Μηχανάκια» με έβγαλαν από το κουκούλι

 Έχετε αγαπημένα βιβλία;

Ναι. «Τα Μηχανάκια», γιατί είναι το πρώτο μου βιβλίο και είναι αυτό που μ’ έβγαλε από το κουκούλι μου και μ’ έβαλε να ανοιχτώ στην περιπέτεια της γραφής.

 Πώς εκδόθηκαν «Τα Μηχανάκια»;

Αυτός που με έσπρωξε και μου είπε ότι «αυτά είναι δημοσιεύσιμα και πολύ καλύτερα από άλλων» ήταν ο Βασίλης Βασιλικός. Μετά πήγα στον Μάνο τον Χατζιδάκι. «Α», μου λέει, «εντάξει, θα σε στείλω στον Φέξη», έναν εκδότη με κύρος την περίοδο εκείνη. Μου δίνει ένα σημείωμα και το πάω στον Φέξη, ο οποίος το βλέπει και μου λέει: «Βεβαίως, κύριε Κουμανταρέα, θα σας το βγάλω το βιβλίο. Αλλά όχι μ’ αυτόν τον τίτλο». Ποιον τίτλο, λέω εγώ. Ο Μάνος είχε γράψει στο σημείωμα ανάμεσα σε άλλα, σαν λογοπαίχνιο, τον τίτλο του τραγουδιού «Ο ταχυδρόμος πέθανε»! Βέβαια ο τίτλος ήταν «Τα μηχανάκια», που δεν είναι τα δίκυκλα, αλλά τα φλίπερ, με τα οποία έπαιζα μανιωδώς εγώ τότε. Αυτά περιγράφω, και τα παιδιά που έπαιζαν φλιπεράκια εκείνη την εποχή. Τα οποία αμέσως μετά απαγορεύτηκαν, από ποιον νομίζεις; Από τον Γεώργιο Παπανδρέου, επί Ενώσεως Κέντρου.

* * *

26564E25B0A60E3E88B26BAB4632E5FE

4. «Δεν φοβάμαι να εκτεθώ»: συνέντευξη στον Γιάννη Μπασκόζο

Το Βήμα, 1/8/2010—

Επειτα από μια περιπέτεια υγείας και ενώ γράφει ένα μεγάλο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ο συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» για τις επανεκδόσεις των βιβλίων του, για το βάρος του βιώματος στη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για τις παλιές του αγάπες που ξεθωριάζουν, αλλά δεν χάνονται ποτέ

Τον βρήκα στο σπίτι της Κηφισιάς. Ελαφρώς χλωμό, που του πάει καθώς του δίνει ένα αέρινο χρώμα, έπειτα από μια σύντομη περιπέτεια υγείας. Νόμιζα ότι δεν θα έχει κέφι για συζήτηση, αλλά αντίθετα είχε μεγάλη όρεξη. Αν και δηλώνει άνθρωπος του 19ου αιώνα, παρακολουθεί εντατικά τα πάντα. Μιλήσαμε για την πολιτική κρίση («θα την ξεπεράσουμε, έχουμε περάσει πολύ χειρότερες»), την κρίση στο βιβλίο («το καλό βιβλίο δεν πεθαίνει»), τη συγκίνησή του για τις παλιές ταινίες του σινεμά που επανεκδίδονται, αλλά και τα σχέδιά του για το μέλλον. Γράφει, ίσως, το μυθιστόρημα της ζωής του. «Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει» λέει, αλλά εκτός από αυτό έχει στα σκαριά δύο νέα βιβλία: μια ξανακοιταγμένη έκδοση με διηγήματα του Μέλβιλ και μια νέα συλλογή διαφόρων κειμένων του. Προς το παρόν οι φίλοι του, παλαιοί και νέοι, μπορούν να χαρούν τρία βιβλία του που επανεκδόθηκαν: Το αρμένισμα (1967), Η κυρία Κούλα (1978) και Το κουρείο (1979). Σε αυτά επικεντρώθηκε κυρίως η κουβέντα μας. 

Υπάρχει κάποιου είδους αγωνία στον συγγραφέα όταν έπειτα από χρόνια εκδίδεται και πάλι ένα αγαπημένο βιβλίο του;

Ο συγγραφέας δεν έχει καμιά αγωνία για το βιβλίο, πιθανόν αγωνία έχει για τον χρόνο που περνάει, καθώς η επιστροφή στα παλιά αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Από τη μια μεριά χαϊδεύεσαι γιατί ξαναβλέπεις στις βιτρίνες τα βιβλία της νιότης σου και από την άλλη είναι βιβλία ξεχασμένα πια για σένα. Αν θα τα ξαναθυμηθεί το αναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας δεν το ξέρει, ο εκδότης έχει τον λόγο, το πώς θα τα παρουσιάσει και θα τα προωθήσει.

 Στο «Κουρείο» που μόλις εκδόθηκε γράφετε ότι είναι «έκδοση ξανακοιταγμένη».Μπήκατε στον πειρασμό να αλλάξετε κάτι ουσιαστικό,τις συνήθειες ενός ήρωα ή να προσθέσετε κάποια νέα στοιχεία;

Δεν πείραξα σχεδόν τίποτα. Πιστεύω ότι ένα κείμενο ανήκει στην εποχή που έχει γραφτεί. Έχω δοκιμάσει δύο φορές να πειράξω γραπτά μου και έχω μετανοήσει. Τα γραπτά έχουν τις αρετές και τα ελαττώματα της εποχής. Το μόνο που πειράξαμε με τον επιμελητή μου Αγι Μπράτσο είναι κάποια πραγματολογικά στοιχεία, όπως αν ο καθρέφτης που είναι δεξιά στο κουρείο επιτρέπει στον περαστικό να βλέπει το πρόσωπο του πελάτη, ενώ έβαλα κάποια απαλή πατίνα σε ορισμένες εκφράσεις παλαιάς κοπής. Γενικά, αποφεύγω να διαβάσω τα παλιά μου βιβλία, εκτός αν πρέπει να τα διαβάσω για να θυμηθώ τι γίνεται παρακάτω. Σε ορισμένα που με έχουν σημαδέψει όμως θυμάμαι έντονα την εποχή τους. Είναι σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όπου ξαναδιαβάζεις την εποχή που τα έγραψες, όχι τα ίδια τα βιβλία».

 Αναφέρεστε στο «Αρμένισμα» που εκδόθηκε ξανά και στις περιπέτειές του επί χούντας;

Ναι, το “Αρμένισμα” ήταν μια παράξενη τριπλέτα. Τρεις διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες που τις είχα εκδώσει στην Εστία, τον καιρό όπου ήταν επικεφαλής ο στρατηγός, ο πατέρας της κυρίας Μάνιας. Του άρεσε το ομότιτλο διήγημα “Α!, ωραίο το “Αρμένισμα”, είναι και πατριωτικό…”. Αν είχε διαβάσει τους “Γάμους του Σπόρου και της Ποππαίας”, θα του είχε φύγει το τσερβέλο. Δυστυχώς τα διαβάσανε κάποιοι καλοθελητές της χούντας και μου στήσανε τέσσερις δίκες. Θυμάμαι στην πρώτη από αυτές ο εισαγγελέας είχε πει: “Αν ο Αριστοφάνης, τον οποίο επικαλείστε, είναι αθυρόστομος, τότε και ο Αριστοφάνης καταδικαστέος είναι”. Αναστατώθηκαν στο σπίτι, ο πατέρας μου έβαλε τα μεγάλα μέσα να με υπερασπίσει. Αλλά ήδη είχε γίνει ντόρος. Τότε συνδέθηκα με τον Κέδρο, καθώς η Νανά Καλλιανέση και ο Τσίρκας έρχονταν στις δίκες. Στην πρώτη καταδικάστηκα. Πήγα να υποβάλω έφεση στο Αρσάκειο με τη συνοδεία δύο μπάτσων- ε! δεν ήταν και το πιο ευχάριστο συναίσθημα. Είχε όμως αρθεί ο νόμος περί Τύπου και η υπόθεση γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα. Μια μέρα στου Κολλάρου είδα το “Αρμένισμα” να φεύγει σαν ψωμί. Μεγάλη επιτυχία. Για μια νύχτα τρελάθηκα, νόμισα ότι έγινα διάσημος. Ευτυχώς το άλλο πρωί συνήλθα. Το “Αρμένισμα” είναι ένα άτυχο βιβλίο, διότι και μετά τη μετακόμισή του στον Κέδρο έκανε λιγότερες πωλήσεις από τα υπόλοιπα βιβλία μου. Ενώ παλιοί φίλοι το εκτιμούν, το πλατύ κοινό το αγνοεί, υπάρχει μια σιωπή γι΄ αυτό.

 Αντίθετα η «Κυρία Κούλα» είχε μεγάλη απήχηση.Πού το αποδίδετε αυτό;

Ναι, από την πρώτη στιγμή. Το αποδίδω στα συναισθήματα που είχα τότε, τα οποία τα επεξεργαζόμουν μέσα στο τρένο στις διαδρομές για τις διάφορες δουλειές όπου εργαζόμουν ή πηγαίνοντας να επισκεφθώ τον αδελφό μου που ήταν άρρωστος, στη Νέα Ερυθραία. Ηταν ένα πολύ ζωντανό κείμενο για εκείνη την εποχή. Δεν πιστεύω ότι ήταν τολμηρό θέμα η σχέση μιας ώριμης με έναν νεαρό. Δεν έχει σεξουαλικές σκηνές, έχει έναν ήρεμο διαλογισμό ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που έρχονται από δύο διαφορετικές άκρες, κοινωνικές και ηλικιακές, και που συμβαδίζουν για ένα μικρό διάστημα. Ήταν ένα πεζό που άγγιξε τον κόσμο και να φανταστείτε ότι το έγραψα με πολύ λίγες λέξεις. Είναι το πιο μικρό βιβλίο μου.

 Το «Κουρείο» είχε απήχηση;

Τo “Κουρείο” είχε απήχηση σε έναν πολύ μικρό κύκλο ανθρώπων. Υπήρξαν μάλιστα και αναγνώστες που ενοχλήθηκαν από τη σκοτεινή ατμόσφαιρά του. Σιγά σιγά, όμως, σε αντίθεση με τη λάμψη του “Αρμενίσματος” που έφθινε, το “Κουρείο” απέκτησε φανατικούς αναγνώστες. Το έγραψα σε μια δύσκολη περίοδο. Είχα σπασμένο το δεξί μου χέρι και το έγραφα με το αριστερό, αλλά γενικότερα ήμουν σε μια σκοτεινή μεταβατική περίοδο της ζωής μου. Και αυτό που έχει αποτυπωθεί στο βιβλίο είναι κάτι πολύ μύχιο, σκοτεινό μεν, αλλά φωτεινό στη σκοτεινότητά του.

Πάντα σας ενδιέφεραν οι νέοι ως ήρωες των πεζών σας,όπως ο Κίτσος, ο Αναστάσης,ο Μενέλης…Υπάρχει τέτοιος ήρωας,σαν τον Μενέλη του «Κουρείου», δίπλα μας;

Υπάρχουν πολλοί Μενέληδες δίπλα μας. Ανθρωποι που διαβιώνουν λάθρα, τόσο από οικονομική άποψη όσο και από το συναισθηματικό φορτίο που τους πιέζει, αλλά και από μοναξιά. Διάβαζα προχθές ότι αυξάνονται οι τρόφιμοι των ψυχιατρείων, αυξάνονται οι άνθρωποι που δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.

Πολλά από τα πεζά σας είναι ένα μείγμα βιωματικού υλικού,παρατήρησης και φαντασίας.Θα μπορούσε να λείπει το βιωματικό;

Όχι. Το βίωμα είναι η μαγιά. Αν δεν το έχεις, δεν έχεις τίποτα. Δεν μπορείς να βιώνεις μέσω τρίτων. Τα βιβλία που γράφει κανείς έχουν ως αφετηρία τον εαυτό του. Ανεξάρτητα αν αυτό το βίωμα το προεκτείνει, αν ανοίγεται σε άλλα πεδία ή το καλύπτει εντέχνως. Προσωπικά δεν είχα ποτέ τον φόβο να εκτεθώ και όσο περνάει ο καιρός εκτίθεμαι περισσότερο. Οι “Γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας” ήταν πολύ τολμηρό κείμενο για την εποχή του. Διερωτώμαι τι θα είπαν οι γονείς μου. Ο αδελφός μου ο μακαρίτης, ο Αρης Κουμανταρέας, διασκέδαζε πάρα πολύ. Θυμάμαι του άρεσε πολύ μια φράση που είχα για ένα μπουρδελάκι που “έμπαιναν καυλωμένοι και έφευγαν μαγεμένοι”. Ακόμη και στο τελευταίο μου βιβλίο “Το στρατόπεδο…”, που μοιάζει εντελώς φανταστικό, κάποιος αναγνώστης που με ξέρει θα βρει δικά μου στοιχεία. Το ύφος βγαίνει από την καρδιά του συγγραφέα, όσα τερτίπια και αν κάνει. Κάθε βιβλίο που γράφεται είναι ένα τέλος στις περιπέτειες της ζωής, για μένα κλείνει έναν κύκλο περιπετειών της ζωής μου.

Τώρα σε ποιον κύκλο περιπετειών βρίσκεστε;

Είμαι στο στάδιο της ανάρρωσης από έναν ξαφνικό ειλεό, έχω κόψει το τσιγάρο, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ εύκολα στα χαρτιά μου… Γράφω όμως ένα μεγάλο μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό, αλλά και με πολλή φαντασία, το οποίο θα αργήσει να τελειώσει.

Όλα αυτά τα χρόνια έχετε αλλάξει τη γλώσσα που χρησιμοποιείτε;

Στα πρώτα μου βιβλία παίζω με διάφορα πράγματα σε σχέση με τη γλώσσα. Στα “Μηχανάκια” η γλώσσα είναι ήδη στέρεη. Από την “Κυρία Κούλα” και τη “Βιοτεχνία υαλικών” η γλώσσα γίνεται πιο σταθερή, αστική ας πούμε, και λιγότερο λαϊκότροπη. Το θέμα είναι να μπορείς να φλερτάρεις τους λαϊκούς ήρωες με τη δική σου γλώσσα και αισθητική. Υπάρχουν εξαιρέσεις: ένα αλάνι δεν μπορεί να μιλάει όπως π.χ. ο Λευτέρης Βογιατζής ή στον “Ωραίο λοχαγό” χρησιμοποιώ μια καθαρεύουσα που είναι η γλώσσα του Συμβούλου της Επικρατείας, την οποία γνώριζα εν μέρει από τον πατέρα μου.

Ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα

Πιστεύετε αυτό που λένε ότι κάθε συγγραφέας τελικά γράφει το ίδιο βιβλίο, που εμπεριέχεται σε όλα του τα βιβλία; Τι σας ενδιαφέρει να πείτε με κάθε σας βιβλίο;

Αν συνειδητοποιούσα ότι γράφω κάθε φορά το ίδιο βιβλίο, θα αυτοκτονούσα. Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο μου φέρνει κάτι νέο. Τα θέματά μου, βέβαια, είναι κλασικά: η φθορά, ο έρωτας, ο θάνατος κτλ. Εγώ επεξεργάζομαι διάφορες πλευρές τους. Με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία με τα μέσα που έχω κατακτήσει. Κάθε βιβλίο έχει το δικό του ύφος. Το μεγάλο στοίχημα με τον αναγνώστη είναι να του δώσεις δύο σελίδες και να τον ρωτήσεις ποιος το έχει γράψει. Υπάρχουν συγγραφείς που τους ξεχωρίζεις χωρίς να ξέρεις από πριν ποιος το έχει γράψει, όπως π.χ. ο Τσίρκας, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος. Σημασία στη δουλειά ενός συγγραφέα έχει το ύφος που προκύπτει, κυρίως, από το χτίσιμο της φράσης. Πώς διαδέχεται η μία πρόταση την άλλη. Να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάζει ξεκούραστα, με ενδιαφέρον, αλλά να υπάρχει μια ιστορία, ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα. Βιβλία χωρίς αινίγματα και σκοτεινιές δεν είναι καλά βιβλία, όπως μόνον με αινίγματα και σκοτεινιές επίσης δεν είναι καλά βιβλία. Ένα στοιχείο που ανακάλυψα με τον χρόνο είναι το χιούμορ. Το είχα υποτιμήσει στην αρχή, αργότερα κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι. Ο αναγνώστης να γελά και ταυτόχρονα να φρικιά ή να συγκινείται. Είναι ένα συμπληρωματικό στοιχείο στο τραγικό της ζωής. Δεν ξέρω αν απέκτησα πολλά άλλα πράγματα στη διάρκεια της συγγραφικής μου καριέρας. Τελικά θα μας κρίνει ο χρόνος. Βέβαια δεν είναι καλό να περνούν πενήντα τόσα χρόνια για να ανακαλύψουμε τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Πέτρο Πικρό και τον Κοσμά Πολίτη. Σήμερα υπάρχουν συγγραφείς που μεγαλώσαμε μαζί, όπως ο Πέτρος Αμπατζόγλου ή η Καίη Τσιτσέλη, και σχεδόν δεν τους ξέρει κανείς.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας;

Είμαι ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα. Βλέπω την απορία στο πρόσωπο των ανθρώπων όταν με ρωτούν: “δώστε μου το e-mail σας” και απαντώ “δεν έχω”, “δώστε μου το φαξ σας” και λέω “δεν έχω”, “να σας στείλουμε κάτι στο site σας” και απαντώ “έχω, αλλά ασχολούνται άλλοι με αυτό”. Εχω μια παλιά αγάπη, τη γραφομηχανή μου, μια Οlivetti. Ξέρετε, οι παλιές αγάπες ξεθωριάζουν, αλλά δεν χάνονται ποτέ. Τελευταία γράφω με το χέρι που με πονάει από μια τενοντίτιδα και αισθάνομαι έναν ηλεκτρισμό να με διαπερνάει. Νομίζω ότι αυτό ωφελεί το γράψιμο, ίσως όχι εμένα.

* * *

IMG_9040

5. Συνέντευξη στη Λίνα Ρόκου, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, Ο θησαυρός του χρόνου

—popaganda, 3/10/2014—

Είχατε πει παλαιότερα (2011) σε μια συνέντευξη σας: «Τα χρόνια που έχουν περάσει σε έχουν πλουτίσει με κάτι. Αυτός ο θησαυρός πρέπει να ξοδευτεί στη Γη». Ο τίτλος του καινούριου σας βιβλίου είναι «Ο θησαυρός του χρόνου». Σε ποια φάση της συγγραφής του βιβλίου ήσασταν εκείνη την περίοδο;

Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο στα τέλη του 2009. Αλλά δεν είμαι σίγουρος αν τότε είχα βρει τον τίτλο.

 Βασικός άξονας του νέου βιβλίου είναι ο χρόνος;

Είναι η απουσία ενός ανθρώπου αλλά μαζί με αυτόν τον άνθρωπο και η απουσία άλλων στοιχείων της καθημερινότητας, όπως είναι η έλλειψη στην ποιότητας μιας καθημερινότητας που ζούμε όλοι με την απώλεια ορισμένων πραγμάτων που μας έχουν σημαδέψει, είτε επειδή αυτά δεν υπάρχουν πια είτε επειδή είναι χλωμά. Την απώλεια λοιπόν πραγματεύομαι αν και το στοιχείο του χρόνου παίζει μέσα στο βιβλίο αναγκαστικά. Άλλωστε δεν μιλάει κανείς ποτέ για τον χρόνο γιατί ο χρόνος είναι κάτι άπιαστο, ενώ για ένα θησαυρό μπορεί να μιλήσει κανείς.

 Μετράμε τον χρόνο με απώλειες και με κατακτήσεις;

Και με τα δύο. Δεν μου αρέσει να παρελθοντολογώ. Το παρελθόν είναι πολύτιμο, είναι κάτι που έχει χτιστεί επάνω μας κι εμείς έχουμε χτιστεί πάνω σε αυτό αλλά δεν είναι απαραίτητο και σκόπιμο να λέμε «αχ, τι ωραία που ήταν η Αθήνα τότε», «αχ, τι όμορφα που ήταν τα παιδικά χρόνια» και άλλα παρόμοια. Νομίζω αυτό είναι μια σαχλαμάρα, πρέπει να κοιτάμε το παρόν και να ρίχνουμε και μια ματιά στο τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Όλα αυτά βέβαια είναι χτισμένα στο παρελθόν αλλά δεν είναι ανάγκη να το επικαλούμεθα και να θρηνολογούμε.

 Έχουμε οι Έλληνες μανία με το παρελθόν;

Συχνά μας διακρίνει μια αρχαιολατρία που δε συνοδεύεται απαραίτητα από τη γνώση των ιστορικών γεγονότων. Είναι αυτό ένας είδος επανάπαυσης; Κοιτάξτε, η αρχαία Ελλάδα, πέρα από την τουριστική της πλευρά, είναι ένα παρελθόν πάρα πολύ σημαντικό. Όταν διαβάζει κανείς τον Θουκυδίδη σήμερα είναι σα να διαβάζει ένα ρεπορτάζ από το Ιράκ.

 Ποιες είναι οι απώλειες της καθημερινότητας;

Είναι η απώλεια κάποιας αρχής ή ιδέας. Για παράδειγμα έχουμε ξεχάσει στον δρόμο να είμαστε ευγενικοί απέναντι στους άλλους. Υπάρχει μια μερίδα του πληθυσμού που είναι αγενέστατη, μπορεί να στέκονται οι άνθρωποι κι εσύ να θέλεις να περάσεις και να αδιαφορούν ή ακόμη να θέλουν σε προσπεράσουν.

 Αυτό γιατί συμβαίνει;

Η ευγένεια θα έπρεπε να είναι κάτι εύκολο. Δεν στοιχίζει καν σε χρόνο. Την ευγένεια την παίρνει κανείς από το σπίτι του αλλά και η κοινωνία συμβάλλει σε αυτό. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να είσαι νέος και να φωνάζεις στη μέση του δρόμου αισχρολογίες. Εγώ δεν είμαι κανένας περίεργος, βρίζω κι εγώ καμιά φορά και στα βιβλία μου έχω μέσα βωμολοχίες αλλά να στέκεσαι στη μέση του δρόμου και να μιλάς έτσι… Νομίζω ότι δεν αγαπούν την πόλη. Έχουν έρθει είτε από την επαρχία είτε από τα ξένα.

Πώς μαθαίνεις να αγαπάς την πόλη; Όταν μένεις σε έναν τόπο δε χτίζεις μια σχέση μαζί του;

Μπορούν να μάθουν. Νομίζω ότι τα παιδιά που γεννιούνται εδώ από τους μετανάστες θα την αγαπήσουν την πόλη. Αλλά και η πόλη δεν τους αγαπά. Όταν συμπεριφέρονται στους μετανάστες με αυτό τον τρόπο πώς θα καλυτερεύσουν τα πράγματα; Όταν υπάρχει η Χρυσή Αυγή, τι περιμένουμε; Είναι εύκολο να πεις ότι η κουβέντα του Γεωργιάδη ότι αν βγει ο Τσίπρας θα πάρει τα λεφτά του από τις τράπεζες ήταν άστοχη, χαζομάρα μέχρι και επικίνδυνη, κι όντως αυτά τα πράγματα δε θα έπρεπε να λέγονται αλλά από την άλλη αυτό είναι ένα κομματάκι τόσο δα, αυτό θα έχει ξεχαστεί αύριο. Δηλαδή δεν αξίζει καν το σχόλιο.

Θα παρατηρείτε, φαντάζομαι, πώς κινείται η κοινωνία, άλλωστε ένα από τα βασικά χαρακτηρισμούς ενός συγγραφέα δεν είναι να παρατηρεί;

Η παρατήρηση και η φαντασία είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται ένας πεζογράφος.

 Τι θετικό παρατηρείτε καθώς περπατάτε την πόλη;

Είναι ακόμη μια φιλική πόλη παρά τα μνημόνια, τις γκρίνιες και τα αδιέξοδα πολλών ανθρώπων. Αν σκοντάψεις κάποιος άνθρωπος θα βρεθεί να σε σηκώσει, στο εξωτερικό δε γίνεται αυτό πάντα. Νομίζω ότι βοηθάει το κλίμα, η θάλασσα. Υπάρχει ακόμη ένα γελαστό πρόσωπο παρά την όλη κατήφεια. Νομίζω ότι αυτό το γελαστό πρόσωπο είναι σύμφυτο με τις συνθήκες ζωής εδώ λόγω του κλίματος.

Υπάρχουν στιγμές που κυκλοφορείτε στην πόλη και εμπνέεστε από κάτι ώστε να σκεφτείτε «αυτό θα ήταν ωραίο να το αποτυπώσω στο χαρτί»;

Πολλές φορές αλλά όχι αμέσως. Το πρώτο πράγμα που μου γεννάται είναι η περιέργεια. Δηλαδή αν δω δύο ή τρεις ανθρώπους σε μια παρέα που εκ πρώτης όψεως είναι αταίριαστοι μπορεί να σκεφτώ τη μεταξύ τους σχέση και να φανταστώ ποια είναι αυτά τα πρόσωπα. Δεν το κάνω με υστεροβουλία αυτό, δεν έχω σκοπό να το γράψω αλλά είναι μια φυσική περιέργεια που έχω. Τώρα αν αυτό το υλικό προκύψει πάνω στη γραφή…

Είναι ένα παιχνίδι που σας αρέσει να παίζετε;

Δε θα το έλεγα παιχνίδι. Είναι μια φυσική ροπή να μαθαίνει κανείς πράγματα που δεν ξέρει και να αναλύει σχέσεις που είναι σκοτεινές, που δεν είναι ευδιάκριτες με την πρώτη ματιά. Ας πούμε μια μητέρα με ένα παιδί δε θα μου προκαλέσει το ίδιο ενδιαφέρον όπως αν δω κάτι αταίριαστο ή περίεργο πάνω σε έναν άνθρωπο. Όταν πιάσω να γράψω τότε αυτό το ιδιαίτερο αναδύεται.

Η γραφή είναι μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης ανθρώπινων σχέσεων που δεν είναι κατανοητές;

Ένα από τα βασικά στοιχεία της πεζογραφίας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Η λέξη αποκωδικοποίηση μου θυμίζει φιλολογική μελέτη παρά λογοτεχνία.

 Μια προσωπική οπτική τότε;

Ναι. Πάντα έχεις προσωπική οπτική. Χωρίς προσωπική οπτική δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δηλαδή αν δεν έχεις τη δική σου γνώμη για ένα πράγμα, όταν είσαι ετερόφωτος τότε τι;

Παρατηρείτε ότι αυτό είναι ένα γνώρισμα της εποχής μας; Οι περισσότεροι υιοθετούν γνώμες άλλων αντί να εκφράζουν τη δική τους;

Ναι, γιατί υπάρχει ένας φόβος να εκφράσεις την άποψη σου ειδικά αν αυτή είναι αντίθετη με το ρεύμα της κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει κόσμος που φοβάται, που σκέφτεται ότι θα τον κατηγορήσουν οι φίλοι ή οι συγγενείς. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε ανθρώπους που βρίσκονται βυθισμένοι στα μικροπροβλήματά  τους, στις σχέσεις ή τις οικογένειες τους. Δεν μπορεί να το κατηγορήσει κανείς αυτό. Συμβαίνει παντού.

 Υπάρχει και μια δυσκολία στην αποδοχή ανθρώπων που διαφέρουν;

Βέβαια. Οι άνθρωποι που διαφέρουν είναι κόκκινο πανί για την κοινωνία.

Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Τόπος και η αλληλογραφία σας με τον Βασίλη Βασιλικό. Ποιας εποχής είναι;

Της δεκαετίας του ’50. Είναι δύο νεαροί που αλληλογραφούν, που ο ένας ξέρει για τον άλλον ότι γράφει και διαβάζουν τα γραπτά τους. Είναι γράμματα που δεν έχουν γραφτεί με την υστεροβουλία ότι κάποια ημέρα θα δημοσιευθούν. Ήμασταν τελείως ανίδεοι τότε. Και νομίζω ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον του βιβλίου. Έχει αθωότητα; Ναι και ανιδιοτέλεια, θα έλεγα. Γιατί διαβάζει κανείς αλληλογραφία λογοτεχνών ή και άλλων και βλέπει ότι υπάρχει από πίσω η σκέψη ότι μια ημέρα αυτό θα βγει παραέξω. Σε εμένα και στον Βασίλη δεν υπήρχε αυτό.

Υπάρχουν στη σημερινή Αθήνα λογοτεχνικές παρέες; 

Βεβαίως. Πολλοί λογοτέχνες κάνουν παρέα με άλλους λογοτέχνες. Δεν υπάρχουν στέκια με την παλιά έννοια όπως ήταν π.χ. στον Λουμίδη ή στο Brazilian αλλά υπάρχουν κατά τόπους μαγαζιά όπου συχνάζουν.

Οι παρέες αυτές είναι δημιουργικές για τους ίδιους τους συγγραφείς; 

Μα όταν κάνει κανείς παρέα το βράδυ με τους ομότεχνους του δεν κοιτάει αν είναι παραγωγικός, λέει αστεία, ιστορίες, μιλάει για τα βιβλία ή για την μπάλα.

Εσείς είστε ποδοσφαιρόφιλος; 

Δεν θα το έλεγα ακριβώς έτσι. Με ενοχλεί η καθημερινή επανάληψη. Όπου και να πας  υπάρχει μια οθόνη που παίζει ποδόσφαιρο. Κατ’ άλλα μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Το κολύμπι που προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ τι ενδιαφέρον έχει να το παρακολουθήσεις στην τηλεόραση; Κανένα. Βλέπεις μια πισίνα χωρισμένες σε διαδρόμους, μπαίνουν μέσα και κολυμπούν. Δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση που έχεις όταν είσαι στη θάλασσα. Στο γήπεδο είναι διαφορετικά, υπάρχουν οι φωνές του κόσμου, ο φανατισμός των οπαδών, υπάρχει μια ενέργεια.

Αγαπάτε τη θάλασσα; 

Ναι, πολύ. Είμαστε τυχεροί όλοι οι Έλληνες που έχουμε θάλασσα. Είναι ένα αγαθό για το οποίο κάτοικοι άλλων χωρών έρχονται από μίλια μακριά για να κάνουν ένα ή δύο μπάνια. Εμείς το έχουμε μέσα στα πόδια μας. Η «Οδύσσεια» είναι χτισμένη πάνω στη σχέση μας με τη θάλασσα, όπως και άλλα ναυτικά αφηγήματα. Είχαμε συγγραφείς που έγραφαν για τη θάλασσα όπως ο Κόντογλου και ο Βενέζης. Και σήμερα ακόμη, αν και η πεζογραφία είναι πια περισσότερο αστική. Υπάρχει ένα νέο παιδί, ο Χρήστος Οικονόμου που έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», που κι αυτός αναγκαστικά είναι εγκλωβισμένος σε μια γειτονιά, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και αποτυπώνει τις δυτικές συνοικίες του Πειραιά. Στην Αθήνα υπάρχει ακόμη ένα γελαστό πρόσωπο παρά την όλη κατήφεια. Νομίζω ότι αυτό είναι σύμφυτο με τις συνθήκες ζωής εδώ λόγω του κλίματος. Βοηθάει το κλίμα, η θάλασσα.

Συμμετέχετε και σε μια συλλογή που θα κυκλοφορήσει εκδόσεις Τόπος σε συνεργασία με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο κόκκινο» όπου καταξιωμένοι συγγραφείς προτείνουν νέα λογοτεχνικά πρόσωπα. Εσείς ποιους προτείνετε; 

Τον Χρήστο Οικονόμου, τον Γιάννη Τσίρμπα και τη Λητώ Πιτυρή.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που εκτιμάτε σε έναν νέο πεζογράφο; 

Όταν καταλαβαίνω ότι η γραφή αυτή είναι δουλεμένη. Δεν είναι κάτι που «γράψαμε και τελείωσε». Γιατί υπάρχει και αυτή η αντίληψη που έχουν κάποιοι ότι «εγώ δεν δουλεύω τα γραπτά μου», κάτι που βρίσκω τρομερό αφού όλη η ουσία, το μεδούλι, η καρδιά ενός γραπτού είναι όταν το δουλεύεις. Εκεί βρίσκεις και τις σωστές λέξεις και αυτές που πρέπει να φύγουν. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν και άνθρωποι χαρισματικοί που γράφουν με την πρώτη αλλά και αυτοί δουλεύουν, όπως είναι ο Σωτήρης Δημητρίου που έχει γραφή βιωματική και έχει μέχρι και αλβανικά μέσα αλλά όλα αυτά είναι δουλεμένα.

Πόσο άνετα αισθάνεστε στις συνεντεύξεις και για ποια πράγματα προτιμάτε να μιλάτε; 

Αυτό εξαρτάται πάρα πολύ από τον άνθρωπο που παίρνει τη συνέντευξη και από τι τον ενδιαφέρει να μάθει. Δεν είναι μόνο τα βιβλία, είναι και οι ερωτήσεις όπως αυτές που μου κάνατε για την πόλη, την καθημερινότητα ή και για την πολιτική ακόμη. Η συζήτηση για την πολιτική είναι βέβαια ένα ναρκοπέδιο.

Γιατί το λέτε αυτό; 

Γιατί είναι ένα επικίνδυνο κεφάλαιο για να ανοιχθείς. Είναι εύκολο να πεις ότι η κουβέντα του Γεωργιάδη ότι αν βγει ο Τσίπρας θα πάρει τα λεφτά του από τις τράπεζες ήταν άστοχη, χαζομάρα μέχρι και επικίνδυνη, κι όντως αυτά τα πράγματα δε θα έπρεπε να λέγονται αλλά από την άλλη αυτό είναι ένα κομματάκι τόσο δα, αυτό θα έχει ξεχαστεί αύριο. Δηλαδή δεν αξίζει καν το σχόλιο. Συμφωνώ ότι ήταν ένα κομματάκι αλλά τελικά τα πολλά μικρά κομματάκια δε χτίζουν ένα κλίμα; Οπωσδήποτε αλλά όταν ασχολείται κανείς με ψείρες χάνει το τοπίο.

 Άρα με τι αξίζει να ασχοληθεί κανείς;

Με αυτό που τον ενδιαφέρει. Τίποτε άλλο εκτός από πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Οποιοσδήποτε ασχολείται με άλλα πράγματα είναι καταδικασμένος καθώς είναι κάτι που φαίνεται αμέσως. Έτσι και στη γραφή. Μόνο για πράγματα που σε ενδιαφέρουν γράφεις. Ακόμη και οι μικρές λεπτομέρειες που λένε μερικές φορές οι αναγνώστες «τώρα γιατί το γράφει αυτό; Είναι άσχετο», όμως ο καλός συγγραφέας δεν γράφει ποτέ άσχετα πράγματα. Κάποια στιγμή αυτή η εκ πρώτης όψεως άσχετη λεπτομέρεια θα χρησιμεύσει κάπου, αργότερα. Δεν υπάρχουν τυχαία πράγματα.

 Ούτε μια λέξη δεν είναι τυχαία;

Προσπαθούμε. Βέβαια αυτή την ευλογία την έχει μόνο η ποίηση. Η ποίηση είναι η λέξη. Προσπαθώ όμως κι εγώ στην πεζογραφία όσο το δυνατόν να αποδώσω το αναγκαίο. Είχα διαβάσει κάποτε σε ένα κείμενο «τα χέρια της ήταν σαν κρίνα του αγρού» και μιλούσε για μια μαγείρισσα. Δεν έχω τίποτε με τις μαγείρισσες αλλά ειδικά σε μια μαγείρισσα, λόγω συνθηκών, δεν μπορεί τα χέρια της να είναι σαν τα «κρίνα του αγρού».

Την πρώτη φορά που εκδώσατε πόσο σίγουρος ήσασταν για το κείμενο;

Ποτέ δεν είναι κανείς σίγουρος αλλά κάποια στιγμή ωριμάζει το πράγμα και τότε πρέπει να το εκδώσεις αλλιώς σαπίζει. Είναι όπως τα δέντρα που θέλουν κλάδεμα, που πρέπει να μαζέψεις τον καρπό σε ορισμένο χρόνο. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ζωντανό αλλιώς δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη. Από εκεί και πέρα όποιος πράγματι θέλει να διαβάσει θα το κάνει ανεξαρτήτων συνθηκών. Υπάρχουν βέβαια και οι τεμπέληδες αναγνώστες. Εξάλλου όλες αυτές οι κυρίες οι «ευπώλητες» πουλάνε ακριβώς σε τέτοιους αναγνώστες, σε κυρίες μαλθακές που δεν σκέπτονται.

Φαντάζομαι ότι εντάσσεται στη λογική «έχω τόσα προβλήματα, δεν θέλω να με διαβάσω κάτι που θα με προβληματίσει κι άλλο». Αναρωτιέμαι αν η ανάγνωση των «ευπώλητων» λύνει τα προβλήματα.

Ακριβώς. Ύστερα υπάρχει και το άλλο, συγγενικό με αυτό που είπατε. Αποφεύγουν να διαβάζουν για θανάτους, για αρρώστιες. Μα ο θάνατος και οι αρρώστιες στα βιβλία είναι τελείως διαφορετικά από ότι στη ζωή γιατί στη λογοτεχνία υπάρχει λύτρωση. Από τα βιβλία θυμόμαστε τον θάνατο του γιου του γιατρού στο «Πατέρες και γιοι» του Turgenev ή τον θάνατο της Μαντάμ Μποβαρύ, τους θυμόμαστε και νιώθουμε λύτρωση. Οι άνθρωποι που φοβούνται να αγγίξουν δυσάρεστα θέματα στη λογοτεχνία είναι αυτοί που και στην πραγματική ζωή αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με λάθος τρόπο.

Εκτός από λογοτεχνία παρακολουθείτε και σινεμά;

Ναι, μου αρέσει πολύ. Έχω ακούσει για μια καινούρια ταινία που θα ήθελα να δω, λέγεται «Στο σπίτι». Από ταινίες προηγούμενων χρόνων μου άρεσε πολύ το «Στρέλλα». Βλέπω λίγο τηλεόραση ενώ κάποτε έβλεπα και σήριαλ, για παράδειγμα «Οι τρεις Χάριτες» ήταν πολύ χαριτωμένο πρόγραμμα. Τώρα τα περισσότερα απευθύνονται σε κρετίνους. Θα μου πεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που τα βλέπουν και το ευχαριστιούνται γιατί έτσι «φεύγουν» από τη ζωή τους. Μα και με τη λογοτεχνία «φεύγεις» από τη ζωή σου αλλά παραμένεις στη ζωή.

* * *

koymantareas

Ο ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ

—Ανθολόγηση από τον Θησαυρό του χρόνου (εκδ. Πατάκης, Οκτώβριος 2014): Νατάσσα Συλλιγνάκη—

Κανονικά μια τέτοια λέξη θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει την πραγματική ζωή και καθετί έξω απ’ αυτήν να είναι ένα χλωμό αντίγραφό της. Εσύ κι εγώ, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου, το ξέρουμε καλά. Κι αν τώρα κάθομαι και τα σκαλίζω, είναι επειδή αυτή η αίσθηση της γραφής είναι κι αυτή μια άλλου είδους παραίσθηση που συναγωνίζεται την καθημερινή ζωή και στις καλύτερές της στιγμές την ενδυναμώνει και την απογειώνει. Ακόμα και σε δύσκολες περιστάσεις όπως αυτόν τον καιρό, ο νους μου φεύγει από την άρρωστή μου και πετά σ’ εκείνες τις μέρες των Γραφείων – ίσως επειδή στη διάρκειά τους πρωτογνωριστήκαμε με τη Λιλή.

 *

Τι είναι το πένθος; Ρωτάς κι εσύ, παλιέ συνάδελφε κι αδελφέ μου. Θα στο πω με άλλα λόγια. Όταν βγαίνεις να φας έξω, διότι δεν μπορείς να τρως μόνος στο σπίτι. Όταν ακούς βήματα μέσα στο σπίτι κι είναι τα βήματα των γειτόνων στο πάνω πάτωμα. Όταν χτυπά το τηλέφωνό της και λες: “λάθος κάνετε”. Όταν ακούς Ραχμάνινοφ και το σόλο από το άλτο σαξόφωνο σε τρυπά στην καρδιά. Όταν δεν έχεις κανέναν να σ’ ενοχλήσει στο σπίτι είτε με το πιάνο είτε με την γραφομηχανή σου. Όταν ο ήλιος βγαίνει ύστερα από μέρες βροχής και συννεφιάς και συ λες: “τι στην ευχή θέλει αυτός ο ήλιος στο δωμάτιό μου!” Το πένθος τελειώνει ή κοντεύει να τελειώσει όταν αποφασίζεις να γράψεις γι’ αυτό.

 *

Υπάρχουν λογιώ λογιώ φωνές που με πολιορκούν τις πιο απίθανες ώρες. Εκεί που κάθομαι ήσυχα και διαβάζω, παίζω λίγο πιάνο ή γράφω, τότε εκείνες ήσυχα και διαβάζω, τότε εκείνες αρχίζουν να αντιλαλούν μέσα στο σπίτι. Είναι ο κύριος Κόνραντ, ο δάσκαλός μου στο πιάνο, τον ακούω να μου ψιθυρίζει τις νότες, σχεδόν αισθάνομαι το ώριμο γερμανικό χέρι του να πιάνει το δικό μου εφηβικό ελληνικό υποδεικνύοντας τον σωστό δακτυλισμό. Είναι το σούρσιμο από τα φουστάνια της γιαγιάς μου που μου θυμίζουν αδιάκοπα την εποχή που ήμουν παιδί: «Κάνε ησυχία», «Φάε το φαγητό σου», «Ντύσου, θα κρυώσεις». Η φωνή της μπερδεύεται μ’ εκείνη της μάνας μου, των θειάδων μου, είναι όλες γυναικείες φωνές, μα καμιά, καμιά τους δεν είναι της Λιλής.

 *

Αν η ίδια λείπει, με τριγυρίζουν τα προσωπικά της αντικείμενα. Μου κάνει συντροφιά η οδοντόβουρτσά της κοντά στη δική μου, δεν την αλλάζω, ούτε την πετώ. Κι ας μη φοράω κοσμήματα όπως αρκετοί νεότεροί μου, μ’ αρέσει να χαϊδεύω τα δικά της, ένα βραχιόλι της το έχω πάνω στο γραφείο μου πλάι στα μολύβια, στις γομολάστιχες, όλα τα σύνεργα της δουλειάς μου. Κρατάω επίσης το σημειωματάριό της, το στιλό της, το κινητός της, τις χτένες της. Την κρατώ την ίδια παρούσα μέσα στο σπίτι. 

*

Κοιτώ το βαθούλωμα στο κρεβάτι. Έχει εξαφανιστεί. Μπορεί και να πήγε για κατούρημα. Ή μπορεί κάλλιστα να το έχει βάλει στα πόδια, αν υποθέσουμε ότι οι σκιές, όπως αυτός, διαθέτουν πόδια. Πόδια που υποφέρουν από μηνίσκους, από θρομβώσεις, από κουτσαμάρα, από χίλιες δυο αιτίες που τα κάνουν να είναι πόδια. 

*

Πέφτω στο κρεβάτι. Όπου να ‘ναι, θα ‘ρθει το γλυκό αγόρι, ο Μορφέας, να μου το ψιθυρίσει στο αυτί. Υπό τον όρο να μην το πω σε κανέναν άλλο Κι ως τότε υπάκουος, κλείνω τα μάτια, μαζί και τα κιτάπια μου. Ως εδώ, παλιέ συνάδελφε κι αδελφέ μου, έχε γεια.

*

[Αθήνα, 2010-2014]

thumbnail-2

10846191_10153362631443852_4537263694855333971_n

Το τελευταίο βιογραφικό του Μένη Κουμανταρέα, όπως ιδιόχειρα το διατύπωσε (από τη σελίδα των Εκδόσεων Πατάκη στο facebook)

 * * *

imagehandler.ashx__2

 Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Κεχαγιόγλου, Γιώργος Τσακνιάς

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο


Σχόλια

2 απαντήσεις στο “Μένης Κουμανταρέας — σε πρώτο πρόσωπο”

  1. […] Μένης Κουμανταρέας: σε πρώτο πρόσωπο […]

    Μου αρέσει!

  2. […] συχνά τις αθηναϊκές πατρίδες του Μένη Κουμανταρέα, όταν τυχαίνει να παίρνω τον ηλεκτρικό συνήθως από και […]

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Μένης Κουμανταρέας: τα πρώτα μου διαβάσματα | dimart Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.