Ένα διήγημα της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, γραμμένο την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου για το dim/art.
Η κυρα-Γιωργία ξυπνά από τη μεσημεριανή της νάρκη· πρέπει να είναι απόγευμα πια, γιατί το φως πέφτει λοξά πάνω στο κομοδίνο όπου κατοικεί ένα ρολόι και τέσσερα μακρόστενα κουτιά. Μέσα στα κουτιά κατοικούν τα φάρμακά της, και πάνω από το κομοδίνο, η λίστα που της έχει φτιάξει ο γιος της, για να μην τα ξεχνάει. Ο γιος της… Πόσο καιρό έχω να τον δει, σκέφτεται με πίκρα… Αλλά τι να κάνει κι αυτός, όλο τρέχει, είναι και το μωρό, πού να προλάβει να έρθει. Σηκώνεται, το κρεβάτι τρίζει, αλλά μπορεί να τρίζει και το γόνατό της, που πονάει πολύ αυτόν τον καιρό. Βάζει τα γυαλιά της και κοιτάζει πρώτα το ρολόι και μετά τη λίστα. Είναι ώρα για το Memolox. Πού είναι; Πιάνει το κουτί, είναι πολύ ελαφρύ – προφανώς· είναι άδειο. Πρέπει να πάει στο φαρμακείο, να πάρει καινούργιο. Πώς θα πάω μ’ αυτό το γόνατο; αναρωτιέται με απελπισία. Σιγά-σιγά. Έτσι θα πάω, απαντά στον εαυτό της. Προλαβαίνει να φτιάξει καφέ; Όχι, μπορεί το φαρμακείο να κλείσει, αν δεν έχει κλείσει ήδη.
Είναι κοντά, ευτυχώς, ακριβώς μετά την πλατεία. Στα μισά του δρόμου, το διακρίνει ήδη ανάμεσα από τα δέντρα και τα παγκάκια. Έχει κλείσει. Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Ένα κύμα απελπισίας την κατακλύζει. Ακουμπάει λίγο πιο βαριά στο μπαστούνι της. Είναι έτοιμη να λιποθυμήσει.
– Είστε εντάξει, κυρία μου;
Η φωνή είναι πολύ κοντά στο αυτί της. Ακούγεται ευγενική και καθησυχαστική. Στρέφεται προς το μέρος της. Είναι ένας κύριος, συνομήλικος. Την κοιτάζει όλο έγνοια μέσα από τα χοντρά γυαλιά του, αλλά το μουστάκι του πεταρίζει με μια υποψία γέλιου.
– Καλά είμαι, τίποτα δεν έχω, σας ευχαριστώ.
– Ελάτε να καθίσετε λίγο, εδώ στο παγκάκι. Μόνος μου είμαι κι εγώ. Τάιζα περιστέρια.
Προσεκτικά, λυγίζει τα γόνατα ώστε να μην προσγειωθεί απότομα στο ξύλινο κάθισμα και ισιώνει ντροπαλά τη φούστα της.
– Είστε πολύ ευγενικός.
– Μην το λέτε. Χαρά μου, αν μπορώ να βοηθήσω μια ωραία κυρία σαν κι εσάς.
– Ελάτε τώρα… Η κυρα-Γιωργία ασυναίσθητα περνάει μια μικρή τούφα γκρίζα μαλλιά πίσω από το αυτί της. Ο άνδρας δίπλα της την κοιτάζει επίμονα. Είναι δυνατόν;
– Κάθομαι εδώ συχνά, της λέει. Πώς και δεν έχουμε συναντηθεί;
– Τι να σας πω; Δεν βγαίνω και πολύ έξω…
– Ε, τότε είναι η τυχερή μου μέρα.
Τα μουστάκια του γελάνε πλέον απροκάλυπτα.
– Μήπως θα θέλατε μια; της λέει βγάζοντας από την τσέπη του μια χούφτα κατακίτρινες καραμέλες τυλιγμένες σε σελοφάν.
– Αχ, καλύτερα όχι… Το ζάχαρο, βλέπετε…
– Ναι, ασφαλώς, κατανεύει εκείνος γδύνοντας προσεκτικά μια καραμέλα, την οποία ακουμπάει στη γλώσσα του, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Η κυρα-Γιωργία νιώθει ταραχή. Δεν ξέρει αν θέλει να συνεχίσει την κουβέντα ή να πάρει ένα υπογλώσσιο.
– Πήγαινα στο φαρμακείο, αλλά είναι κλειστό, λέει εκείνη κοιτάζοντας αμήχανα τις δεκαοχτούρες που έχουν μαζευτεί γύρω τους.
– Μήπως μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ κάπως; ρωτάει ο γηραιός κύριος.
– Α, δεν νομίζω, λέει η κυρα-Γιωργία, χαχανίζοντας με το χέρι μπροστά στο στόμα.
– Κι όμως, κάτι μου λέει πως έχω αυτό που θέλετε, απαντά απτόητος εκείνος σπάζοντας την καραμέλα με αποφασιστικότητα στο στόμα του.
– Ε, δεν φαντάζομαι να έχετε πάνω σας Memolox! Θα είναι σκάνδαλο!
– Τα σκάνδαλα έχουν πολλές όψεις. Και για του λόγου το αληθές, ορίστε. Έχω.
Από την άλλη τσέπη του σακακιού του εμφανίζεται το γνώριμο άσπρο-κίτρινο κουτάκι. Ο άγνωστος άνδρας το ανοίγει και απελευθερώνει μια δίχρωμη κάψουλα από την καρτέλα. Την κρατά με προσοχή ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα.
– Τώρα, θέλω να ανοίξεις το στόμα σου και να βγάλεις τη γλώσσα σου, λέει χαμηλόφωνα στην κυρα-Γιωργία. Εκείνη υπακούει σαν υπνωτισμένη.
– Έτσι μπράβο, έτσι, ψιθυρίζει ο άγνωστος άνδρας καθώς με το ένα χέρι αποθέτει την κάψουλα στη γλώσσα της, ενώ το άλλο βρίσκεται στο γόνατό της, πάνω από τη φούστα, και τώρα από κάτω, και πίσω από το γόνατο, και λίγο πιο ψηλά.
Η Γιωργία καταπίνει με τα μάτια κλειστά, και οι δεκαοχτούρες απογειώνονται φτεροκοπώντας τριγύρω της.
* * *
– Ωραία ήταν, λέει η Γιωργία όταν έχουν απομακρυνθεί πια αρκετά οι δυο τους από την πλατεία.
– Φυσικά και ήταν ωραία. Πάντα ωραία είναι, απαντά ο Αριστείδης σφίγγοντας λίγο περισσότερο το μπράτσο της.
– Λες να το ’χουν καταλάβει στην πλατεία το παιχνιδάκι μας;
– Α, δεν έχω ιδέα. Φαντάζομαι πως, αν μας έχει προσέξει κανείς, θα έχει απλώς μια ενδιαφέρουσα ιστορία να λέει στην παρέα του, για τα δύο ξαναμμένα γερόντια στο παγκάκι.
– Αριστείδη;
– Τζόρτζια!
– Θυμάσαι για ποιο πράγμα είναι αυτό το φάρμακο που παίρνω;
Ο Αριστείδης το σκέφτεται.
– Ξέρω γω; Για τη μνήμη;
– Ούτε εγώ ξέρω. Αλλά αν ήτανε για τη μνήμη, δεν θα το θυμόμουν, αφού το παίρνω;
– Σωστά.
– Να ρωτήσουμε το παιδί.
– Άσ’ το ήσυχο το παιδί. Τι σημασία έχει, στο κάτω-κάτω;
– Θα το κάνουμε κι αύριο, έτσι;
– Φυσικά. Τι ρωτάς; λέει ο Αριστείδης βάζοντας το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού τους.
– Ε, αν δεν βρέχει.
– Δεν θα βρέχει.
* * *
Kevin Hughes, Ηλικιωμένο ζευγάρι
* * *