—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Μέσα στον κουρνιαχτό των ημερών από τις καταρρέουσες βεβαιότητες, ακούγεται διαρκώς πως στην Ελλάδα γεννήθηκε η δημοκρατία, αλλά μοιάζει να λησμονείται ότι, ακόμα νωρίτερα, γεννήθηκε εδώ και η τραγωδία. Δύο θεσμοί άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους – αφού τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούσαν τη δημοκρατική πολιτεία έβρισκαν πάντα την έκφρασή τους στα έργα των μεγάλων τραγωδών.
Πρόσφατα, όμως, μνημονεύτηκε ειδικά η Αντιγόνη, διά στόματος πρωθυπουργού, με έναν τρόπο μάλλον προβλέψιμο, αν και όχι ιδιαίτερα σαφή: οι νόμοι των ανθρώπων έναντι του δίκαιου των ανθρώπων. Δεν θα επιμείνω σ’ αυτό. Εξάλλου τρέμω στην ιδέα τού πώς θα αντιδρούσε ο Σοφοκλής ακούγοντας έναν αποδεδειγμένα πλέον ικανότατο πολιτικάντη να χρησιμοποιεί μια από τις κεντρικές ιδέες του έργου του για να δικαιολογήσει την πολιτική αβελτηρία του. Η αναφορά, όμως, μου έφερε στο μυαλό την άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μορφή από την ίδια τραγωδία: τον Κρέοντα.
Στην τραγωδία συχνά αντιπαρατίθενται οι μεγάλες κεντρικές μορφές, οι larger than life ήρωες, με τους δευτερεύοντες, πολύ ανθρώπινους χαρακτήρες, που η παρουσία τους κάνει τους πρωταγωνιστές να φαντάζουν πελώριοι. Έτσι συμβαίνει και με τον Κρέοντα και την Αντιγόνη. Η κοπέλα αναλαμβάνει να συνηγορήσει υπέρ ενός ανώτερου νόμου, ενός δικαίου που επιτάσσει τον σεβασμό και τη συγχώρεση του νεκρού εχθρού. Ο Κρέοντας έχει κατά νου μόνο την εξουσία του. Θέλει να εκτελέσει το «πρόγραμμά» του, ό,τι και να γίνει. Και αυτό που γίνεται είναι φρικτό: η τραγωδία κλείνει με ακόμα περισσότερους νεκρούς από τους δύο με τους οποίους ξεκίνησε, αποτέλεσμα της εμμονής του Κρέοντα στη δική του «γραμμή»: την εκδίκηση και την επίδειξη δύναμης.
Και νομίζω πως, μετά από όλη αυτή τη συσσωρευμένη καταστροφή, η κορύφωση έρχεται όχι με έναν ακόμα θάνατο, αλλά με το γεγονός ότι, κλείνοντας σε κάποιο συρτάρι του μυαλού του τα κουφάρια των δικών του ανθρώπων, ο Κρέοντας, στο τέλος του έργου, αποσύρεται στα ενδότερα για να συνεχίσει τη δουλειά του.
* * *